Κυριακή, 01 Φεβρουαρίου 2015 09:00

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 10o)

Οδωνυμικά της Μεσσήνης (μέρος 10o)

Μικρές ιστορίες γραμμένες στους δρόμους

ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θεωρείται ως η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας κατά πως ο ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματά του, στις 3 Απριλίου 1770, ενώ η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από το Λιμποβίσι Αρκαδίας. Ο πατέρας του Κωνσταντής ήταν μεγάλος κλεφταρματωλός της Μάνης και του Ταϋγέτου. Η μητέρα του καταγόταν από την οικογένεια των Κοστακαίων της Αλωνίσταινας.
Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης το 1770 είχε πάρει μέρος στα Ορλωφικά
και το 1771 ήρθε σε σφοδρή σύγκρουση με τους Τούρκους που είχαν εξαπολύσει ανηλεή διωγμό κατά των κλεφταρματωλών. Το 1779 μαζί με τρία αδέλφια του συμμετείχαν στην εξόντωση των Αλβανών που τρομοκρατούσαν την Πελοπόννησο. Την επόμενη χρονιά οι Τούρκοι ξεκίνησαν νέο διωγμό κατά των κλεφταρματωλών. Μεγάλη στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τον Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή αποβιβάστηκε στο Γύθειο και κινήθηκε προς την Καστανίτσα που ήταν το ορμητήριο του Κωνσταντή. Αυτός μαζί με τον κλεφταρματωλό Παναγιώταρο Βενετσανάκη και τις οικογένειές τους, ταμπουρώθηκαν με 150 άνδρες σε δύο πύργους. Αντιστάθηκαν για 12 ημέρες και στη συνέχεια επιχείρησαν απεγνωσμένη έξοδο. Ο αδελφός του Αναγνώστης και η γυναίκα του μαζί με το μικρό Θεοδωράκη και μια αδελφή του, κατάφεραν να διαφύγουν. Η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με τα παιδιά της εγκαταστάθηκε στην Αλωνίσταινα, αλλά όταν ο Θοδωράκης έγινε 15 χρονών πήγαν στον Ακοβο όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Λίγο αργότερα διορίστηκε Κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. Το 1790 παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου Καρούτσου και έμεινε άλλα 7 χρόνια στον Ακοβο. Εντάθηκε στο σώμα κλεφτών του Ζαχαρία και στη συνέχεια συγκρότησε δικό του σώμα.
Μετά το διωγμό των κλεφτών από τους Τούρκους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέφυγε στη Ζάκυνθο όπου υπηρέτησε ως ταγματάρχης στον αγγλικό στρατό σε σύνταγμα Ελλήνων εθελοντών. Οταν διαλύθηκε το σύνταγμα ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Πάγκαλο. Μαζί με άλλους οπλαρχηγούς μπήκε επικεφαλής σώματος αγωνιστών στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Πήρε μέρος στη μάχη του Βαλτετσίου (Μάιος 1821) και πρωταγωνίστησε στην άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821), ενώ συνέτριψε τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια (Ιούλιος 1822). Αναδείχθηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, εκλέχθηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του
Εκτελεστικού με πρόεδρο το Μαυροκορδάτο.
Στη διάρκεια του εμφυλίου έγινε στόχος διώξεων και φυλακίστηκε. Κατά τη Β' Εθνοσυνέλευση στο Αστρος την άνοιξη του 1823 η σύγκρουση στρατιωτικών και πολιτικών οδήγησε σε διάλυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας και την κατάργηση του βαθμού του αρχιστρατήγου. Ηρθε σε ρήξη με το Μαυροκορδάτο και παραιτήθηκε από τη θέση του αντιπροέδρου. Το Νοέμβριο του 1823 οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό. Πολλά μέλη του που ήταν αντίθετα με τον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι και όρισαν κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις. Μια στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και μια στο Κρανίδι υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Το