Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Σίσυφος ήταν ο ιδρυτής της πανάρχαιας πόλης Εφύρας, που έμεινε αργότερα γνωστή ως Αρχαία Κόρινθος και ήταν και ο πρώτος βασιλιάς της. Ήταν γιος του Αίολου και της Εναρέτης και αδελφός του Σαλμονέα. Παντρεύτηκε την Πλειάδα, Μερόπη και απέκτησαν έξι παιδιά. Εγγόνια του ήταν ο Βελλεροφόντης και ο Μινύας, ο ιδρυτής του Ορχομενού. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομά της η πόλη της Κορίνθου, το οφείλει στον ομώνυμο ήρωα Κόρινθο, ο οποίος ήταν γιος του Μαραθώνα και μακρινός απόγονος του θεού Ερμή.
Ο Σίσυφος θεωρείται ως ο ιδρυτής του εμπορίου και της ναυτιλίας, αλλά ταυτόχρονα ήταν πανούργος. Πολλοί καλεσμένοι του, δολοφονήθηκαν από τον ίδιο, κάτι που εξόργισε τον Δία, επειδή ο Σίσυφος παραβίαζε κατάφωρα τον ιερό νόμο της Φιλοξενίας. Οι ανίερες αυτές πράξεις, του επέτρεψαν να παραμένει βασιλιάς της Εφύρας λόγω της σκληρότητας και του βίαιου χαρακτήρα του. Επίσης ο Σίσυφος μισούσε τον αδελφό του Σαλμονέα, και έστειλε αντιπροσωπεία στο Μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει με ποιον τρόπο, θα μπορούσε να απαλλαγεί απ’ αυτόν. Το Μαντείο του σύστησε να παντρευτεί την ανηψιά του και κόρη του Σαλμονέα, την Τυρώ. Ο χρησμός έλεγε ότι τον Σαλμονέα θα τον θανατώσουν τα παιδιά της Τυρούς, που θα ήταν και παιδιά του Σίσυφου. Πραγματικά, ο Σίσυφος παντρεύτηκε την Τυρώ και έκανε μαζί της δύο γιους. Όταν η Τυρώ έμαθε την αλήθεια για τον χρησμό, σκότωσε τους γιους της για να γλυτώσει η ζωή του πατέρα της. Ο Σαλμονέας όμως είχε ήδη σκοτωθεί από τον Δία, επειδή θεωρούσε τον εαυτό του ίσο με τους θεούς και ο Δίας τον χτύπησε με έναν κεραυνό.
Ακόμα ένας μύθος ακολουθεί τον Σίσυφο. Αφορά την κλοπή του κοπαδιού του, από τον κλέφτη Αυτόλυκο. Ο Σίσυφος ήθελε όμως να τον πιάσει επ’ αυτοφώρω. Έδεσε μολυβένιες σφραγίδες στις οπλές των ζώων που έγραφαν «με έκλεψε ο Αυτόλυκος». Ακολουθώντας τα ίχνη του κοπαδιού ξεμπρόςτιασε τον Αυτόλυκο. Στη συνέχεια του μύθου ο Σίσυφος συνδέεται με τον Οδυσσέα, αφού ι Σίσυφος αποπλάνησε την κόρη του Αυτόλυκου, την Αντίκλεια. Αυτή γέννησε τον Οδυσσέα, οπότε, σύμφωνα με αυτόν τον μύθο, ο ομηρικός ήρωας ήταν πραγματικός απόγονος του Σίσυφου, και όχι του Λαέρτη,
Ο Σίσυφος, εκτός από κακός ήταν όμως και ….ρουφιάνος. Ο Δίας είχε απαγάγει την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Πέρασε από την Εφύρα και τη μετέφερε στο σημερινό νησί της Αίγινας για να τη βιάσει. Όμως τους είχε δει ο Σίσυφος. Όταν έφτασε στην Εφύρα ο Ασωπός αναζητώντας την κόρη του, ο Σίσυφος προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημα της λειψυδρίας της περιοχής της Κορίνθου, πρόδωσε τον Δία, με αντάλλαγμα ο Ασωπός να του μεταφέρει μια πηγή του, πάνω στον Ακροκόρινθο. Ο Δίας, μετά την προδοσία, εξοργισμένος με τον Σίσυφο, διέταξε τον Θάνατο να τον αλυσοδέσει για να τον παραλάβει ο Τάρταρος. Ο Σίσυφος, έκπληκτος αφού δεν τον παρέλαβε ο Χάροντας για να τον κατεβάσει στον Κάτω Κόσμο, ζήτησε από τον Θάνατο να του δείξει πως έδενε τις αλυσίδες. Κατάφερε να τον ξεγελάσει και να τον αλυσοδέσει. Αφού αλυσόδεσε τον Θάνατο, κανείς δεν πέθαινε πια. Αυτό εξόργισε όμως τον θεό του πολέμου Άρη, επειδή δεν σκοτώνονταν οι στρατιώτες στις μάχες και συνεπώς αυτός δεν είχε κανένα ρόλο. Έτσι ο Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο και του παρέδωσε τον Σίσυφο. Σε μια άλλη εκδοχή, οι άνθρωποι γερνούσαν, υπέφεραν σκληρά από τις αρρώστιες και τους πόνους, αλλά δεν πέθαιναν. Οι θεοί απείλησαν τον Σίσυφο ότι θα υποφέρει τόσο πολύ, που θα παρακαλάει να πεθάνει. Τότε ο Σίσυφος αναγκάστηκε να ελευθερώσει τον Άδη.
Πριν πεθάνει, ο Σίσυφος ζήτησε από τη σύζυγό του Μερόπη να ρίξει το πτώμα του στην πλατεία της Εφύρας. Το γυμνό σώμα του παρασύρθηκε από εκεί στις όχθες του ποταμού Στύγα κι έτσι ο πανούργος Σίσυφος έφτασε στον Άδη. Εκεί παραπονέθηκε στην Περσεφόνη, ότι η σύζυγός του παραμέλησε να αποδώσει τις απαιτούμενες νεκρικές τιμές στο σώμα του και την παρακάλεσε να επιστρέψει στον άνω κόσμο για να γίνουν όλα σωστά. Το πνεύμα του Σίσυφου διαμαρτυρήθηκε στη σύζυγό του για την αμέλεια, και της ζήτησε να του κάνει μεγαλοπρεπή ταφή, όπως αρμόζει σε έναν βασιλιά αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε να επιστρέψει στον Άδη. Τελικά τον κατέβασε βίαια στον Άδη ο Ερμής.
Όλες αυτές οι πράξεις του ήταν ύβρεις για τους θεούς, που τον τιμώρησαν με μια αιώνια δοκιμασία:
«στον Άδη, να προσπαθεί διαρκώς να ανεβάσει έναν βράχο, κυλώντας τον προς την κορυφή ενός λόφου, που έμοιαζε με τον Ακροκόρινθο. Πάντοτε όμως, λίγο πριν φτάσει στην κορυφή, ο βράχος να φεύγει από τα χέρια του και να καταλήγει πάλι στους πρόποδες του λόφου, στην αρχή της αιώνιας δοκιμασίας του».
Το γονίδιο της αλαζονείας του Σίσυφου πέρασε και στον εγγονό του. Ο Βελλερεφόντης κατάφερε να δαμάσει τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο, αλλά και να σκοτώσει με τη βοήθεια των θεών τη Χίμαιρα, ένα αλλόκοτο πλάσμα με κεφάλι λιονταριού, κορμί κατσίκας και ουρά φιδιού. Και ο Βελλεροφόντης, όπως και ο παππούς του διέπραξε όμως ύβρη, αφού θέλησε ν’ ανέβει στον Όλυμπο με τον Πήγασο και να συμβιώσει με τους θεούς. Τιμωρήθηκε από τους θεούς με τραγικό τρόπο. Ο Δίας, θυμωμένος με την αλαζονεία του, έστειλε μια αλογόμυγα να τσιμπήσει τον Πήγασο, ο οποίος έριξε τον Βελλεροφόντη στο χώμα. Έτσι, αυτός έμεινε τυφλός και περιπλανήθηκε στη γη μέχρι το τέλος του.
(Στη φωτογραφία: Το μαρτύριο του Σίσυφου - Λεπτομέρεια από ελληνικό κρατήρα του 350 π.Χ. - Αρχαιολογικό Μουσείο, Napoli).
