Σάββατο, 10 Οκτωβρίου 2020 11:19

Το σταφιδικό κίνημα και ο Τάσης Κουλαμπάς (251ο μέρος)

Το σταφιδικό κίνημα και ο Τάσης Κουλαμπάς (251ο μέρος)

Και η κατάσταση αυτή θα χειροτερέψει. Δεν μπορεί παρά να χειροτερέψει. Πριν λίγες μέρες απ' αφορμή τη σφαγή του Ηρακλείου, είχαμε πει πως με τέτοια κυβέρνηση αύριο ολόκληρη η Ελλάδα θα γίνει Ηράκλειο. Και αν για το Ηράκλειο υπήρχε η πρόσθετη «δικαιολογία» (!) ότι είνε «βενιζελικό» προπύργιο, τι να πούμε σήμερα για την «αντιβενιζελική» Πελοπόννησο;

Το συμπέρασμα βγαίνει μόνο του: μπροστά στη σπείρα των εκμεταλλευτών δεν υπάρχει παρά ο κόσμος της δουλειάς, αδιάφορο αν ζει στην Κρήτη είτε στην Πελοπόννησο, που πρέπει να ξεζουμίζεται και να σιωπά. Γιατί αν τολμήσει και μιλήσει θα δεχθεί το καυτό μολύβι που ο ίδιος πληρώνει!

Χάσμα αγεφύρωτο, μίσος θανάσιμο χωρίζει τον κόσμο της δουλειάς και τον κόσμο της κλεψιάς.

Και, ξεχωριστά για την αγροτιά της Πελοποννήσου, από τα αιματηρά γεγονότα βγαίνει ένα τεράστιο πολιτικό δίδαγμα: τη ματοκύλισε ο ίδιος ο μοναρχοφασισμός, που την παλινόρθωση του την παρουσιάζει σαν παράδεισο.

Το δίδαγμα έχει αξία για όλο το λαό: Έχουμε στη ράχη μια κυβέρνηση, που με ουσιαστικό αρχηγό τον αντεροβγάλτη Κονδύλη, την έκανε την Ελλάδα απέραντο σφαγείο. Από κανέναν δεν πρέπει να περιμένουμε σωτηρία. Εμπιστοσύνη πρέπει νάχουμε μόνο στην οργανωμένη δύναμή μας και στη μαχητική δράση μας. Και ούτε λεφτό να μην ξεχνάμε: ότι δίχως αγώνες και θυσίες, σαν τους αγώνες των σταφιδοπαραγωγών, ο λαός δεν θα βρει ποτέ το δίκιο του!

«Η τάξις αποκαθίσταται»! Ψευτιά και απάτη! Η εκμεταλλευτική έχιδνα απόχτησε από χτες στο πρόσωπο των σταφιδοπαραγωγών «καινούργιο» θανάσιμο εχθρό! Με τα πολυβόλα και την τρομοκρατία επιβάλλουν την τάξη!

Μα αλλοίμονό τους! Ανοιξαν καινούργιους λογαριασμούς αίματος! Και το αίμα μόνο με αίμα ξεπληρώνεται!

Ο στρατιωτικός νόμος οργιάζει στην Πυλία και την Τριφυλία! Ο σφαγέας των Ελλήνων Κονδύλης αποχτά καινούργιου τίτλους!

Ας ξεσηκωθούμε όλοι με μια φωνή:

- Ούτε τρίχα σταφιδοπαραγωγού μην πειραχθεί!

- Να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματά τους!

- Να σηκωθούν αμέσως όλα τα τρομοκρατικά μέτρα!

- Να φύγει από την Ελλάδα ο Κονδύλης, ο σφαγέας των Ελλήνων!

Ας βγάλουμε ένα συμπέρασμα από το καινούργιο αίμα: Την Ελλάδα μας την κατάντησαν τόπο βασανιστηρίων, λαϊκό εξοντωτήριο! Μας βρίζουν «χαμίνια» οι έκφυλοι και σαδιστές λακέδες των ξένων ληστών, αυτοί που τίποτε το ελληνικό δεν έχουν μέσα τους”.

Ο απεσταλμένος του «Ριζοσπάστη» στα Φιλιατρά, στέλνει μια ακόμη ανταπόκριση για το κλίμα που επικρατεί:

Φιλιατρά 29 Αυγούστου. Ωραία νύχτα, μαγευτική! Στην απέραντη πλατεία των Φιλιατρών οι θεόρατες ιτιές κι' ευκάλυπτοι ρίχνουνε τα πλούσια φυλλώματά τους σαν νεράιδες που χτενίζονται. Οι χάλκινοι σάτυροι του συντριβανιού χασκογελούνε και το νεράκι κελαρίζει.

Ωραία νύχτα: Υστερα από μια φλογερή μέρα, ύστερα από την ημέρα της μάχης και του συναγερμού!

Και τι δεν έγινε σήμερα στα Φιλιατρά. Οι μελαψοί σκλάβοι του κάμπου ξεχυθήκανε σαν χείμμαρος.

Η πόλη στα χέρια τους. Η εξουσία δική τους. Οι καμπάνες σκορπούσανε τον τρόμο στα τσιράκια της πλουτοκρατίας και στα παράσιτα του ΑΣΟ.

Ο ταγματάρχης Χωροφυλακής έφυγε τρομαγμένος.

- Φύγε σακαράκα που θα μας πεις «βυζανούδια».

Κι' εκείνος χλωμός σαν τ' αγιοκέρι, μονάχα τούτο πρόκανε να πει στριμωγμένος στο πρώτο αυτοκίνητο που βρέθηκε.

- Μωρέ τρόπος! Δεν είστε καθόλου ευγενείς.

Όσοι το ακούσανε χασκογελάσανε με την καρδιά τους και τον φασκελώσανε.

Στις αμέτρητες καρέκλες της πλατείας, κάτω από τα ηλεκτρικά, κάθονται μελαψοί δουλευτάδες του κάμπου. Τα πλατειά καπέλα τους είναι από τη φθηνότερη ψάθα. Οι καρδιές τους όμως κρύβανε θησαυρούς τόλμης και μαχητικότητας.

Είναι αυτοί που προχτές με τις δαιμονισμένες κλαγγές της καμπάνας, με ένα άγριο «αέραααα!» ριχτήκανε στην αστυνομία, σπάσανε κάγκελα, δείξανε τη γροθιά τους και απελευθερώσανε το Σωτήρη Κανελλόπουλο, υποψήφιο του Ενιαίου Μετώπου και καθοδηγητή τους στους αγώνες για το ψωμί τους.

Κι' ύστερα που τόνε πήρανε, άλλοι τόνε φιλούσανε, άλλοι τόνε χάιδευαν και όλοι μαζί τον ανεβάσανε στους ώμους και διαδηλώσανε.

Ο αστυνόμος κατάχλωμος έμεινε με το μάλιχνερ στα χέρια, έτοιμος να ρίξει, αλλά δεν έριξε.

Κι' από τότε αρχίζει η μαχητική τους πάλη κι' ο αγώνας ο δυνατός για να πάρουν τη σταφίδα τους απ' των ληστών τα χέρια.

Ως τη στιγμή αυτήνε περάσανε απ' το τραπέζι μου πάνω από 50 άνθρωποι. Όλοι μούπανε πράγματα που κάνανε την καρδιά μου να χορεύει. Και τώρα έχει σχηματιστεί μια παρέα γύρω μου από 30 ανθρώπους επάγγελματίες, εργάτες, σταφιδοπαραγωγούς, Χαλαζωνίτες, Κατσιμπαλαίους, Φιλιατρινούς.

Δεν θα κοιμηθούνε απόψε. Είναι σ' επιφυλακή όλος ο κόσμος.

Ένας γεροντάκος με ρωτάει πως πέρασα τη μέρα μου.

- Πως να την περάσω παπούλη, του λέγω, σας θάμαξα και σας καμάρωσα που αγωνιστήκατε σαν λεοντάρια.

Ένας επαγγελματίας δείχνοντας το μπαλκόνι που από εκεί μιλούσε το πρωί ο Κουλαμπάς, μούπε σαν συνεπαρμένος:

- Εκείνονε το γυαλάκια, εκείνονε το λεβέντη να θαυμάσεις κύριε. Αυτοί οι άνθρωποι που σηκώσανε από τους Γαργαλιάνους το λάβαρο της τίμιας πάλης, είναι σπουδαίοι. Ο Θεός μας τους έστειλε εδώ.

Ένας Χαλαζωνίτης παίρνει το λόγο:

- Κανένας Θεός δεν τους έστειλε. Μέσα από το αίμα μας είνε αυτοί. Παιδιά κι' αδέρφια μας που ισώσανε τη διχάλα του ΑΣΟ και την παρούσα του κράτους στο λαιμό τους.

Κι ο γέρος που άφησε στο μεταξύ το μυαλό του να ταξιδέψει στα παληά τα χρόνια, μίλησε με μια επιβλητική φωνή:

- Παιδιά μου, τέτοιους αρχηγούς δεν είχαμε ποτέ. Να τους υποστηρίξουμε με την καρδιά μας.

Δεν θα λησμονήσω ποτέ το χείμαρρο που κατέβαινε την Κυριακή το πρωί από το Χαλαζόνι και το Κατσίμπαλι. Δεν έμεινε κανένας στη σταφίδα. Κανένας στα χωριά. Από κάθε χτήμα περνώντας η διαδήλωση έριχνε το σύνθημα:

- 3.600 ή θάνατος!

Κι' απ' τις καλύβες αντηχούσε η απάντηση:

- 3.600 ή θάνατος!

Κι όλο πληθαίνανε οι ανθρώποι. Καταχρεωμένοι, χρόνια σκλάβοι στον ΑΣΟ, καρτερούσανε κάθε τόσο τον επιστάτη νάρθει στα αλώνια και να πει το «τετέλεσται» της ζωής τους. Για τούτο η οργή της ψυχής τους. Γι' αυτό και τα συνθήματα:

- Φωτιά αστον ΑΣΟ!

Να κάψουνε λένε τα γραφεία του ΑΣΟ, να πάνε στο διάβολο τα εντάλματα και να γλυτώσουν απ' τη δυστυχία.

Ο Κουλαμπάς όμως τους διαφωτίζει κάθε στιγμή:

- Ο δράκος βρίσκεται εκεί, στην Αθήνα. Τα δρακόπουλα είνε εδώ. Εμείς τώρα πρέπει να τσακίσουμε το κεφάλι του δράκου. Γι' αυτό θέλει να ενωθούμε γερά. Ν' αγωνιστούμε μέχρι θανάτου.

Η νύχτα όσο προχωρεί τόσο και πιο μαγευτική γίνεται. Τ' αστέρια λάμπουνε στον ουρανό σμαραγδένια. Αλλά είνε ώρα για το τηλέφωνο. Γι' αυτό καλονυχτίζω τους καλούς μου φίλους που μου σφίγγουν το χέρι.

Νίκος Κόκκινος» (1215)


(1215) «Ριζοσπάστης» 29/8/1935