Για να καταλήξει: «Μια θλιβερή επέτειος, μια ημερομηνία που χάραξε για πάντα το Νησί, ένας φάκελος ερμητικά κλεισμένος αλλά η ιστορία και η μνήμη δεν “διαγράφονται”. Ενα γεγονός που τροφοδότησε την αντεκδίκηση και τις ακρότητες στην απελευθέρωση, κάτι που συνέβη σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ο ανθρώπινος πόνος σεβαστός σε κάθε περίπτωση αλλά η ιστορία της κατοχής όσο και αν θέλουν κάποιοι να το κρύψουν ή να το παραποιήσουν έχει αντάρτες που πολέμησαν τους Γερμανούς και ταγματασφαλίτες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Ο Δήμος Μεσσήνης έχει υποχρέωση να τιμήσει τη μνήμη των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες. Αλλά διαχρονικά οι “άρχοντες” δεν τολμούν το αυτονόητο παγιδευμένοι στο κλίμα της δεκαετίας του 1950 και τις πολιτικές ενσωμάτωσης των ταγματασφαλιτών στον “εθνικό κορμό”. Υπόσχονται αλλά δεν τιμούν τη μνήμη εκείνων που αγωνίστηκαν εναντίον των κατακτητών Ιταλών και Γερμανών και των συνεργατών τους προδοτών και ταγματασφαλιτών.
Από διάφορες πλευρές εκφράζεται η άποψη “να μην ξύνουμε πληγές”. Η αποκατάσταση της ιστορίας δεν “ξύνει πληγές” και η αναφορά στην εθνική αντίσταση κατά των Ιταλών, Γερμανών και ντόπιων συνεργατών τους θα έπρεπε να αποτελεί στοιχείο αδιάσπαστης συνέχειας των αγώνων του ελληνικού λαού για την ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία».