Κυριακή, 09 Νοεμβρίου 2014 09:00

Μια άλλη εικόνα για το Νησί στα τέλη του 19ου αιώνα

Μια άλλη εικόνα για το Νησί στα τέλη του 19ου αιώνα

Μια διαφορετική εικόνα για το Νησί την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα δίνει ο Γ. Π. Παρασκευόπουλος στο έργο του "Ταξίδια ανά την Ελλάδα". Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει το 1896 και προφανώς η επίσκεψη στην πόλη έχει γίνει αρκετά ενωρίτερα (στις αρχές της δεκαετίας αυτής κατά πάσα πιθανότητα). Η περιγραφή αυτή έχει τη δική της αξία, καθώς αποτελεί μία σύνοψη της δημοτικής θητείας των αδελφών Ιωάννη και Γεωργίου Καρατζά.

Το απόσπασμα που αφορά στη Μεσσήνη, έχει δημοσιευτεί από τον Μ. Φερέτο (1).
«Πέντε σιδηροδρομικά βήματα απέχει από τας Καλάμας, το πτωχόν, το δυστυχισμένο Νησί, κι εν τούτοις οιοσδήποτε δήμαρχος εάν εκατεδέχετο να το επισκεφθή διά να αντλήση διδάγματα από τον εκεί συνάδελφόν του, είχε να ιδή το Νησί ως δήμον με λαμπρά δημοτικά έργα, με κάποιαν ρυμοτομίαν, με δρόμους, με πλατείας, με καθαριότητα, με ανθρωπισμόν. Είναι βέβαια και ζήτημα φύσεως, διότι το Νησί ευρίσκεται πράγματι επί επιπέδου ευδρόμου, περιόπτου και ευθυτάτου· αλλά είναι και ζήτημα θελήσεως, ζήτημα φιλοτιμίας και ζήλου των αρχών, δημάρχων, πολιτών κ.λπ. Εχει το Νησί μίαν πλατείαν ευρυτάτην, ομοίαν της οποίας εις ουδεμίαν άλλην της Ελλάδος πόλιν να ιδής· αν μάλιστα την δενδροφυτεύσουν, την τετραγωνίσουν, την καλλύνουν με κανένα πήδακα ή και συντριβάνι, η πλατεία αυτή θα είναι εν από τα καλλίτερα πάρκα που μπορεί να φαντασθή κανείς δι’ ελληνικήν πόλιν. Επειτα έχει αποκτήση το Νησίον επί δημάρχου Ι. Καρατζά, του αειμνήστου, λαμπράν δημοτικήν σχολήν αρρένων, δημοτικήν αγοράν, επί δε του Γ. Καρατζά δημοτικόν κατάστημα, νεόδμητον, μεγαλοπρεπή ναόν βυζαντινού ρυθμού. Επιτέλους κάτι βλέπει κανείς συντελεσθέν επί των εκάστοτε δημοτικών αρχόντων του.
Σπουδαίου δ’ έργου την έναρξιν έμαθον, υδραυλικού μάλιστα, προς αποξήρανσιν στασίμων υδάτων, ελών άτινα συγκεντρώνει ο διαρρέων την Μεσσηνιακήν πεδιάδα ποταμός.
Αν δεν βαρύνεσθε ενωτισθήτε και ολίγους αριθμούς, δηλωτικούς της εκτάσεως της πεδιάδας ταύτης. Η πεδιάς αύτη αποτελείται εξ 120 χιλ. στρεμμάτων. Εκ τούτων το εν τρίτον είναι κατάφυτον, 10 χιλ. στρέμματα σπείρονται με αραβόσιτον, όσπρια και διάφορα κηπουρικά το δε υπόλοιπον μένει ακαλλιέργητον προς ανυπολόγιστον ζημίαν δημοσίου και ιδιωτών. Εννοείται δε ότι πρόκειται περί της καρποφορωτέρας πεδιάδος της Ελλάδος, διότι έκαστον στρέμμα σταφίδος παράγει 500-600 οκάδας σταφιδοκάρπου. Δηλαδή πρόκειται περί πραγματικού μεταλλείου όπερ διατελεί και θα διατελή χέρσον και άκαρπον, αφού οι εκάστοτε πολιτευταί των δεν κτυπούν το πόδι των εις τον υπουργόν να τους παράσχη πάσαν συνδρομήν, προκειμένου περί έργου ενδιαφέροντος ολόκληρον την επαρχίαν των.
Και η Μεσσήνη όπως ο Πειραιεύς, ο Βώλος, αι Καλάμαι κ.λπ. αρδεύεται από φρεάτων αρτεσιανών, είκοσι πέντε τον αριθμόν. Εκ τεσσάρων μάλιστα τοιούτων φρεάτων εις τόσω υπερβολικόν ύψος αναπηδά το ύδωρ, ώστε παριστά μεγαλοπρεπέστατον θέαμα το φαινόμενον. Το ύδωρ αυτό, εκτός της αφθονίας του, είναι και υγιεινότατον· απόδειξις η σιδηρά υγεία των κατοίκων, και η απελπιστική απενταρία των υγιεινολόγων της δοκτόρων. Θα ήτο δε η ποιότης του ασυγκρίτως ανωτέρα, εάν εξέλειπον και τα πέριξ της πεδιάδος λιμνάζοντα έλη».
Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η περιγραφή αυτή για την πόλη είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των Κορύλλου και Θεοχάρη. Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν άλλαξαν τα πράγματα από τη μια ημέρα στην άλλη, άλλωστε η θητεία των αδελφών Καρατζά είχε προηγηθεί, καθώς το 1891 εξελέγη δήμαρχος ο Δ. Φεσσάς. Φαίνεται πως στις δύο περιγραφές, οι επισκέπτες προβάλλουν με περισσότερο έντονο τρόπο τα σημεία που τους έκαναν εντύπωση στην πόλη.
Αυτό ισχύει για παράδειγμα στην αναφορά τους για τα "πολεοδομικά ζητήματα" όπου στην πρώτη περιγραφή προβάλλεται κυρίως η κατάσταση των δρόμων και των σπιτιών και στη δεύτερη οι ελεύθεροι χώροι.
Υπάρχουν όμως ζητήματα στα οποία εμφανίζεται πλήρης απόκλιση: Στην πρώτη περιγραφή (Κορύλλου-Θεοχάρη) το Νησί είναι "οικούμενον υπό [...] το πλείστον ευπόρων κατοίκων" και στη δεύτερη (Παρασκευόπουλου) αναφέρεται ως "πτωχόν και δυστυχισμένο". Ανάλογων ακροτήτων είναι η παρουσίαση του ζητήματος της καθαριότητας: Στην πρώτη περιγραφή οι δρόμοι της πόλης είναι "πλήρεις παντοειδών ακαθαρσιών" και στη δεύτερη παρουσιάζεται σαν πόλη "με καθαριότητα".
Το αυτό ισχύει και για τις σχέσεις των κατοίκων: Στην πρώτη περιγραφή οι Νησιώτες "αλληλοκτονούσιν", ενώ στη δεύτερη το Νησί είναι πόλη "με ανθρωπισμόν".
Η δεύτερη περιγραφή φαντάζει σαν απάντηση στην πρώτη, με κοινό σημείο μόνο αυτό που αναφέρεται στην ανάγκη αποξήρανσης του βάλτου για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής.
Και στις δύο περιγραφές, γίνεται αναφορά -διαφορετικής έκτασης- στη μεγάλη πλατεία. Φαντάζει αξιοπερίεργο για την εποχή εκείνη, αλλά φαίνεται πως πρόκειται για μία ιδιαιτερότητα στη διαμόρφωση της πόλης και των παραγωγικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της.
Αν γυρίσουμε κάπου 50 χρόνια πίσω και στην περιγραφή της κατάστασης που δημιουργήθηκε στους σεισμούς του 1846 από Νησιώτη, βρίσκουμε πως "οι άνθρωποι [...] λαβόντες επ’ ώμων τας αγίας εικόνας, εξήλθον μετά των ιερέων εις την θέσιν Αλώνια".
Πρόκειται για την κεντρική πλατεία της πόλης, η οποία φαίνεται πως από την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν κοινόχρηστος χώρος και χρησίμευε σαν τόπος αποξήρανσης των προϊόντων τα οποία παρήγοντο στην περιοχή (για το λόγο αυτό άλλωστε έφερε αυτό το όνομα). Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της περιοχής αυτής εξηγείται με λογικούς συλλογισμούς: Κατ’ αρχήν βρισκόταν σε ένα σημείο αρκετά ψηλό και δεν κινδύνευε από τις πλημμύρες. Η εδαφική περιφέρεια που δεν πλημμύριζε ήταν σχετικά μικρή και δεν υπήρχε πρακτικά η δυνατότητα να έχει ο καθένας το δικό του αλώνι, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της αποτελούσε χώρο κατοικιών. Ετσι ο χώρος βρέθηκε στην ιστορική διαδρομή με ιδιοκτήτη το δήμο και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά σαν πλατεία.
Για το θέμα αυτό ο Θεόδ. Τσερπές (2) γράφει:
«Από παληά οι παραγωγοί, τον Αύγουστο πρωτού αρχίσουν οι πλημμύρες του Παμίσου ξεφόρτωναν κάθε χρόνο τα καλαμπόκια της παραγωγής τους και τα ψιλοφάσουλα στην πλατεία που επωνομάστηκε των "αλωνίων" η οποία γέμιζε πέρα ως πέρα από τους σωρούς της παραγωγής του καθενός, ο οποίος έστηνε τότε το "γιατάκι" δίπλα και φύλαγε το σωρό του μέχρι να ξεραθεί καλά στον ήλιο αρκετές ημέρες […] Ολη αυτή η μεγάλη υπαίθρια φιέστα της δουλειάς, ο καθολικός συναγερμός των παραγωγών, κρατούσε περισσότερο από ενάμιση μήνα, και όταν τελείωνε άφηνε στην πλατεία γεμάτη με τσόφλια ενός μέτρου περίπου […] και ο δήμος έστελνε εργάτες τα έφτιαχνε σωρούς και τους έβανε φωτιά να ξανακαθαρίση η πλατεία. Στα 1920 περίπου απαγορεύτηκε η χρησιμοποίηση της πλατείας γι’ αλώνια».


1. Μ. Φερέτου "Μεσσηνιακά 1969-1970" (Γ. Π. Παρασκευόπουλου: "Ταξίδια ανά την Ελλάδα" - 1896)
2. Θεόδ. Τσερπέ "Ιστορία της πόλεως Μεσσήνης"