Διάφορες όμως ανεπίσημες στατιστικές που ανακοινώθηκαν και δω στο Συνέδριο, παρουσιάζουν την κατανομή του σταφιδικού κλήρου μεγάλη, έτσι που τα 85-90% από τους παραγωγούς δεν έχουνε στην ιδιοκτησία τους παραπάνω από 5-10 στρέμματα και ένα 3% έχουνε από 30 στρέμματα κι’ απάνω. Αν οι υπολογισμοί αυτοί είνε σωστοί – και φαίνεται πως είνε – τότες αμέσως το πρόβλημα φωτίζεται πολύ έντονα από την κοινωνική του πλευρά και γίνεται αμέσως κατανοητό πως κάθε λύση που δεν εξασφαλίζει τον απόλυτα αναγκαίο πόρο ζωής στους μικρούς ιδιοχτήτες και καλλιεργητές που παράγουνε κατά μέσο όρο 5 χιλιόλιτρα το χρόνο, είνε λύση κοινωνικά ανεφάρμοστη.
Γιατί αν σ’ αυτόν τον καλλιεργητή που δουλεύει ο ίδιος με την οικογένειά του το χτήμα του δεν δώσουμε το ελάχιστο 3-3.500 δραχμές το χιλιόλιτρο, δηλαδή το λιγότερο 15 χιλιάδες δραχμές, όπου αφαιρώντας τα πραγματικά έξοδα καλλιέργειας (θειάφι, θειϊκό χαλκό, λιπάσματα κτλ.) δεν του μένουμε για τα μεροκάματα τα δικά του και της οικογένειάς του παρά μόνο 12 χιλιάδες δραχμές το χρόνο, που απ’ αυτές πάλι πρέπει να αφαιρεθούν και τα τοκοχρεωλύσια και οι τόκοι των δανείων, που βαραίνουν όλα σχεδόν τα χτήματα, δεν του εξασφαλίζουνε ούτε το ξεροκόμματο του ψωμιού, που του χρειάζεται να μην πεθάνει.
Και τότες βέβαια θ’ ακούσουμε την κραυγή “Τρεις χιλιάδες ή θάνατος!”. Και η κραυγή αυτή είναι ολότελα πραγματική και τραγική, γιατί αληθινά τον παραμονεύει τον παραγωγό και την οικογένειά του η εξαθλίωση, η πείνα, η αρρώστια και ο θάνατος.
Απ’ αυτό και μόνο φαίνεται πόσο αστήριχτη, ανεφάρμοστη και εγκληματική είνε η λύση που προτείνει η επιτροπή να δοθούν φέτος 2.035 το χιλιόλιτρο για τη σταφίδα. Αληθινή φωτιά σε πυριτιδαποθήκη. Απ’ αυτή την κατάσταση ακόμη του σταφιδικού κλήρου, αν πάρουμε μάλιστα υπ’ όψη μας ότι τα χτήματα με τις διαδοχικές κληρονομικές μοιρασιές είνε μοιρασμένα σε πολύ μικρές εχτάσεις, από 1, 2 και 3 στρέμματα και σε διάφορες τοποθεσίες, φαίνεται πόσο αστήριχτη είνε κάθε ιδέα για εκρίζωση των σταφιδαμπέλων.
Τη στιγμή που δεν εξασφαλίζουμε κανένα άλλο προϊόν, που σε τόσο μικρό και κομματιασμένο κλήρο να εξασφαλίζει το εισόδημα που δίνει σήμερα η σταφίδα με όλη την κρίση της, είνε ανόητο, μάταιο και εγκληματικό να γίνεται λόγος για εκρίζωση τουλάχιστο στους κλήρους κάτω από 10 στρέμματα.
Μόνο σε ιδιοχτησίες σταφίδας πάνω από 20 στρέμματα θα μπορούσε να γίνει λόγος για προαιρετική εκρίζωση και πάλι αν εξασφαλιστούν ορισμένες προϋποθέσεις που να μη ζημιώνουν τον παραγωγό. Απεναντίας σε μικρούς ιδιοχτήτες κάτω από 10 στρέμματα θα έπρεπε να επιτρέπεται ελεύτερα το φύτεμα, ώσπου να έχουνε το όλον 10 στρέμματα σταφίδα.
Αυτή είνε η βαρύτητα του πρώτου συντελεστή του προβλήματος, του παραγωγού, και αυτόν πρέπει νάχουμε μπροστά μας σε κάθε λύση που θα προτείνουμε.
Και ας έρθουμε τώρα να εξετάσουμε το δεύτερο συντελεστή του προβλήματος, το ίδιο το προϊόν, τη σταφίδα.
Σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς σ’ όλη την Πελοπόννησο καλλιεργούνται 575.000 στρέμματα με κορινθιακή σταφίδα και το σύνολο της παραγωγής, αν πάρουμε ένα μέσον όρο από τα έξη τελευταία χρόνια, δεν βγαίνει παραπάνω από 280 εκατομμύρια ενετικές λίτρες ή 280 χιλιάδες ενετικά χιλιόλιτρα (το κάθε χιλιόλιτρο έχει 375 οκάδες).
