Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κράτησε όλα τα περιοριστικά μέτρα, τα οποία είχε υποσχεθεί ότι θα καταργούσε, παρέτεινε την περίοδο εφαρμογής τους δημιουργώντας μεγαλύτερες δυσκολίες και πρόσθεσε νέα μέτρα σε βάρος ασφαλισμένων και συνταξιούχων.
Τα νέα μέτρα
Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του αύξησαν τις κρατήσεις, υπέρ του συστήματος υγείας, στις συντάξεις. Εξαφάνισαν το ΕΚΑΣ. Μείωσαν δραστικά τις επικουρικές συντάξεις. Επέβαλαν νέες μειώσεις στο εφάπαξ. Αύξησαν τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης. Αύξησαν σε αρκετές περιπτώσεις τις ασφαλιστικές κρατήσεις χωρίς να υπάρχει προοπτική αύξησης των συντάξεων. Μείωσαν ορισμένες κατηγορίες ασφαλιστικών κρατήσεων προετοιμάζοντας μεγαλύτερες μειώσεις στις συντάξεις. Μείωσαν δραστικά τις νέες συντάξεις, δηλαδή αυτές που δίνονται μετά το καλοκαίρι του 2016.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πήραν διάφορα άλλα μέτρα που κάνουν πιο δύσκολη την οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα των συνταξιούχων. Αύξησαν τους έμμεσους καταναλωτικούς φόρους, με αποτέλεσμα να έχει η Ελλάδα το ευρωπαϊκό ρεκόρ στους έμμεσους, καταναλωτικούς φόρους σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Αύξησαν τον ΦΠΑ στην εστίαση και στα τρόφιμα. Αύξησαν τον ειδικό φόρο στα καύσιμα, κάνοντας ακριβότερο το πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ μείωσαν δραστικά την επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης από τον κρατικό προϋπολογισμό, στο ένα τρίτο των 210 εκατομμυρίων ευρώ που ήταν επί κυβέρνησης Σαμαρά.
Αφού τα έκαναν όλα αυτά εξαπέλυσαν ιδεολογική επίθεση κατά του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού και του… προγράμματος Πινοσέτ της ΝΔ για την κοινωνική ασφάλιση.
Πλεόνασμα θράσους
Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του ζητούν την ψήφο του ελληνικού λαού στις εκλογές για να αναχαιτίσουν τον ευρωπαϊκό νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος βρίσκεται μόνο στη γόνιμη πολιτική φαντασία τους.
Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται αύξηση των συντάξεων, στον ένα ή στον άλλο βαθμό.
Πρωταθλήτριες στη βελτίωση του κράτους πρόνοιας και στην ενίσχυση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι χώρες, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία -και οι δύο με υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις- οι οποίες αξιοποιούν την εξαιρετικά καλή πορεία της οικονομίας και το χαμηλό επίπεδο εκκίνησης σε ό,τι αφορά τις συντάξεις.
Υπάρχουν και ιδιαίτερα ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία, όπου ενισχύεται το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των συνταξιούχων με διάφορους τρόπους.
Δεν υπάρχει κάποια νεοφιλελεύθερη απειλή για τις συντάξεις στην Ε.Ε. γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν κεντροδεξιές ή υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις που να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε αυτό το ζήτημα. Ολοι στηρίζουν το κράτος πρόνοιας και φροντίζουν να εξασφαλίζουν τα οικονομικά μέσα για τη χρηματοδότησή του.
Αντίθετα, στην Ελλάδα πήγαμε στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας από τη μία περικοπή στην άλλη εξαιτίας της θεαματικής αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα.
Μείναμε με τον λογαριασμό των 100 δισ. ευρώ της ρήξης του 2015, ενώ όλοι οι άλλοι αξιοποίησαν την εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη της περιόδου 2015-2018 για να βελτιώσουν την κοινωνική πολιτική που εφαρμόζουν.
Σε μια προσπάθεια επικοινωνιακού, πολιτικού αποπροσανατολισμού το Μαξίμου έχει προσθέσει στον ανύπαρκτο αγώνα κατά του υποτιθέμενου ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού και τη μάχη κατά των προτάσεων Μητσοτάκη για το ασφαλιστικό, τις οποίες παρουσιάζει σαν παραλλαγή της πολιτικής του δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή πριν αρκετές δεκαετίες.
Στην πραγματικότητα οι προτάσεις Μητσοτάκη αντλούν τα καλύτερα στοιχεία από την ασφαλιστική, συνταξιοδοτική πολιτική των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Συνδυάζουν ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα με την καλύτερη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και συγκεκριμένες επιλογές για κατηγορίες ασφαλισμένων που δεν θέλουν να εξαρτώνται απόλυτα από την πορεία των οικονομικών του Δημοσίου.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μείωσε δραστικά τις συντάξεις και θεωρεί ότι μπορεί να περιορίσει τις διαστάσεις της εκλογικής τιμωρίας του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από ιδεολογικές και πολιτικές κατασκευές που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Θυμίζει τον «σύντροφο» Μαδούρο που αποδίδει κι αυτός την καταστροφή που έφερε στην οικονομία της Βενεζουέλας στους ξένους και στους πολιτικούς του αντιπάλους.