Μάρτιο οι δυνάμεις του Κουντουριώτη κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και πολιόρκησαν το Ναύπλιο που υπερασπιζόταν ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκτιμώντας τη δύσκολη θέση που βρισκόταν συμφώνησε να παραδώσει το Ναύπλιο με αντάλλαγμα την αμνηστία. Ηταν και ο επίλογος στην πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις που επιχειρούσαν να θέσουν υπό έλεγχο τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μια υπό τους Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη είχε την υποστήριξη του Κολοκοτρώνη και πολλών Πελοποννησίων στρατιωτικών και πολιτικών. Η άλλη υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε την υποστήριξη των Ρουμελιωτών, των Υδραίων και των Σπετσιωτών. Η άρνηση περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν φόρο αποτέλεσε την αφορμή για να αρχίσει η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου κατά τη διάρκεια του οποίου έγιναν σφοδρές συγκρούσεις σε διάφορα σημεία της Πελοποννήσου. Η δολοφονία του γιου του Πάνου οδήγησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην απόφαση να παραδοθεί το Δεκέμβριο του
1824. Το Φεβρουάριο του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Υδρα μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά.
Ο εμφύλιος τερματίστηκε μετά τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Ακρόπολη από ανθρώπους του Γκούρα, αλλά ο Ιμπραήμ ήδη είχε βάλει πόδι στην Πελοπόννησο. Λίγες μέρες πριν το θάνατο του Παπαφλέσσα και πολλών αγωνιστών στο Μανιάκι (Μάιος 1825), δόθηκε αμνηστία στον Κολοκοτρώνη. Τον Ιούνιο έπεσε και η Τριπολιτσά στα χέρια του Ιμπραήμ παρά τις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη και άλλων οπλαρχηγών να τον παρεμποδίσουν. Από εκεί και ύστερα ο Κολοκοτρώνης εφάρμοσε τακτική ανταρτοπόλεμου προκαλώντας σημαντικές απώλειες στα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Οταν έφθασε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, ο Κολοκοτρώνης υποστήριξε την πολιτική του αν και διαφωνούσε με τον αυταρχικό τρόπο που προσπαθούσε να την επιβάλει ο Κυβερνήτης. Πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Οθωνα αλλά οι ραδιουργίες των αντιπάλων του (με πρώτο τον Ιωάννη Κωλέττη) τον οδήγησαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Οδηγήθηκε στη φυλακή το Σεπτέμβριο του 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, το γιο του Γενναίο, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία σε βάρος του Οθωνα. Παρά τη γενναία
στάση των δικαστών Α. Πολυζωίδη και Γ. Τερτσέτη καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Παλαμίδι σε ηλικία 63 χρονών. Η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση 20 χρόνων και το Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Οθωνα πήρε χάρη και αποφυλακίσθηκε εξουθενωμένος και σχεδόν τυφλός.
Την υπόλοιπη ζωή του έμεινε στην Αθήνα και έζησε τη γενική αναγνώριση. Πήρε το βαθμό του στρατηγού, διορίσθηκε σύμβουλος Επικρατείας, τιμήθηκε με μετάλλια και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Οθωνα. Την περίοδο αυτή γράφτηκαν τα απομνημονεύματά του από το Γεώργιο Τερτσέτη με υπαγόρευση και με τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1846. Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 από εγκεφαλικό και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Τον Οκτώβριο του 1930 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Αρεως της Τρίπολης για να τοποθετηθούν το Σεπτέμβριο του 1993 σε ειδική κρύπτη στη βάση του ανδριάντα του στο κάτω μέρος της ίδιας πλατείας.

ΚΟΡΚΟΝΙΚΗΤΑ
ΚΟΡΚΟΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Γιατρός, γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1879 όπου και πέθανε το 1955.
Σπούδασε γενική ιατρική στην Αθήνα και άσκησε το επάγγελμά του στη
Μεσσήνη. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Νησιού. Ο Γεώργιος Κορκονικήτας υπό την αρχηγία του Κ. Καλαμαριώτη πολέμησε στην πολιορκία του κάστρου της Κορώνης, της Τριπολιτσάς, στα Δερβενάκια, το Βαλτέτσι, το Αργος, την Κόρινθο, τα Τρίκορφα και αλλού.
Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους ως έφεδρος αξιωματικός.
Συμμετείχε ενεργά στα κοινά της πόλης και εξελέγη επανειλημμένα πρόεδρος της Κοινότητας Μεσσήνης με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Εξελέγη για πρώτη φορά κοινοτικός σύμβουλος στις εκλογές του 1914. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1925 καθώς λόγω των πολέμων παρατάθηκε η θητεία του πρώτου Κοινοτικού Συμβουλίου. Στο διάστημα αυτό εξελέγη και πρόεδρος της Κοινότητας (η εκλογή γινόταν κάθε χρόνο) σε περιόδους ανόδου των βενιζελικών.
Εξελέγη κοινοτικός σύμβουλος στις εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου
1934, αλλά παύθηκε ως βενιζελικός μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και επανήλθε τον Ιούνιο του 1936 μαζί με άλλους 5 που είχαν απομακρυνθεί από τη θέση τους. Στις εκλογές που ακολούθησαν μεταξύ των κοινοτικών συμβούλων εξελέγη αντιπρόεδρος. Από τα διαθέσιμα στοιχεία των βιβλίων συνεδριάσεων που βρίσκεται στο Δήμο Μεσσήνης (και καλύπτει τα έτη μετά το 1934), προκύπτει ότι διετέλεσε πρόεδρος της Κοινότητας και στο διάστημα από 27 Ιουνίου 1938 μέχρι 11 Οκτωβρίου 1938 με κοινοτικούς συμβούλους τους: Δημήτριο Νικολόπουλο, Ιωάννη Κωνσταντόπουλο, Ιωάννη Καρακώστα, Αναστάσιο Λαμπράκη, Γεώργιο Μιχαλόπουλο, Αντώνιο Σακελλαρόπουλο, Χαρίλαο Κάββετα, Παναγιώτη Χρυσούλη, Ιωάννη Αβαρλή, Μιχαήλ Πολυδούρη, Ανδρέα Φιλιόπουλο, Παναγιώτη Κατσούρο, Απόστολο Καρελλά και Αναστάσιο Πετρόπουλο. Τον συναντάμε ακόμη ως κοινοτικό σύμβουλο:
Από 14 Φεβρουαρίου 1935 μέχρι 1 Ιανουαρίου 1936 (Πρόεδρος Μιχαήλ Πολυδούρης), από 24 Ιουνίου 1936 μέχρι 26 Ιουνίου 1938 (Πρόεδρος Αναστάσιος Πετρόπουλος) και από 12 Οκτωβρίου 1938 μέχρι 20 Οκτωβρίου 1938 (Προεδρεύων Ιωάννης Καρακώστας) οπότε και διορίζεται από το Μεταξικό καθεστώς διοικούσα επιτροπή. Τον συναντάμε ακόμη μέλος της διοικούσας επιτροπής στο διάστημα από 17 Νοεμβρίου 1941 μέχρι 17 Φεβρουαρίου 1942 (Πρόεδρος Διονύσιος Αθανασόπουλος).

ΚΟΡΩΝΗΣ
ΚΟΡΩΝΗ
Αρχαία πόλη στα δυτικά παράλια του Μεσσηνιακού Κόλπου, κοντά στο
σημερινό Πεταλίδι. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το παλαιό όνομα της πόλης ήταν Αίπεια. Ηταν δηλαδή μια από τις επτά πόλεις που θα έδινε ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα αν άφηνε την οργή του και αγωνιζόταν με τους Αχαιούς. Η Κορώνη κτίσθηκε από τον Θηβαίο Επιμελίδη που προερχόταν από την Κορώνεια, την εποχή της καθόδου του Επαμεινώνδα στη Μεσσηνία (γύρω στο 365 π.Χ.). Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Επιμελίδης ονόμασε την πόλη Κορώνεια αλλά οι Μεσσήνιοι δεν κατάφεραν να προφέρουν σωστά το όνομα και επικράτησε ο τύπος «Κορώνη». Παρουσιάζει όμως και μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία όταν έσκαβαν για να κατασκευάσουν τα τείχη, βρήκαν μια χάλκινη κορώνη (κουρούνα) και από αυτή πήρε την ονομασία η πόλη.
Πιθανολογείται ότι οι κάτοικοι της Κορώνης αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Ασίνη στα μέσα του 9ου μ.Χ. αιώνα λόγω των επιδρομών των Σλάβων και των Σαρακηνών πειρατών. Σε αυτήν έδωσαν και το όνομα Κορώνη που διατηρείται μέχρι σήμερα. Την Ασίνη ίδρυσαν Δρύοπες από την Στερεά Ελλάδα οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αργολίδα. Εκδιώχθηκαν όμως από τους Αργείους, συμμάχησαν με τους Σπαρτιάτες και πολέμησαν μαζί τους κατά τον Α' Μεσσηνιακό πόλεμο. Αργότερα εγκαταστάθηκαν από τους Σπαρτιάτες στο λόφο της σημερινής Κορώνης και ονόμασαν την πόλη Ασίνη.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα στη θέση της υπήρχε το Ρίον, δηλαδή η μια από τις πέντε πόλεις της Μεσσηνίας την εποχή της βασιλείας του Κρεσφόντη.
Η πόλη αναφέρεται ως Ασίνη από τον Στέφανο Βυζάντιο (5ος - 6ος μ.Χ.
αιώνες) και στο Συνέκδημο του Ιεροκλέους (6ος μ.Χ. αιώνας). Αργότερα μνημονεύεται στον κατάλογο των πόλεων που περιλαμβάνονται στο «Τακτικό της Εικονομαχίας». Ως Κορώνη αναφέρεται αργότερα από τον Οσιο Νίκωνα (11ος αιώνας) καθώς ήταν ένας από τους προορισμούς του.
Η θέση της πόλης σε στρατηγικό σημείο της Μεσογείου έπαιξε μεγάλο
ρόλο στην εξέλιξή της. Το 1205 καταλήφθηκε από τους Φράγκους οι οποίοι όμως τον επόμενο χρόνο υποχρεώθηκαν να την παραχωρήσουν στους Ενετούς. Αυτοί κατασκεύασαν ισχυρή οχύρωση και μέχρι το 1500 η Κορώνη αποτέλεσε σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Τη χρονιά εκείνη η πόλη παραδόθηκε στον Βαζιαζήτ Β'. Το 1532 καταλήφθηκε από τον συμμαχικό στόλο του αυτοκράτορα Καρόλου 5ου με επικεφαλής τον Γενουάτη ναύαρχο Αντρέα Ντόρια. Μετά από δύο χρόνια οι συμμαχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την πόλη παίρνοντας μαζί τους 2.000 κατοίκους για να τους εγκαταστήσουν στην Κάτω Ιταλία. Το 1685 ο Μοροζίνη ανακατέλαβε την πόλη και οι Ενετοί εγκαταστάθηκαν και πάλι μέχρι το 1715. Το 1770 γνώρισε μεγάλες καταστροφές
καθώς το Κάστρο στο οποίο βρίσκονταν οι Τούρκοι, βομβαρδίστηκε από τις δυνάμεις του Ορλώφ. Το 1828 το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον στρατηγό Μαιζώνα απελευθέρωσε την πόλη.

Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη
«Το Νησί (Μεσσήνη)
στο χώρο και το χρόνο»

Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο