Δευτέρα, 06 Ιανουαρίου 2020 10:10

Κάστρα και οχυρά στη Μεσσηνία: Οχυρωμένα χωριά, χαμένα στο χρόνο (Casalia cum fortalicium)

Γράφτηκε από τον

Προφήτης Ηλίας (Sancta Elia)

Ιστορία

Στην παρακμή του Πριγκιπάτου, το 1423, ο απομονωμένος πια Φράγκος φεουδάρχης Αδάμ του Μελπινιάνο (Adam de Melpignano) αναγκάστηκε να προσφέρει απρόσμενα, τον Προφήτη Ηλία (Sancta Elia) μαζί με το κάστρο της Ικλαινας αλλά και τους Μύλους (Molini) στη βενετική κυριαρχία.

Αν και μέχρι τότε δεν υπάρχουν στοιχεία για τη σπουδαιότητα του Προφήτη Ηλία στην άμυνα των δυο κύριων βενετικών αποικιών της Μεθώνης και της Κορώνης, μετά την παραχώρησή του από τον Αδάμ του Μελπινιάνο στη Βενετία, δημιουργήθηκε εκεί στρατόπεδο. Κι αυτό γιατί ο φόβος για πιθανές αντιδράσεις στην παραχώρηση των οχυρωμένων χωριών στη Βενετία, από τους Ελληνες του Δεσποτάτου αλλά και από τον τελευταίο πρίγκιπα του Πριγκιπάτου Τσεντουριόνε Β΄ Ζακαρία (Centurione II Zaccaria), ήταν μεγάλος. Τότε, μετά από απόφαση της Βενετίας, τοποθετήθηκαν στο χωριό και Αλβανοί έποικοι και το οχυρό συνέχισε να προστατεύεται από βενετική φρουρά μέχρι και την τελική πτώση του Δεσποτάτου. Μετά την κάθοδο των Τούρκων το 1500, δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για την τύχη του οχυρωμένου χωριού Προφήτη Ηλία των Φράγκων και των Βενετών.  

 Ο εντοπισμός της θέσης του

Στην αναζήτηση του οχυρού φραγκικού χωριού της Πυλίας Προφήτη Ηλία, θα πρέπει να εξετάσουμε τα τοπωνύμια της περιοχής αλλά και την κοινή μοίρα του με τα άλλα γειτονικά οχυρά χωριά του ίδιου φεουδάρχη, την Ικλαινα (Niklina ή Iklina) και τους Μύλους (Molini ή Molendini). Ετσι από τα τοπωνύμια μπορούμε να φθάσουμε στο χωριό Χανδρινού που παλιότερα ονομαζόταν Αγιος Ηλίας.

Στην κορυφή του βουνού πάνω από το χωριό, στα 616 μέτρα, υπάρχει σήμερα ένα μικρό πλάτωμα και ένα μικρό ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Στα νοτιοανατολικά του περιβόλου του μικρού ναού είναι εμφανή τα ερείπια της βάσης ενός στρογγυλού μεσαιωνικού κτίσματος, που θα μπορούσε να ήταν ένας οχυρός πύργος ή και μια βίγλα. Από εδώ ο έλεγχος της γύρω περιοχής είναι μοναδικός. Από τη νότια πλευρά του πλατώματος της κορυφής ελέγχονται τα περάσματα της Ζαρναούρας που οδηγούν στο χωριό Κυνηγού και την ενδοχώρα της Πυλίας, ενώ από τη βόρεια το πέρασμα από τα δυτικά παράλια της Μεσσηνίας προς την Καλαμάτα. Πραγματικά μοναδικό σημείο για τον έλεγχο όλης της περιοχής της Πυλίας και της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας. Από τη Χώρα και την Αγιά, τη Σφακτηρία και το Ναβαρίνο, τον Αγιονικόλα και τη Μεθώνη, τη Ζαρναούρα και τα χωριά της, το Λυκόδημο και στο βάθος το Μεσσηνιακό, όλα φαίνονται από εδώ σαν  σε μια αεροφωτογραφία. Σύμφωνα και με τις παρατηρήσεις και του Antoine Bon, εδώ πρέπει να ήταν ο Sancta Elia των Φράγκων.

 

Οι Μύλοι (Molini)

Ιστορία

Ενα ακόμη χωριό της φραγκοκρατούμενης μεσσηνιακής ενδοχώρας στην αρχή του 13ου αιώνα, στα όρια της Πυλίας με τη βενετική Μεθώνη, ήταν και οι Μύλοι (Molini ή Molendini). Ηταν και αυτό ένα από τα μικρά χωριά που οχυρώθηκαν από τους τοπικούς φεουδάρχες με μικρούς πύργους ή και μικρά κάστρα (casalia cum fortalicium). Στη μελέτη του “Τα σύνορα των ενετικών κτήσεων εν Μεσσηνία από του 13ου έως του 15ου αιώνος” (Μεσσηνιακά Γράμματα - τομ. Β΄, Καλαμάτα 1967) ο Antoine Bon αναφέρει ότι τότε δεν μπόρεσε να βρει σε κανένα χάρτη ή επιτόπου, χωριό με το όνομα Μύλοι, όπως δηλαδή θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά το Molini.

Μετά τη Συνθήκη της Σαπιέντζας τον Ιούνιο του 1209, οι βενετικές καστροπολιτείες, η Μεθώνη και η Κορώνη, χωρίζονταν από μια σειρά χωριών που παρεμβάλλονταν ανάμεσά τους σαν μια φραγκοκρατούμενη λωρίδα γης. Ομως όσο το Πριγκιπάτο ήταν ισχυρό, οι Βενετοί δεν είχαν ουσιαστικά αμυντικά προβλήματα αφού οι ομόδοξοι γείτονες τους εξασφάλιζαν τα σύνορα με τη μεσσηνιακή ενδοχώρα. Οταν όμως το Πριγκιπάτο άρχισε να παρακμάζει και να καταρρέει, ο κίνδυνος να εγκατασταθούν δίπλα στις βενετικές κτήσεις Γενουάτες ή Ελληνες του Δεσποτάτου ανάγκασε τη βενετική σύγκλητο, όχι μόνο να ισχυροποιήσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης, αλλά και να χτίσει ένα καινούργιο κάστρο στο Αβραμιού. Από το 1383, όταν το Παλιοναβαρίνο (Portus Zonci, Zoncli ή Zonchii) πέρασε στην ιδιοκτησία της τυχοδιωκτικής εταιρείας των Ισπανών της Ναβάρρας, η Βενετία άρχισε να φοβάται την πιθανή κατάληψή του από τους ανταγωνιστές της Γενουάτες. Ετσι εκτός από το Παλιοναβαρίνο, προσπάθησε με διαπραγματεύσεις να αποκτήσει και έναν μικρό αριθμό οχυρών χωριών (casalia cum fortalicium) γύρω του αλλά και ανάμεσα στις δύο καστροπολιτείες της. Τα κυριότερα από αυτά τα χωριά ήταν το Grisi, το Manticori, η Canata ή Lacanatia και η Cosmina.

Τελικά το 1423, το Παλιοναβαρίνο (Zonclo) μαζί με το Γρίζι (Grisi) και το Μαντιχώρι (Manticori) αγοράστηκαν από τη Βενετία πιθανότατα από τους Παλαιολόγους του Δεσποτάτου. Ετσι τότε, το 1423, η Βενετία εγκατέστησε φρουρά στο Παλιοναβαρίνο. Τον ίδιο χρόνο, μετά την ουσιαστική κατάρρευση των Φράγκων και αφού η γύρω περιοχή είχε πέσει στα χέρια των Ελλήνων του Δεσποτάτου του Μυστρά, οι Μύλοι μαζί με την Ικλαινα και τον Αγιο Ηλία μπήκαν στην προστασία της Βενετίας, αφού τότε προσφέρθηκαν από τον τελευταίο Φράγκο φεουδάρχη της περιοχής Αδάμ του Μελπινιάνο (Adam de Melpignano) στους Βενετούς της Μεθώνης. Από τότε παρέμεινε βενετικό οχυρό τουλάχιστον μέχρι την πτώση του Δεσποτάτου του Μυστρά. Ο Αδάμ του Μελπινιάνο είχε κληρονομήσει το φέουδο των τριών μικρών οχυρών χωριών από τον Αϊμό ή Αϊμονέτο του Σαν Τζιόρτζιο (Aimon ή Aymonetto de San Giorgio), που σαν έμπιστος του τότε πρίγκιπα της Αχαΐας Τσεντουριόνε Β΄ Ζακαρία (Centurione II Zaccaria), τα είχε στην κατοχή του από το 1414. Ετσι μετά τη χερσαία ενοποίηση των δυο βενετικών λιμανιών, η Βενετία μπορούσε να οριοθετήσει πια με μια γραμμή, τα βόρεια σύνορά των ενωμένων πια κτήσεών της. Γείτονές της ήταν τώρα οι Ελληνες του Δεσποτάτου του Μυστρά. Αυτά η συνοριακή γραμμή θα εκτεινόταν από τους Μύλους (Molini) στα δυτικά, μέχρι την Cosmina στα ανατολικά.

Ο εντοπισμός της θέσης του

Ομως θα προσπαθήσουμε πάλι να προσδιορίσουμε τη θέση των Μύλων από τα ντοκουμέντα και τη μορφολογία του εδάφους αλλά και τη μελέτη διαφόρων εγγράφων και μεσαιωνικών χαρτών της περιοχής. Επειδή η θέση των Μύλων στην Πυλία δεν είναι γνωστή, θα πρέπει να την εντοπίσουμε με μια σειρά συλλογισμών και υποθέσεων.

Θα ξεκινήσουμε από την αναφορά του Νίκολα ντε Μπογιάνο (Nicolas de Boiano) στην Μαρία του Μπουρμπόν (Marie de Bourbon) το 1364. Αυτή η αναφορά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Μεσσηνία, αφού τοποθετεί σε αυτή τη βαρονία του Νιβλέ (Nivelet) και δίνει πολλά τοπωνύμια εκείνης της εποχής: Mayna, Pila, Prothi, li Molini & Archi, la Cannata, Crusuna, Zincinicza ή Cinciricza, lu Grisu και το βουνό του Santa Lya. Βέβαια, μερικά από αυτά (Archi, Crusuna, Zincinicza ή Cinciricza), είναι σήμερα άγνωστα, ενώ τα υπόλοιπα θα μπορούσαν με κάποιες λογικές υποθέσεις να αναγνωριστούν. Θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βαρονίας, στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας. Κι αυτό γιατί αφού όπως θα δούμε, το li Molini ήταν οι Μύλοι της Γιάλοβας, αν το Mayna είναι το Μανιατοχώρι του Νίκολα Β΄ του Σεντ Ομέρ (Nicolas II de St Omer), το Pila αποδίδει την Πύλα, το Prothi την Πρώτη, το la Cannata τη Λαχανάδα, το Grisu το Γρίζι και το βουνό του Santa Lya τον Προφήτη Ηλία στου Χανδρινού, τότε γιατί να μη δεχθούμε ότι και τα άλλα άγνωστα τοπωνύμια της αναφοράς του Νίκολα ντε Μπογιάνο θα μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια περιοχή;

Ομως, σε μια άλλη λίστα του “ψευδοπρίγκιπα” Αμέντε της Σαβοΐας (Amédée de Savoie) του 1391, αναφέρεται το La Molines που ανήκει στον Γιόχαν Μιζίτο (Johant Misito), όπως προκύπτει από το II πίνακα του K. Hopf: Ο Βικάριος κρατά τους Μύλους του Γιόχαν Μιζίτο (La Molines le Vicaire la tient et fu de Johant Misito…). Ομως αυτό το La Molines της λίστας του 1391 δεν είναι το ίδιο με το li Molini της αναφοράς του Νίκολα ντε Μπογιάνο του 1364. Το La Molines του 1391 είχε αναγνωρισθεί από τους Νικόλαο Πολίτη και Σωκράτη Κουγέα σαν η βαρονία των Μύλων, στο Αλμυρό. Αυτή η διάκριση των δυο σχεδόν συνώνυμων τόπων πρέπει να γίνει για να λυθεί και η σύγχυση που επικρατεί για τoν σωστό προσδιορισμό της θέσης των Μύλων, μεταξύ των li Molini της Πυλίας και του La Molines του Αλμυρού της Μάνης. Αλλωστε το τοπωνύμιο Μύλοι (Molini στα ιταλικά ή Molines στα γαλλικά) ήταν αρκετά συχνό και στη μεσαιωνική Μεσσηνία.

Αφού οι θέσεις της Ικλαινας και του Αγίου Ηλία είναι σήμερα γνωστές, η θέση των Μύλων θα πρέπει να αναζητηθεί κάπου πολύ κοντά τους και να στηριχθεί με τη μελέτη χαρτών και εγγράφων της εποχής όσο το δυνατόν πιο κοντά στο τέλος της Φραγκοκρατίας. Ετσι, στο ναυτικό χάρτη (portolan) του 1540 του Battista Agnese, η θέση των Μύλων (Molini) ήταν, όπως άλλωστε αναμένεται και από την οριοθέτηση του 1423, στο νότιο άκρο του κόλπου του Ναβαρίνου, κοντά στο χείμαρρο Ξεριά που όριζε και παλιότερα τα βορειοδυτικά όρια των βενετικών κτήσεων, μετά τη Συνθήκη της Σαπιέντζας τον Ιούνιο του 1209.

Στα “Mνημεία Ελληνικής Ιστορίας” του Κωνσταντίνου Σάθα (Τόμος ΙΧ, Παρίσι 1890) υπάρχει μια λιθογραφία, ένας χάρτης: “Carte de la Moree”, Venise, Lith. L. Paganin, Bibliotheque R. de St Marc, Class. IV. cod. LXII). Σε αυτόν το χάρτη του τέλους του 15ου αιώνα, μεταξύ των άλλων εντοπίζεται η θέση των Μύλων, στην περιοχή του Ναβαρίνου, σαφώς κάτω από την Ικλαινα.

Επίσης μια γκραβούρα του 1572 από τον Τζιανφραντζέσκο Καμότσο (Gianfransesco Camocio), υποδεικνύει και αυτή με σαφήνεια τη θέση των Μύλων της Πυλίας. Στη γκραβούρα αυτή με θέμα τον αποκλεισμό της Μεθώνης από το στόλο του Δον Ζουάν (Don Juan) το 1572, “το πραγματικό πορτρέτο της τοποθεσίας της Μεθώνης και του Ναβαρίνου στην επαρχία του Μοριά” (“Il vero ritratto del sito di Modone et Navarino nella provincia della Morea”), στην απόδοση με μελάνι της περιοχής της Μεθώνης αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, παράπλευρα εντοπίζεται και η θέση των Μύλων.

Σε αυτή την γκραβούρα, ο Καμότσο περιορίζεται στην παράθεση των θέσεων των αντιπάλων στόλων στον όρμο της Μεθώνης και στο Πόρτο Λόνγκο (Porto Longo) της Σαπιέντζας ενώ απεικονίζει αδρά και το κάστρο της Μεθώνης. Σε αυτήν την γκραβούρα όμως, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αποτύπωση της γύρω περιοχής. Στην πάνω αριστερή γωνία εικονίζεται η Πρώτη (Prodano) και λίγο πιο κάτω η Σφακτηρία, ο όρμος του Ναβαρίνου και το κάστρο του Παλιοναβαρίνου (Navarino). Στην ενδοχώρα, διακρίνεται η περιοχή ανάμεσα σε δυο ποτάμια (Voidocilo και Armiro) που καταλήγουν στον όρμο του Ναβαρίνου και που ο Καμότσο ονομάζει Pila. Σημαντική όμως εδώ είναι η ονομασία Molini (= Μύλοι) δίπλα σε παραπόταμο του Voidocilo, που αντιστοιχεί στο οχυρό χωριό των Μύλων της φραγκοκρατίας. Από αυτή τη γκραβούρα λοιπόν και κυρίως από τα ποτάμια που φαίνονται να εκβάλλουν στον όρμο του Ναβαρίνου, προσδιορίζεται και η θέση των Μύλων (Molini) κοντά στη σημερινή Σχινόλακκα, βορειοανατολικά της Γιάλοβας.

