Δευτέρα, 11 Αυγούστου 2014 19:50

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 8ο)

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 8ο)

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

 

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.  

Σ (συνέχεια)

 

στουρνάρι (το) είδος σκληρής πέτρας κόκκινου χρώματος που χρησιμοποιείται στην οδοποιία, μεταφορικά ο αγράμματος άνθρωπος.

στραβαρίδης (ο) ο άνθρωπος με στραβά πόδια.

στραβέγκλω (η) η μισόστραβη.

στραβόξυλο (το) ο ανάποδος άνθρωπος.

στραπατσάρω προκαλώ σοβαρή ζημιά ή καταστρέφω κάτι.

στράτα (η) μικρό και στενό δρομάκι, το περπάτημα του μικρού παιδιού.

στρατόνι (το) επίμηκες κομμάτι αμπελιού.

στράφι άδικα, ανώφελα.

στρεκλάου περπατώ παραπατώντας ζαλισμένος ή μεθυσμένος.

στριγγλιάτα (η) το φρεσκοπηγμένο τυρί.

στρίγγλος (ο) ο κακός και δύστροπος άνθρωπος.

στρινιάζω δυσανασχετώ.

στρούγγα (η) περιφραγμένος χώρος στον οποίο άρμεγαν ζώα.

στροφιάζουμαι πέφτω για ύπνο.

σφαλάγγι (το) η αράχνη.

συγκέσιο (το) το συνοικέσιο.

συγκυλιέμαι παλεύω και κυλιέμαι με κάποιον στο χώμα.

συγυράου τακτοποιώ

συμμαζωτάρι (το) υβριστική έκφραση για τον ξένο που έχει εγκατασταθεί κάπου.

συμπράγκαλα (τα) πολλά αντικείμενα μαζί.

συνερίζουμαι φιλονικώ.

σύξυλος άναυδος.

συχαρίκια (τα) το φιλοδώρημα που δίνεται σε αυτόν που φέρνει καλή είδηση, η αναγγελία του ονόματος του παιδιού που βαφτιζόταν στη μητέρα του.

συχώριο (το) κομμάτι ψωμιού που μοιράζεται στα μνημόσυνα.

σφάρδακλας (ο) ο βάτραχος.

σφαχτό (το) το προς σφαγή ζώο.

σφουγκάου σκουπίζω.

σώγαμπρος (ο) ο γαμπρός που συγκατοικεί με τα πεθερικά του.

σωθικά (τα) τα σπλάχνα.

σώνω / σώζω τελειώνω κάτι.

σωρώνω τοποθετώ σε σωρό.

 

Τ 

τάβλα (η) σανίδα, τραπέζι φαγητού.

ταβούλι (το) μουσικό όργανο, μεταφορικά το πρήξιμο.

ταή (η) το φαγητό.

ταμάμ ακριβώς.

ταμαχιάρης (ο) ο πλεονέκτης, ο δουλευταράς.

ταμπάνι (το) η αυστηρή επίπληξη.

ταμπάρο (το) το πρήξιμο.

ταμπλάς (ο) το εγκεφαλικό.

τανιέμαι σφίγγομαι

ταπίστομα ανάποδα, μπρούμυτα.

ταρακουνάω ταράζω δυνατά.

ταρναριστά λικνιστά, ταλαντευτά.

τάχα μήπως.

ταχιά αύριο.

τέζα το τέντωμα με μεταφορικές έννοιες "έπεσε τέζα" (πέθανε) την έκανε τέζα (έσκασε στο φαγητό).

τεμπελοχανάς (ο) ο τεμπέλης.

τέμπλα (η) μακρύ και λεπτό ραβδί με το οποίο τινάζουμε τις ελιές.

τέντα ανοιχτά όλα.

τέντζερης (ο) χάλκινη κατσαρόλα για μαγείρεμα.

τετοιώνω ρήμα χωρίς έννοια και συγχρόνως με πολλές αλλά απροσδιόριστες, υποδηλώνει αμηχανία ή ντροπή να εκφράσουμε μια ενέργεια.

τετραπέρατος (ο) ο πανέξυπνος.

τεψί (το) το ταψί.

τζαμιλίκι (το) το τζάμι.

τζαναμπέτης (ο) ο κακότροπος.

τζάντζαλο (το) ελαφρό και ευτελές ρούχο.

τζερεμές (ο) ο δύστροπος.

τζερεμετάου προκαλώ άδικη ζημιά.

τζιγέρια (τα) τα εντόσθια των αρνοκάτσικων που μαγειρεύονται.

τζοβαΐρι (το) το στολίδι.

τζόνι (το) το σπουργίτι.

τυλώνομαι χορταίνω.

τήρα κοίτα.

τίγκα γεμάτο σε σημείο ώστε να μην χωράει τίποτε άλλο.

τολάιστον τουλάχιστον.

τομάρι (το) δέρμα ζώου, μεταφορικά ο κακός άνθρωπος.

τορός (ο) ίχνη από πατημασιές ανθρώπων ή ζώων.

τουλούμι (το) το ασκί, μεταφορικά η μεγάλη βροχή ή το πολύ ξύλο.

τουλουπάνι (το) γυναικείο κεφαλομάντιλο.

τούμπα (η) μικρό εξόγκωμα του εδάφους, το γύρισμα ανάποδα.

τουμπάου(ω) κουτουλάω.

τουράκι (το) το πέτρινο πεζούλι στους δημόσιους χώρους.

τούρλα (η) η καμπυλωτή κορυφή λόφου ή βουνού, μεταφορικά η κορύφωση.

τουρλώνω παρουσιάζω κάτι φουσκωμένο.

τουρλόκωλα μπρούμυτα με τεντωμένο τον πισινό.

τόφαλος (ο) μεταφορικά ο ογκώδης, δυνατός.

τρα κει κοίταξε εκεί.

τράβα (η) καδρόνι της στέγης.

τραβολογάω τραβάω κάποιον χωρίς να το θέλει.

τραΐ (το) ο τράγος.

τραμουζάνα (η) μεγάλο γυάλινο μπουκάλι με επένδυση που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή αποθήκευση υγρών.

τρανός (ο) ο σπουδαίος.

τρατάρω κερνάω.

τράτο (το) το περιθώριο.

τραχανοχάφτης (ο) αυτός που τρώει λαίμαργα το κάθε τι.

τρεκλάου περπατώ παραπατώντας, ασταθώς.

τρεμοκουκουρίζω τρέμω πολύ από το κρύο.

τριβέλι (το) το τρυπάνι.

τριβελίζω ενοχλώ κάποιον ακουστικά.

τριβόλι (το) αγκαθωτός σπόρος.

τριδόνες (οι) η ανησυχία. 

τρικέρης (ο) ο σατανάς.

τρίμματα (τα) τα ψίχουλα.

τρισκατάρατος (ο) ο καταραμένος, ο διάβολος.

τριχιά (η) σκοινί από τρίχες.

τριψάνα (η) φαγητό με νερό, ξίδι, λάδι και τριμμένο ψωμί.

τροκάνι (το) το κουδούνι που κρεμούν στο λαιμό των αιγοπροβάτων.

τράμπα (η) η ανταλλαγή σε είδος.

τρουπώνω χώνομαι σε κάποιο μικρό χώρο, κρύβομαι.

τρουχάου(ω) τροχίζω.

τροχάλα (η) μικρή πέτρα ακανόνιστου σχήματος.

τσακάου τσακίζω, σπάζω κάτι με χτύπημα ή βίαιη κίνηση.

τσακίδι (άει) φύγε, χάσου.

τσακουμάκι (το) αναπτήρας με πέτρα και φιτίλι.

τσακώνω πιάνω γερά, συλλαμβάνω.

τσαλαβουτάω πατάω απρόσεκτα στα νερά.

τσαλαπατάω πατάω άτσαλα, καταστρέφω κάτι πολύτιμο.

τσαλαφός (ο) ο μισότρελος.

τσαμπουνάω φλυαρώ διαρκώς για το ίδιο πράγμα.

τσάμπουρο (το) ο σκελετός του σταφυλιού όπως μένει όταν παίρνουμε τις ρώγες.

τσαμπουρολογάω μαζεύω μικρές ποσότητες.

τσανάκα (η) η καρδάρα.

τσανακογλείφτης (ο) ο κόλακας.

τσαντίλα (η) πάνα για το στράγγισμα του τυριού, υφασμάτινο χοντρό σακί στο οποίο έμπαιναν και πιέζονταν για έκθλιψη οι ελιές, μεταφορικά η κατάσταση εκνευρισμού.

τσαπέλα (η) ξερά σύκα περασμένα σε βούρλο.

τσαπερδόνα (η) η πανέξυπνη νεαρή γυναίκα.

τσαρούχι (το) το παπούτσι των χωρικών από δέρμα που καταλήγει σε φούντα.

τσατάλια (τα) τα μυτερά άκρα διχάλας, κάθε προεξοχή με πολλές απολήξεις.

τσατουμάς (ο) μεσοτοιχία με καλάμι και πηλό.

τσάχαλο (το) μικρό σκουπιδάκι.

τσέλιγκας (ο) ο αρχιβοσκός.

τσεμπέρι (το) γυναικείο κεφαλομάντιλο.

τσέπι (το) το κέρατο.

τσερβέλο (το) το κεφάλι, το μυαλό.

τσιγκάκι (το) το τσίγκινο πώμα φιαλών ποτών ή αναψυκτικών.

τσιγκλάω πειράζω, σπρώχνω ελαφρά.

τσιγκλί (το) αιχμηρό εργαλείο με το οποίο καρφώνουν και κόβουν τα φραγκόσυκα.

τσικάου τσουγκρίζω τα ποτήρια.

τσιλάγρα (η) καυτή σταγόνα νερού ή λαδιού που πετάγεται όταν το φαγητό βράζει σε υψηλή θερμοκρασία.

τσίλικος (ο) ο όμορφος, αυτός με το γυαλιστερό δέρμα.

τσινάου κλοτσάω.

τσίνουρα (τα) τα βλέφαρα.

τσοκανάω χτυπάω με πέτρα, μεταφορικά κάθε σκληρό χτύπημα σωματικό ή λεκτικό.

τσουράπι (το) η κάλτσα.

τσιράκι (το) αυτός που κάνει υποτακτικά ό,τι του λέει κάποιος άλλος.

τσιτσίδι ολόγυμνος.

τσίτσα (η) μικρό ξύλινο δοχείο για κρασί.

τσιτώνω τεντώνω, στριμώχνω.

τσίφτης (ο) ο καλός χαρακτήρας.

τσότρα (η) το ξύλινο παγούρι.

τσουκάλι (το) πήλινο δοχείο μαγειρέματος.

τσουκλώνω στριμώχνω στη γωνία.

τσουλούφι (το) φούντα από τρίχες.

τσουλουφρίζω καίω ελαφρά τις άκρες των μαλλιών.

τσουλώνω σηκώνω όρθια τα αυτιά μου.

τσουμπλέκια (τα) πολλά και διαφορετικά οικιακά είδη.

τσουπώνω προσπαθώ σπρώχνοντας να χωρέσουν όσο γίνεται περισσότερα σε ένα χώρο, μεταφορικά η προσπάθεια να ταΐσω πολύ κάποιον.

τσούρμο (το) πολλοί άνθρωποι μαζί και ασύντακτα.

τσουτσουρώνομαι παίρνω δυνάμεις, αγριεύω και ετοιμάζομαι να επιτεθώ σε κάποιον.

τσόλι (το) το κουρέλι, το ευτελές ύφασμα, μεταφορικά ο ανυπόληπτος άνθρωπος.

τσόφλι (το) το περίβλημα του αυγού ή του καρπού.

τσουρούτικο το κοντό σε μήκος προκειμένου για ρούχο.

τύκλωσε γέμιζε ο τόπος με καπνό. 

τυλώνομαι χορταίνω.

τυροκομάου (ω): πήζω τυρί

 

Υ

ύψωμα (το) κομμάτι ψωμιού από την επιφάνεια του πρόσφορου, το οποίο κόβει ο παπάς σε αντίδωρα.

 

Φ

φαγανιάρης (ο) αυτός που τρώει πολύ.

φαγουλιάρικα (τα) τα σταφύλια που προορίζονται για επιτραπέζια χρήση.

