Κυριακή, 18 Ιανουαρίου 2015 09:03

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 8ο)

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 8ο)

Mικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

ΚΑΛΑΜΑΡΙΩΤΗ
ΚΑΛΑΜΑΡΙΩΤΗΣ
Ονομα ιστορικής οικογένειας του Νησιού, από τις πρώτες που έχουν καταγραφεί ήδη από το 16ο αιώνα, με μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη μέχρι το 19ο αιώνα.
Το πρώτο όνομα συναντάται σε έγγραφα του 1699 στα οποία απογράφεται η εκκλησιαστική περιουσία. Σε μια από τις αναφορές προς τις Ενετικές αρχές, ο «Ιωάνης Καλαμαριότης» ο οποίος στη θέση «Κουμαραίς» (Κουμαριές) είχε δωρίσει στη Μονή Βουλκάνου «αμπέλη αξινάριον 3».
Η οικογένεια Καλαμαριώτη θεωρείται ως η μια από τις δύο ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων που εμφανίστηκαν στον 18ο αιώνα στο Νησί (η άλλη ήταν η οικογένεια Δαρειώτη). Είναι μια από τις πρώτες προυχοντικές οικογένειες που εμφανίστηκαν στην προετοιμασία της Επανάστασης του 1821. Το όνομα «Καλαμαριώτης» συναντάται το 1807 σε αναφορά προκρίτων της Πελοποννήσου προς τον Μέγα Ναπολέοντα «διά της οποίας εζητείτο η ενίσχυσις του αυτοκράτορος προς επανάστασιν των Ελλήνων της Πελοποννήσου». Εικάζεται ότι πρόκειται για το Δημήτριο Καλαμαριώτη ο οποίος σε έγγραφα του Κώδικα Μονεμβασίας εμφανίζεται ως πρόκριτος που βεβαιώνει για την οικογενειακή κατάσταση Νησιωτών το 1809.
Ο Δημήτριος Καλαμαριώτης διέθετε πλούτο και επιρροή όπως προκύπτει από εμπιστευτική έκθεση του Παπαφλέσσα προς την Φιλική Εταιρεία. Σε αυτήν χαρακτηριζόταν ως φυσικός ηγέτης της επαρχίας Νησίου, ενώ κατά τον Φιλήμονα ήταν αρχηγός τουλάχιστον 1.000 ενόπλων. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Νησί στις 19 Ιουλίου 1819.
Ο αδελφός του Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης ήταν από τους ισχυρότερους προεστούς του Νησιού κατά την προεπαναστατική περίοδο οπότε και διετέλεσε επιστάτης της περιοχής. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και εργάστηκε για την προετοιμασία της Επανάστασης συγκεντρώνοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια σε ασφαλείς χώρους. Τα δύο αδέλφια διέθεσαν για τον σκοπό αυτό 20.000 γρόσια, ποσό εξαιρετικά μεγάλο εκείνη την εποχή.
Με την έναρξη της Επανάστασης ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης πήρε μέρος στην πολιορκία της Κορώνης. Οπως βεβαίωναν το 1833 ο Ιωσήφ Ανδρούσης, πρόκριτοι, δημογέροντες και υπαξιωματικοί κατά την Επανάσταση, με δικά του έξοδα εξασφάλιζε και την τροφοδοσία και τα πολεμοφόδια των στρατιωτών του ενώ είχε πάρει μέρος σε πολλές «εκστρατείες» όταν διατάχθηκε.
Στις 25 Μαρτίου ο Δημήτριος Καλαμαριώτης και ο Γεώργιος Δαρειώτης ορίστηκαν από τον Παπαφλέσσα ως συνδιοικητές της επαρχίας Νησίου με απεριόριστες αρμοδιότητες. Δύο μήνες αργότερα ο Δημήτριος Καλαμαριώτης πήρε μέρος στη σύσκεψη της Πελοποννησιακής Γερουσίας και εκλέχθηκε μέλος της. Παρέμεινε πιστός στον Θόδωρο Κολοκοτρώνη κατά την εμφύλια διαμάχη του 1822 και πήρε μέρος στη σύσκεψη που συγκάλεσε αυτός με τα μέλη της Πελοποννησιακής Γερουσίας που είχαν ταχθεί στο πλευρό του. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης είχε οριστεί από την κυβέρνηση ως στρατιωτικός αρχηγός σε μια προσπάθεια αντιπερισπασμού στον Κολοκοτρώνη. Τελικά ο Δημήτριος Καλαμαριώτης προσχώρησε στην πλευρά των πολιτικών και πήρε μέρος ως εκλεγμένος εκπρόσωπος από το Νησί στην Εθνοσυνέλευση του Αστρους. Η εκλογή του αμφισβητήθηκε έντονα καθώς ακυρώθηκε η εκλογή του Γεώργιου Δαρειώτη και εκδηλώθηκε έντονη πολιτική αντιπαράθεση στο Νησί που είχε χωριστεί ουσιαστικά σε δύο στρατόπεδα.
Το 1822 ο Δημήτριος Καλαμαριώτης είχε συνεισφέρει στην «υποχρεωτική εισφορά των ευπόρων Πελοποννησίων υπέρ του αγώνος» το ποσό των 5.000 γροσιών.
Στην κορύφωση της εμφύλιας διαμάχης ο Δημήτριος Καλαμαριώτης παραμένει παραστάτης (βουλευτής) αλλά το 1824 λεηλατήθηκε το σπίτι του από αντιπάλους και ζήτησε άδεια να φύγει για το Νησί προκειμένου να υπερασπιστεί την οικογένειά του. Πέθανε όμως πριν προλάβει να ενεργήσει, στα τέλη Ιουλίου 1824.
Με την υπόθεση της διαδοχής του συνεχίστηκε η πολιτική διαμάχη στο Νησί καθώς αντίπαλοι τέθηκαν ο γιος του Παναγιώτης, και ο Παναγιώτης Δαρειώτης. Παραστάτης τελικά εξελέγη ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης, παρ’ ότι η εκλογή του αμφισβητήθηκε.
Ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης πολεμώντας σε διάφορα μέτωπα, μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Μεσσηνίας από τον Ιμπραήμ κατέφυγε με τους στρατιώτες του στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Καλαμάτα και στην ορεινή περιοχή της Θουρίας από όπου έκανε μικροεπιχειρήσεις κατά των Αιγυπτίων. Παρέμεινε ετοιμοπόλεμος και διατάχθηκε την άνοιξη του 1827 από τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, να στρατολογήσει 100 άνδρες και να τεθεί στις διαταγές του.
Κατά τις εκλογές του 1826 για την Γ’ Εθνοσυνέλευση, εξελέγη πληρεξούσιος ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης. Το 1830 σε επιτροπή προκρίτων και αγωνιστών για την ίδρυση σχολείου συμμετείχε ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης.
Την περίοδο 1838-1841 ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης υπηρετούσε ως δήμαρχος Μεσσήνης και ένα χρόνο αργότερα ως επαρχιακός σύμβουλος.
Στις εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων στην Εθνοσυνέλευση που ενέκρινε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας το 1844, εξελέγη ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης.
Στον κατάλογο των ευπόρων Νησιωτών του 1851 εμφανίζονται ο Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης 50 χρονών κτηματίας και ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης 40 χρονών κτηματίας, είναι αμφίβολο όμως αν πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα καθώς δεν ταιριάζουν οι ηλικίες, κυρίως του Παναγιώτη.
Ο Παναγιώτης Καλαμαριώτης εξελέγη βουλευτής Μεσσήνης το 1844, το 1861 και το 1865. Πέθανε το Μάρτιο του 1870 έχοντας χρηματίσει πρωτοδίκης και συμβολαιογράφος.
Κατά την αναγνώριση των αγωνιστών, ο Δημήτριος Καλαμαριώτης κατατάχθηκε στους αξιωματικούς Δ’ τάξεως (αντιστοιχεί με το βαθμό του ταγματάρχη).