Αν προσπαθήσουμε σήμερα να βρούμε στην περιοχή της Πυλίας τους Μύλους της φραγκοκρατίας, θα πρέπει να οδηγηθούμε σ’ αυτούς από την ιδιαιτερότητα του εδάφους που μας οδηγεί στην περιοχή μεταξύ της Πύλας και της Σχινόλακκας. Εκεί, μεταξύ της Σχινόλακκας, της Στενωσιάς, των Μπαλοδημέικων και της Πύλας υπάρχει μια περιοχή, τα Παλιοχώρια, όπου συγκλείνουν πολλοί χείμαρροι και παλιότερα αλλά και σχετικά πρόσφατα (μέχρι και τη δεκαετία του 1970) λειτουργούσαν πολλοί νερόμυλοι. Κατά μήκος του μικρού ποταμιού του “Γιανούζαγα”, στα νοτιοανατολικά της Σχινόλακκας, στα “Κυπαρισσέικα” πηγαίνοντας για τον καταρράκτη του Καλαμάρη, υπάρχουν ακόμα τα ερείπια του μύλου του Κομμεσάριου, που είναι κτίσμα των αρχών του 1900 και βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με τους νερόμυλους των Φράγκων. Ομως αυτή η περιοχή στον καταρράκτη και δίπλα από το ποτάμι του Γιανούζαγα είναι αδρά αυτή που υποδεικνύεται από τη γκραβούρα του Καμότσο και φαίνεται να αντιστοιχεί στην περιοχή των Μύλων της Πυλίας στη φραγκοκρατία.

Επίσης, στη διοικητική διαίρεση της απελευθερωμένης Ελλάδας στα τέλη του 1835 και την ανασύσταση των Δήμων κατά το 1836, το σημερινό Κορυφάσιο και τότε Οσμάν-Αγά ήταν η πρωτεύουσα του “Δήμου Κορυφασίου”. Αυτός ο δήμος περιλάμβανε τα χωριά Οσμάν-Αγά (έδρα), Ικλαινα, Ρωμανού, Πετροχώρι, Σχινόλακα, Γουβαλογαρά (Σγράπα-Ελαιόφυτο), Πλάτανο, Ανω και Κάτω Παπούλια, Πισάσκι, τους συνοικισμούς Μύλοι, Κέλελι, Καραμανώλι και το ιχθυοτροφείο της Γιάλοβας. (ΦΕΚ αρ. φύλλου 80, 28 Δεκεμβρίου 1836, παράρτημα).

Ετσι για όλα τα παραπάνω, σε αυτή την περιοχή του συνοικισμού των Μύλων της Γιάλοβας θα πρέπει να τοποθετήσουμε και τους Μύλους (Molini) των Φράγκων, ενώ δεν θα πρέπει να συγχέεται το οχυρό χωριό των Μύλων της Πυλίας με τη βαρονία των Μύλων (baronie de Molines), που σωστά είχε τοποθετηθεί από τους Νικόλαο Πολίτη και Σωκράτη Κουγέα στο Αλμυρό, στην περιοχή του πύργου του “Παναγιώταρου” η πύργου των Καπετανάκηδων.

Η προσπάθεια του εντοπισμού της μεσαιωνικής γεωγραφίας της περιοχής της Πυλίας είναι σήμερα δύσκολη. Σίγουρα όμως η προσεκτική μελέτη των πηγών αλλά και η καλή γνώση του γεωαναγλύφου της περιοχής επιτρέπουν τον εντοπισμό της θέσης των χαμένων στο χρόνο μικρών οχυρωμένων οχυρών χωριών του 13ου-15ου αιώνα (Casalia cum fortalicium).