φακιόλι (το) η πετσέτα του φαγητού.

φακλάνα (η) κακόφημη γυναίκα, η γυναίκα με πρόστυχο παρουσιαστικό, η γυναίκα με έντονες καμπύλες

φαλτσέτα (η) πολύ κοφτερό μαχαίρι με κυρτή λεπίδα με το οποίο χαράκωναν τη σταφίδα.

φανάρι (το) συσκευή φωτισμού, αλλά και έπιπλο από λαμαρίνα ή ξύλο ως πλαίσιο και λεπτό συρμάτινο πλέγμα για να παίρνει αέρα αλλά να μην μπαίνουν έντομα, στο οποίο φυλάσσονταν τρόφιμα.

φανερώματα (τα) η ανακοίνωση ευχάριστου γεγονότος, συνήθως συνοικεσίου, προς τους συγγενείς των δύο οικογενειών, το οποίο συνήθως γινόταν σε τελετή.

φαρμακίλα (η) η πίκρα.

φαρμακώνω δηλητηριάζω.

φαρσί άπταιστα και μεταφορικά γρήγορη ομιλία.

φέγγος (το) η λάμψη.

φεγγίζω αδυνατίζω πολύ, τόσο ώστε μεταφορικά με περνά το φως.

φεγγίτης (ο) μικρό παραθυράκι που επιτρέπει να περνάει λίγο φως.

φελάει ωφελεί.

φελί (το) ολόκληρο κομμάτι παστωμένου βακαλάου.

φέρμελη (η) γελέκο κεντημένο.

φέρτσα (η) λωρίδα χωρίς το δέρμα, μόνο με το λίπος του χοιρινού.

φηκάρι (το) η θήκη, μεταφορικά το πολύ στενό ρούχο.

φιδοπουκάμισο (το) το δέρμα του φιδιού που αποβάλλει κάθε χρόνο.

φιλεύω προσφέρω με αγάπη.

φιράδα (η) η σχισμή, η χαραμάδα.

φιρί φιρί γύρω-γύρω, κυρίως προκλητικά.

φιτιλιά (η) η υποκίνηση σε τσακωμό.

φκιασίδι (το) τα υλικά περιποίησης προσώπου γυναικών, τα στολίδια.

φλάμπουρο (το) η πολεμική σημαία.

φλέντζα (η) λεπτή φέτα από κάτι που τρώγεται.

φλέσουρα (τα) λεπτά σαρίδια, σκουπίδια συνήθως φυτικής προέλευσης.

φλόμος (ο) βολβός ή χόρτο που έτριβαν και έριχναν στο ποτάμι για να ζαλίζονται τα ψάρια και να τα πιάνουν.

φλομώνω ρίχνω φλόμο στο ποτάμι, έχω ζαλιστεί από τον πολύ καπνό ή την πολλή δουλειά.

φορτσάτος (ο) ο βιαστικός.

φόρτωμα (το) φορτίο ζώου με ένα σακί από την κάθε πλευρά, μεταφορικά ο τρόπος μέτρησης της ποσότητας των μεταφερόμενων αγροτικών προϊόντων με βάση τον εμπειρικό υπολογισμό για τη χωρητικότητα των μέσων που χρησιμοποιούσαν.

φορτωτήρα (η): διχαλωτό ξύλο που χρησιμεύει για το φόρτωμα των ζώων.

φορτωτριχιά (η): το τυλιγμένο σχοινί που κρέμεται μόνιμα στο σαμάρι και χρησιμεύει για το φόρτωμα.

φούγα (η) η έντονη διάθεση για κάτι.

φουμίζω ομορφαίνω.

φούρκα (η) ξύλινος διχαλωτός πάσσαλος, μεταφορικά και η κρεμάλα ή ο θυμός.

φουρκάδα (η) ξύλινο υποστήριγμα για φυτά.

φουρκαδιάζω τοποθετώ φουρκάδες στα φυτά.

φουρκίζω προκαλώ θυμό.

φουρκισμένος (ο) ο θυμωμένος.

 

φούρλα (η) η στροφή κάποιου γύρω από τον εαυτό του στο χορό.

Η συνέχεια την επόμενη Δευτέρα...