Ο κ. Μαντάς τόνισε ότι με το νομοσχέδιο αυτό αντιμετωπίζεται το χρόνιο πρόβλημα της διαρκούς μείωσης των συντάξεων, το οποίο οφείλεται αφενός στη δημογραφική γήρανση που μαστίζει όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και αφετέρου στον πλήρως διανεμητικό χαρακτήρα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τον βουλευτή, με το νομοσχέδιο αυτό επιχειρείται μια σημαντική τομή στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, ένα μέρος του οποίου αποκτά πλέον κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά.
Περιγράφοντας τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου, ο κ. Μαντάς σημείωσε ότι στοχεύει αποκλειστικά στους νέους εργαζόμενους και τη νέα γενιά, εισάγοντας για πρώτη φορά στην κοινωνική ασφάλιση τον θεσμό του “ατομικού κουμπαρά”. Μέσα από τον μηχανισμό αυτό, οι εισφορές κάθε εργαζόμενου αποταμιεύονται αποκλειστικά για τον ίδιο και καλύπτουν τη δική του σύνταξη, αντί να χρησιμοποιούνται για τις υφιστάμενες συντάξεις. Παράλληλα, ιδρύεται ένα νέο δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο, το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), το οποίο μέσα από υψηλού επιπέδου σύστημα διακυβέρνησης και με πλήρη έλεγχο και εποπτεία από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το υπουργείο Εργασίας, επενδύει τα κεφάλαια που σταδιακά συσσωρεύονται προς αποκλειστικό όφελος των ασφαλισμένων του, με αποτέλεσμα αφενός να ενισχύεται η εθνική οικονομία και αφετέρου να αυξάνονται σημαντικά οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις.
Σύμφωνα με τον κ. Μαντά, “το νέο πλαίσιο εισάγει δύο σημαντικές εγγυήσεις, οι οποίες απευθύνονται τόσο προς τους σημερινούς ασφαλισμένους και συνταξιούχους, όσο και προς τους νέους”. Με την πρώτη εγγύηση διασφαλίζεται νομοθετικά ότι “το όποιο κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα, παρότι εκτιμάται ότι είναι απολύτως διαχειρίσιμο, αυτό θα καλύπτεται πλήρως από τον κρατικό προϋπολογισμό”. Ενώ με τη δεύτερη εγγύηση προς τους νέους ασφαλισμένους, θεσμοθετείται μέσω του νομοσχεδίου ότι “στην ακραία περίπτωση που οι επενδύσεις δεν αποδώσουν, ο ασφαλισμένος θα λάβει τουλάχιστον τη σύνταξη που αναλογεί στις ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλλε, συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό”. Επίσης, σημείωσε τη στάση της αντιπολίτευσης απέναντι στο νομοσχέδιο, λέγοντας ότι χαρακτηρίζεται από “μιζέρια, φοβικότητα και καταστροφολογία” και ότι προσπάθησε να υπονομεύσει την προσπάθεια, προεξοφλώντας αρχικά δήθεν “αντιρρήσεις της Κομισιόν” και στη συνέχεια υποτιθέμενες “κοινωνικές αντιδράσεις”, οι οποίες ουδέποτε υπήρξαν. Ταυτόχρονα, σημείωσε ότι δεν υφίσταται κανένα θέμα “ανακολουθίας” της κυβέρνησης σε σχέση με την περσινή μεταρρύθμιση των κύριων συντάξεων, ενώ αναφέρθηκε στην υψηλή εγκυρότητα των προβλέψεων του νομοσχεδίου, τόσο λόγω των τριών μελετών που το συνοδεύουν από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, το ΙΟΒΕ και τον ΟΔΔΗΧ και οι οποίες επιβεβαιώνουν την ορθή κατεύθυνση της μεταρρύθμισης, όσο και λόγω της δημόσιας στήριξης από πρώην υπουργούς, ειδικούς και πανεπιστημιακούς καθηγητές, όπως ο κ. Γιαννίτσης και ο κ. Κουτρουμάνης.
Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Μαντάς σημείωσε ότι “θα πρέπει όλοι, με το χέρι στην καρδιά, να απαντήσουμε εάν αυτή η μεταρρύθμιση είναι τελικά προς το συμφέρον των νέων ανθρώπων”, χαρακτηρίζοντας την αλλαγή που επιχειρείται ως “δομική και με ιστορικές διαστάσεις” και καλώντας την αντιπολίτευση να ξεπεράσει τυχόν αντιδραστικότητα και ιδεοληψίες και να την υπερψηφίσει.