ΚΑΛΛΙΚΟΥΝΗ
ΚΑΛΛΙΚΟΥΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Γιατρός και Καθηγητής Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Γεννήθηκε στο Νησί το 1862 και πέθανε στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στην Αθήνα και την Γαλλία. Υπηρέτησε ως γιατρός στα Νοσοκομεία του Μονπελιέ και του Παρισιού, αλλά και ως επιμελητής στην Παθολογική Κλινική του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθήνας μέχρι το 1901 οπότε και διορίστηκε ως τακτικός Καθηγητής Φαρμακολογίας. Μεταξύ των συγγραμμάτων του περιλαμβάνονται και τα εξής: "Περί οροθεραπείας" (Παρίσι 1889), "Περί φυματιώσεως" (Αθήνα 1890), "Κλινική παθολογία και θεραπευτική" (τέσσερις τόμοι από το 1912 μέχρι το 1914).

ΚΑΜΠΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
ΚΑΜΠΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 1821 για το Νησί.
Πρόκριτος του Νησιού κατά την Τουρκοκρατία, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 και εργάστηκε με ζήλο για την μύηση νέων μελών αλλά και για τη συγκέντρωση και απόκρυψη πολεμοφοδίων και άλλων ειδών που ήταν χρήσιμα για την Επανάσταση. Τα συγκεντρωμένα υλικά παραδόθηκαν στα εκστρατευτικά σώματα και στη συνέχεια του ανατέθηκε η συγκέντρωση των εσόδων από τα εθνικά κτήματα σε διάφορες περιοχές της Μεσσηνίας, προκειμένου να παραδοθούν στην κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1824 τάχθηκε υπέρ της νομιμότητας εκλογής του Π. Δαρειώτη.
Μετά την απελευθέρωση, το 1830, πρωτοστάτησε στην επιτροπή προκριτοαγωνιστών για την ίδρυση σχολείου στη Μεσσήνη. Φιλελεύθερη προσωπικότητα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ι. Καποδίστρια και φυλακίσθηκε το 1831. Παρέμεινε φυλακισμένος και μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες Νησιωτών που υπέγραφαν κείμενα ζητώντας την αποφυλάκισή του. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος και εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Επαρχίας Νησίου στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, συγκαταλεγόμενος μάλιστα σε εκείνους των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα εκλογής.
Συνέχισε ασχολούμενος με το εμπόριο και το 1836 ορίσθηκε ένορκος στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου. Το 1843 ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δήμο Παμίσου, υπόγραψε το κείμενο υπέρ της 3ης Σεπτέμβρη. Ως πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου τον συναντάμε και το 1848.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΡΟΜΠΑ
ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ
Αξιωματικός μακεδονομάχος που έμεινε στην ιστορία ως Καπετάν Κρόμπας, όπως ήταν και το αρχικό όνομα της οικογένειάς του. Γεννήθηκε το 1875 στο Αριστοδήμειο και προερχόταν από οικογένεια αγωνιστών και πολιτικών με πλούσια δράση. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Καλαμάτας και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύντομα όμως διέκοψε τις σπουδές του, κατετάγη στο στρατό και στη συνέχεια εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε το 1904 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Ζήτησε άδεια για να ηγηθεί ομάδας και να φύγει για την Μακεδονία. Ετσι το Μάρτιο του 1905 βρέθηκε στα βουνά της περιοχής ως υπαρχηγός στο σώμα του υπομοιράρχου Σπύρου Σπυρομήλιου (Μπούα) και με προορισμό την εγκατάσταση στην περιοχή της Δυτικής Καρατζόβας (Αλμωπίας) με βάση το χωριό Μπάχοβο (Πρόμαχοι). Σκοπός της επιχείρησης ήταν να αποκατασταθούν οι επικοινωνίες των ελληνικών σωμάτων με το Μορίχοβο (βρίσκεται στην πρώην Γιουγκοσλαβία). Το σώμα κινήθηκε προς τους πρόποδες του Ολύμπου και στις 30 Απριλίου έφθασε στη Μονή Ιωάννου του Προδρόμου στον Αλιάκμονα, όπου ξεκαθάρισε την περιοχή από Βούλγαρους ανθρακεργάτες, μυλωνάδες και ξυλοκόπους που θεωρήθηκε ότι δρούσαν ως πληροφοριοδότες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασφαλιστούν οι επικοινωνίες των ελληνικών σωμάτων με την ελεύθερη Ελλάδα. Στη συνέχεια οι εθελοντές κινήθηκαν προς τον τελικό προορισμό τους το Μπάχοβο. Ειδοποιήθηκαν όμως οι Βουλγαρικές δυνάμεις για το δρομολόγιο του σώματος, έγινε συμπλοκή κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκε ο Σπυρομήλιος σοβαρά στο πόδι, ενώ ακολούθησε προσβολή και από Τουρκικές δυνάμεις. Η ψυχραιμία του Καπετάν Κρόμπα έσωσε την κατάσταση και το σώμα με τον τραυματία αρχηγό του σε φορείο έφθασε στο Βλάδοβο (Αγρα). Και οι δύο άνδρες επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά από ένα τρίμηνο, όταν αποθεραπεύτηκε ο Σπυρομήλιος. Ο Καπετάν Κρόμπας πέρασε πάλι το Σεπτέμβριο του 1905 στο Μορίχοβο και ανέλαβε δράση ως αρχηγός σώματος. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα στα χωριά Ντομπρόνι, Πόλοκ και Μπροτ η δράση του παρέμεινε ιστορική τόσο για την τόλμη του όσο και για την διπλωματικότητα με την οποία προσέγγιζε τους ντόπιους.
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1905 και μετά από τολμηρές και κοπιώδεις επιχειρήσεις αποσύρθηκε στο Πεταλίνο για να ξεκουράσει το σώμα των εθελοντών. Μαζί του είχε πάρει όμηρους ορισμένους προεστούς των χωριών που είχαν ταχθεί με τους Βουλγάρους και αντιδρούσαν στη δράση των μακεδονομάχων. Στο δρόμο δύο από τους ομήρους δραπέτευσαν και πρόδωσαν τη θέση που βρισκόταν το λημέρι. Εχοντας συμμαχήσει με τους Βουλγάρους οι Τούρκοι, περικύκλωσαν τη νύχτα το λημέρι. Ειδοποιήθηκε ο Καπετάν Κρόμπας και μαζί με τον υπαρχηγό του Φαρμάκη γύρισαν τις καλύβες και ξύπνησαν τους άνδρες τους υποδεικνύοντας τον τρόπο απαγκίστρωσης. Κάτι τέτοιο όμως δεν στάθηκε δυνατόν καθώς είχαν περικυκλωθεί από παντού, ο Καπετάν Κρόμπας χτυπήθηκε από εχθρικές σφαίρες και πληγωμένος επιχείρησε να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού. Στις 9 Νοεμβρίου 1905 έπεσε μαχόμενος, όπως και όλοι οι άνδρες του πλην ενός. Το χωριό Πεταλινό που σκοτώθηκε βρίσκεται στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ηταν ο τέταρτος κατά σειρά καπετάνιος μακεδονομάχος που σκοτώθηκε (πρώτος ήταν ο Παύλος Μελάς).

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη
«Το Νησί (Μεσσήνη) στο χώρο και το χρόνο»

Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο