Γιος του βασιλιά της Αιτωλικής Καλυδώνας Οινέα και της γυναίκας του Αλθαίας, κόρης του βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιου και αδελφής της Λήδας, ήταν ο Μελέαγρος. Επτά μέρες μετά τη γέννηση του αγοριού, η Κλωθώ του έταξε ομορφιά, η Λάχεση το προίκισε με αντρειοσύνη περισσή, η τρίτη ωστόσο Μοίρα, η δύστροπη και κακιασμένη Ατροπος του έταξε να βρει το θάνατο, μόλις αποκαεί το κούτσουρο που έκαιγε κείνη τη ώρα στην κεντρική εστία του ανακτόρου. Τρομοκρατημένη η δύσμοιρη μάνα Αλθαία, που κρυφάκουγε τις Μοίρες, άρπαξε το δαυλό από την εστία, τον έσβησε και τον έκρυψε σ' ένα σεντούκι που μόνο εκείνη γνώριζε, για να γλιτώσει το παιδί της. Το βασιλόπουλο, ο Μελέαγρος, μεγάλωσε γοργά και με αγάπη περισσή στην αγκαλιά της μάνας του και των θεραπαινίδων. Εγινε ένα πανέμορφο και αντρειωμένο παλικάρι, περήφανο και αγέρωχο, που γνώριζε καλά το χειρισμό των όπλων.
Κάποια στιγμή, η θεά του κυνηγιού, η «ιοφόρος» Αρτεμη, χολωμένη με τον Οινέα που είχε λησμονήσει την υποχρέωσή του να της προσφέρει τακτικά θυσίες, έστειλε για εκδίκηση στην Καλυδώνα έναν άγριο και μανιασμένο κάπρο. Το τρομερό ζώο της θεάς άρχισε να προκαλεί τεράστιες καταστροφές στη γη της Αιτωλίας, χωρίς κανένας να έχει την τόλμη και τη δύναμη να το σκοτώσει. Ο Μελέαγρος αποφάσισε τότε να καλέσει όλα τα δυνατά και αντρειωμένα παλικάρια της Ελλάδας, ώστε να κυνηγήσουνε αντάμα τον τρομερό αγριόχοιρο. Τριάντα ένας ήρωες του μύθου ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και συγκεντρώθηκαν για το μεγάλο κυνήγι. Πολλοί από αυτούς είχαν πάρει μέρος παλαιότερα και στην εκστρατεία για το χρυσόμαλλο δέρας με την Αργώ και κυβερνήτη τον Ιάσονα από την Ιωλκό. Ανάμεσα στους κυνηγούς του κάπρου περιλαμβάνονταν και οι θείοι του Μελέαγρου, αδέλφια της μητέρας του Αλθαίας από τη γειτονική Πλευρώνα, ο πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης από την Ιθάκη, ο Ιάσονας ο ίδιος, ο Θησέας από την Αθήνα, τα αδέλφια της Ελένης Κάστορας και Πολυδεύκης από τη Σπάρτη, ο Μελανίων καθώς και ο Δευκαλίωνας από την Κρήτη. Ανάμεσά τους μία και μοναδική παρθένα κόρη, η Αταλάντη από την Τεγέα, κόρη του Ιασου και της Κλυμένης, κόρης του Μινύα. Η φήμη για τις ικανότητές της στο κυνήγι και το τρέξιμο ήταν τεράστια.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΤΡΟΠΑΙΟ
Ο Μελέαγρος θαμπώθηκε από την ομορφιά και την αντρειοσύνη της ατίθασης κόρης και την ερωτεύθηκε αμέσως, έρωτας κεραυνοβόλος. Η Αταλάντη ήταν αυτή που τελικά κατάφερε να τραυματίσει πρώτη το θηρίο στη ράχη με το δόρυ της, ενώ ο Μελέαγρος του έδωσε το θανατηφόρο χτύπημα. Το βραβείο για τον πρώτο κυνηγό ήταν το κεφάλι και το δέρμα του θηρίου, που ο Μελέαγρος αποφάσισε να χαρίσει στην Αταλάντη αντί να το κρατήσει για τον εαυτό του. Οι θείοι του, τα αδέλφια της μητέρας του, θεώρησαν την απόφασή του αυτή ως ύβρη προς όλους τους γενναίους άνδρες που είχανε πάρει μέρος στο κυνήγι και επιχείρησαν να αρπάξουν βίαια το δέρμα του κάπρου από την Αταλάντη. Ο οξύθυμος Μελέαγρος όρμησε να τους εμποδίσει, εκείνοι αντέδρασαν και πάνω στη σφοδρή σύγκρουση χτυπήθηκαν θανάσιμα από τον νεαρό ήρωα κι έχασαν τη ζωή τους.
Ο πόνος της Αλθαίας, μόλις πληροφορήθηκε τον άδικο θάνατο των αδελφών της, ήταν αβάσταχτος. Γεμάτη θυμό και λύπη έφτασε στο σημείο να παρακαλέσει τους θεούς να θανατώσουνε το γιο της. Εβγαλε βιαστικά θολωμένη από την οργή το κούτσουρο από το σεντούκι και το έριξε στη φωτιά. Μόλις έσβησε η φωτιά κι έγινε στάχτη το κούτσουρο, έσβησε και ο "ξανθός" Μελέαγρος. Μετανιωμένη η μάνα Αλθαία για την αποτρόπαια πράξη της, κρεμάστηκε.
Η ΟΜΗΡΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
Σύμφωνα με την ομηρική παραλλαγή του μύθου, που διασώζεται στην Ιλιάδα (Ι, στ. 529-599), τη γειτονική Πλευρώνα από όπου ήλθαν τα αδέρφια της μητέρας του Μελέαγρου την εξουσίαζαν οι Κουρήτες, ένας λαός που εχθρευόταν τους Καλυδώνιους. Ο ένας θείος του Μελέαγρου, σύμφωνα με αυτή την παραλλαγή του μύθου, πλήγωσε πρώτος αυτός τον κάπρο και όχι η Αταλάντη, ενώ ο Μελέαγρος αποτελείωσε τελικά το θηρίο. Καβγάς, ωστόσο, τρικούβερτος ξέσπασε ανάμεσά τους, ποιανού λαού ο αρχηγός ήτανε ο φονιάς του άγριου θηρίου, ο Μελέαγρος των Αιτωλών ή οι θείοι του, εκπρόσωποι των Κουρητών από την Πλευρώνα. Ακολούθησε μάχη που ανέδειξε νικητές τους Αιτωλούς. Πάνω στη μάχη ο Μελέαγρος σκότωσε τον αδελφό της μάνας του. Ακολούθησε η οργή της Αλθαίας και η αποτέφρωση του ξύλου στη φωτιά που προκάλεσε το θάνατο του Μελέαγρου.
Η ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η επαφή με την άγρια φύση βιώνεται από τους Ελληνες, ακόμη και σήμερα, μέσα από το κυνήγι, όπως σημειώνει ο Pierre Vidal-Naquet στο σημαντικό σύγγραμμά του «Ο μαύρος κυνηγός». Το κυνήγι είναι η πρώτη βαθμίδα της ρήξης με τον άγριο κόσμο, οι «εκπολιτισμένοι ήρωες» των ελληνικών μύθων είναι όλοι κυνηγοί και εξολοθρευτές άγριων θηρίων - αλλά το κυνήγι είναι ταυτόχρονα η άγρια πλευρά του ανθρώπου, που εκτονώνεται με τρόπους ενίοτε αποτρόπαιους... και όχι δυστυχώς μόνο με το ποδόσφαιρο.
Σύμφωνα με την άποψη του δεύτερου Γάλλου ερευνητή Jean Pierre Vernant (Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα), ο μύθος του Μελέαγρου πρέπει να συσχετισθεί με ορισμένους ιταλικούς μύθους ελληνικής πιθανότατα προέλευσης, όπου ο γιος του βασιλιά γεννιέται από μια σπίθα που τινάζεται στον κόλπο της νεαρής παρθένας η οποία φροντίζει την εστία. Η αρχαία ιερουργική ονομασία «παιδί της Εστίας», που δηλώνει στους ιστορικούς χρόνους τον εκπρόσωπο της πόλης κοντά στις ελευσινιακές θεότητες, υπογραμμίζει τη σχέση ανάμεσα στο παιδί και την εστία του σπιτιού του πατέρα του, εφτά μέρες μετά τη γέννησή του.
Ο μύθος, πάντως, του ήρωα Μελέαγρου, που ξεψυχά μόλις καεί το κούτσουρο στη φωτιά, επιβιώνει ως σήμερα σε νεοελληνικές παραλλαγές του αιτωλικού παραμυθιού.