Ο ψυχρός ορθολογισμός είχε αρχίσει από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου να υπονομεύει την ολύμπια θρησκεία που είχε πάψει να θερμαίνει τις καρδιές των ανυπεράσπιστων θνητών, να τις γεμίζει με πίστη και ελπίδα για μια, έστω μετά θάνατο, καλύτερη ζωή. Μέσα στα σύνορα του απέραντου βασιλείου είχαν ενωθεί πολλοί λαοί της Ανατολής με ποικίλες θρησκευτικές δοξασίες που ασκούσαν ισχυρή επιρροή στον πληθυσμό, υπονομεύοντας τη δύναμη του δωδεκάθεου, ενώ νέες παρήγορες θεότητες, όπως η αιγυπτιακή mater dolorosa, η εξελληνισμένη Ίσιδα, είχαν ήδη εγκατασταθεί στην ελλαδική και την ιταλική χερσόνησο.
Δεν ήταν μόνο ο Μουσαγέτης Φοίβος, ο μέγας των Δελφών θεός, που δεν είχε πια ούτε ιερή καλύβα, ούτε μαντική δάφνη, ούτε πηγή με ανθρώπινη λαλιά, σύμφωνα με τον περιβόητο χρησμό, έστω και πλαστό για ορισμένους, που είχε λάβει ο Ορειβάσιος, ο λόγιος προσωπικός γιατρός του άτυχου και παρεξηγημένου αυτοκράτορα, του Ιουλιανού:
Είπατε τω βασιλεί χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά.
ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην
ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.
Ο Ιουλιανός είχε μεγαλώσει στη Νικομήδεια με τη φροντίδα του εκεί επισκόπου, βαφτίστηκε χριστιανός και χειροτονήθηκε και «αναγνώστης», δηλαδή ιερέας ή κοσμικός που διάβαζε χωρία από την Αγία Γραφή στους Ευκτήριους Οίκους των πρώτων χριστιανών της Νικομήδειας, όπως ο «αναγνώστης Παράμονος» του Ευκτήριου Οίκου του 4ου αιώνα μ.Χ. της αρχαίας Μεσσήνης, κατοικίας του πρώτου επισκόπου Μεσσήνης Θεόδουλου. Ο Ιουλιανός γνώρισε και τον παγανισμό στην Αθήνα, όπου συνάντησε φωτισμένους φιλοσόφους, μεταξύ άλλων τον μη χριστιανό, επιστήθιο φίλο του Λιβάνιο. Ως αυτοκράτορας παρουσιάζεται υποστηρικτής των αρχαίων Ελλήνων τελικά. Το δράμα της προσωπικότητας, της ζωής του και του πρόωρου θανάτου του στη μάχη ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει ιστορικούς και λογοτέχνες. Ο Καβάφης στα έξι, όχι πολύ γνωστά, ποιήματά του με θέμα τον Ιουλιανό εκδηλώνει την αγάπη του για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, διαφωνώντας με τον αυτοκράτορα κυρίως στην περί ηθικής αντίληψη του αρχαίου κόσμου.
Ο χρησμός που παραδόθηκε στον Ορειβάσιο για λογαριασμό του Ιουλιανού θεωρήθηκε ως η αρχή του τέλους των αρχαίων θεών, παρά την αντίθετη άποψη του Καβάφη, όπως αυτή εκφράζεται εμφατικά στο ποίημα του «Ιωνικόν»:
«Γιατί τα σπάμε τα αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Δεν ήταν μόνο ο Απόλλωνας που έσβησε σταδιακά, στερημένος από τα πανίσχυρα σύμβολα της μαντικής του εξουσίας, τον τρίποδα, τη δάφνη και την ίδια την Πυθία∙ ήταν και οι άλλοι θεοί. Κανείς αγρότης δεν προσφέρει πια το ένα δέκατο, ούτε καν το ένα εικοστό της εσοδείας του στη Μεγάλη Θεά της γης, τη Δήμητρα, και την πανέμορφη κόρη της, την Περσεφόνη που άρπαξε ο Πλούτωνας, ούτε και θυσιάζει για χάρη της καλοθρεμμένα γουρουνάκια. Κανένας δεν επιχειρεί να εξευμενίσει πια τον Δία του Υμηττού ή της Ιθώμης για βροχή με προσευχές και λιτανείες. Στου Ασκληπιού τα ιερά δεν συχνάζουν πια ασθενείς, ούτε κι αφήνουν ομοιώματα των άρρωστων μελών τους από πηλό, κερί ή μέταλλο όπως τα σύγχρονα μας τάματα. Ανεργοι έμειναν και οι γιατροί, δημόσιοι και ιδιωτικοί, ακόμα και οι αρχίατροι. Και η «μυριώνυμος» θεά, η Ίσιδα, που αγαπήθηκε ως Παναγία απ’ τους ταλαίπωρους θνητούς, σταμάτησε από καιρό να κάνει την εμφάνισή της στον επάνω κόσμο.
Είναι και ο τραγοπόδαρος θεός, ο Μέγας Παν, που πέθανε, όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος, ο Βοιωτός φιλόσοφος μύστης και ιερέας, παρά την αντίθετη άποψη του ποιητή μας Παλαμά (Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, 37):
«ο Μέγας Παν δεν πέθανε
όχι, ο Πάνας δεν πεθαίνει».
Κι όμως ο τραγοπόδαρος θεός έπαυσε από καιρό να συναντά κρυφά την Άρτεμη στον Λούσιο ποταμό, κανείς δεν απευθύνει πια ύμνο στο Πάνα, όπως ο Σωκράτης που κάθισε με τον αγαπημένο μαθητή του Φαίδρο κάτω από σκιερό πλατάνι, στο ειδυλλιακό ακόμη τότε τοπίο του Ιλισού, και τον επικαλέστηκε με αυτά τα λόγια τα σοφά και επίκαιρα για πάντα – λόγια που σέβομαι, ασπάζομαι και ακολουθώ πιστά:
«Πάνα μου αγαπημένε και όλοι οι Θεοί εσείς τριγύρω
δώστε να γίνω όμορφος στον από μέσα κόσμο μου,
κι όσα στην εξωτερική μορφή μου έχω με τα από μέσα μου
να’ ναι συμφιλιωμένα, και πλούσιο να θεωρώ μονάχα τον σοφό.
Όσο για του χρυσού το πλήθος είθε να είναι τόσο
όσο μονάχα ο σώφρων άνθρωπος να δύναται να φέρει».