«Μια Κυριακή απόγευμα, περίπου δέκα ημέρες από την άφιξή μας στη χώρα των απελπισμένων ονείρων, τη στιγμή που βρισκόμασταν όλοι στο φουαγιέ του ξενοδοχείου για το απογευματινό ρόφημα, μας έφεραν τον πρώτο δότη. Έναν μελαμψό, αδύναμο νεαρό άνδρα, γύρω στα είκοσι τέσσερα. Η κατά μέτωπον συνάντηση με τον εκπεπτωκότα άγγελο, που θα μας έδινε τη νέα ζωή, θύμισε μετωπική σύγκρουση με τη συνείδησή μας. Απολογία στον Θεό Βράχμα, που ζύγιζε με κλέψιμο στο ζύγι -ως τοπικός αντιπρόσωπος του πανάγαθου Θεού- τις πράξεις μας.
Η Ιουλία, υποδυόμενη την Κορυφαία Χορού, ικέτευε για λύτρωση. "Κυρία, σας παρακαλώ. Μην κλαίτε. Με τη θέλησή μου ήρθα εδώ, να σας προσφέρω το σπλάχνο μου. Μη λυπάστε, κυρία. Δεν είμαστε αλήτες".
Ολη μου η ζωή πέρασε από μπροστά μου. Η χειροβομβίδα, η μητέρα να με σπρώχνει μακριά της, οι ψηφίδες Braille, το δικηγορικό μου γραφείο με τους κατηγορούμενους να τους λιντσάρει το πλήθος, ο χοντρός καθετήρας που μου έμπηξαν στην κλείδα...
Οι τρεις μας, Ιωνάς, Φιόντορ κι εγώ, δώσαμε τα χέρια στον πιο βαθύ όρκο εχεμύθειας, μια ομερτά, εκεί, στην άκρη της γης, ένα απόκοσμο απόγευμα στην υγρή και αρρωστημένη πόλη. Και δεν τον προδώσαμε ποτέ». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)