“Κατάρες, αναθέματα και κλάματα έρχονται από τα καράβια. Κορμιά άρρωστα βογγούν απ' τον πόνο, κορμιά άψυχα πετιούνται στη θάλασσα. Σταμάτησαν έξω στη στεριά να οργώνουν, να σπέρνουν και να κόβουν ξύλα για το χειμώνα. Λυπημένοι από τα κλάματα και τις κραυγές, ανέβηκαν στα βράχια για να δουν καλύτερα. Κι όλοι μαζί, άντρες και γυναίκες, κάνουν το σταυρό τους. Τα διπλοποτισμένα κίτρινα λουλούδια σταμάτησαν να κοιτούν τον ήλιο στα μάτια και γύρισαν όλα μαζί να δουν από πού έρχεται ο θρήνος και ο σπαραγμός, οι φωνές και οι κατάρες. Ακουσε το παιδί τις φωνές και τις κατάρες πάνω στο μύλο και με τις σαπουνάδες στα μάτια, σταμάτησε να κλαίει. Ακίνητη, με ανοιχτό το στόμα, έμεινε και η μάνα με το σαπούνι στο κεφάλι του παιδιού της”...
Ο Βασίλης Μάραντος γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας το 1955. Είναι συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος και ζει στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Διήγημά του με τίτλο “Η πηγή στη Σέλιτσα” περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο του Δικτύου Αλληλεγγύης Καισαριανής “Μαζί είμαστε πιο πολλοί κι από εμάς τους ίδιους”.