Αν πάρουμε μόνο την περσινή χρονιά έχουμε 317 εκατομμύρια λίτρες. Γι’ αυτό επειδή με τις νέες φυτείες που έγιναν και με τη χρήση λιπασμάτων προβλέπεται μια αύξηση του μέσου όρου της παραγωγής, μπορούμε σήμερα να στηρίξουμε τους υπολογισμούς μας σε μέση παραγωγή από 300 εκατομμύρια ενετικές λίτρες το χρόνο.
Η σταφίδα αυτή δεν είνε όλη της ιδίας ποιότητας. Οι καλύτερες ποιότητες βγαίνουνε στην Αιγιαλεία, οι χειρότερες στον κάμπο της Μεσσηνίας. Η παραγωγή καλύτερης ποιότητας εξαρτιέται βέβαια και από φυσικούς όρους (έδαφος, κλίμα) εξαρτιέται όμως και από την περιποίηση.
Στη σταφίδα συντρέχει και τούτο. Οπου γίνονται καλύτερες ποιότητες εξ αιτίας των φυσικών όρων, εκεί γίνεται και η καλύτερη περιποίηση. Την ξηραίνουνε στην σκιά, σε αλώνια περιποιημένα, σε καλαμωτές, έχουνε σταφιδόπανα κλπ. Οπου γίνονται κατώτερες ποιότητες και η περιποίηση είνε λιγώτερη, την ξηραίνουν απάνω στο χώμα, δεν έχουνε σταφιδόπανα. Από την άλλη μεριά οι καλές ποιότητες έχουνε μικρότερη παραγωγή κατά στρέμμα, απάνω κάτω 500 λίτρες ενετικές, ενώ στη Μεσσηνία ο μέσος όρος είνε 650 λίτρες το στρέμμα. Ετσι η μεγαλύτερη παραγωγή ισοφαρίζει την κατώτερη τιμή, που παίρνουν οι κατώτερες ποιότητες. Αυτό όμως δεν σημαίνει, πως και οι κατώτερες ποιότητες δεν μπορούν να καλυτερέψουνε με καλύτερη περιποίηση. Είνε βέβαιο πως με καλύτερη περιποίηση όλη η κορινθιακή σταφίδα μπορεί να βγει στο εξωτερικό και να ξοδευθεί και για φαγώσιμη ακόμη αρκεί ν’ ανοίξουν τέτοιες αγορές. Γιατί και τούτο είνε βέβαιο πως οι εξωτερικές αγορές δεν ζητάνε μόνον καλές ή εξαιρετικές ποιότητες, ζητάνε και δεύτερες ποιότητες, για να τις αγοράζουν φθηνότερα. Και ακόμη είναι βέβαιο πως οι κατώτερες ποιότητες της κορινθιακής είνε ανώτερες από τις κατώτερες ποιότητες της Αυστραλιανής που μας συναγωνίζεται στην εγγλέζικη αγορά.
Είνε όμως και τούτο χαρακτηριστικό. Πως ύστερα από 40 χρόνια “προστασίας” της σταφίδας, ποτέ δεν δόθηκε συστηματική βοήθεια στον παραγωγό για να καλυτερέψει την ποιότητα της παραγωγής του και πως μόλις πριν από δύο χρόνια φρόντισε ο ΑΣΟ να αγοραστούνε δύο εκατομμύρια γιάρδες σταφιδόπανα. Και τόχει μάλιστα και καύχημά του. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των παραγωγών δεν έχει ούτε σταφιδόπανα, ούτε αλώνια περιποιημένα. Και ακόμη ένας αρκετός αριθμός από παραγωγούς που συνήθιζαν τα τελευταία χρόνια να παραδίνουν χλωρή τη σταφίδα τους, δεν έχουνε καθόλου αλώνια για να την ξηράνουν. Ωστε αν εφέτος ξαφνικά ο ΑΣΟ δεν παραλάβει χλωρή σταφίδα, όπως επρότειναν μερικοί, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ξέρουνε τι να κάνουν τη σταφίδα τους. Χρήσιμο είνε ακόμη να ξέρουμε πως ο μέσος όρος των καλλιεργητικών εξόδων κατά στρέμμα είνε περίπου 1.300 δραχμές, και απ’ αυτές 300 δραχμές περίπου αντιπροσωπεύουν έξοδα πραγματικά σε υλικά και οι υπόλοιπες αντιπροσωπεύουνε μεροκάματα.
Τα συμπεράσματα που βγαίνουνε από την επισκόπηση αυτή του δεύτερου συντελεστή, της σταφίδας, είνε πως έχουμε ένα πλούσιο και αποδοτικό προϊόν, που αν κατορθώναμε να το πουλήσουμε όλο στο εξωτερικό με μια κατώτερη τιμή 5.000 το χιλιόλιτρο που και σήμερα τις πιάνει, θα είχαμε ένα αληθινό ποτάμι χρυσού, που θα έμπαινε στον τόπο μας κάθε χρόνο και οι παραγωγοί της σταφίδας, και με το μικρότερο κλήρο τους θα μπορούσαν οπωσδήποτε να ζήσουνε μια ανθρώπινη ζωή.