Δευτέρα, 26 Οκτωβρίου 2015 13:21

Ο Σουρούνης στη Σέλιτσα

Ο Σουρούνης στη Σέλιτσα

Είναι ν’ απορείς…

Του Γιώργου Αρκουλή

Αυτές τις μέρες διαβάζω τις "Κυριακάτικες ιστορίες" του Αντώνη Σουρούνη (εκδόσεις Καστανιώτη), συγγραφέα τον οποίο θεωρώ από τους πιο σημαντικούς (αν και τσιγκούνικα προβεβλημένους από τα Μέσα, σε σχέση με τις κυρίες που υπογράφουν ρομάντζα και διαβάζονται στα κομμωτήρια…). Το βιβλίο του Σουρούνη, περιέχει μια σειρά από μικρά αυτοβιογραφικά σφιχτά κείμενα, με αυτοτελή θέματα, τα οποία λάμπουν για την σπιρτάδα τους, το χιούμορ αλλά και την κριτική για τα κακώς κείμενα που βασάνιζαν την Αθήνα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.  

Ο Σουρούνης σχεδόν σε όλη του την ζωή ταξιδεύει. Εφηβος βρέθηκε στην Γερμανία, όπου εργάστηκε σκληρά, ενώ όταν επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Θεσσαλονίκη, κατάλαβε πως έπρεπε να εγκατασταθεί στην Αθήνα προκειμένου να γίνει συγγραφέας, κάτι που κατάφερε με το ταλέντο του, αλλά και την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο πανέξυπνος Αρκάς εκδότης Θανάσης Καστανιώτης, αφού πρώτα χρειάστηκε να κάνει πλήθος από ‘πρόχειρες’ εργασίες. 

Ατομο ανήσυχο ο Σουρούνης, ήταν αδύνατο να μείνει μόνιμα σε ένα διαμέρισμα του Κολωνακίου, έτσι ξαφνικά, σε μια εξόρμησή του στην Επίδαυρο αποφάσισε να μείνει εκεί, σε ένα δωμάτιο με θέα την θάλασσα, τους ψαράδες και την πένα του. Κι όταν χόρτασε αυτό το χωριό, μπάρκαρε για την Σύρα που επίσης την τίμησε γενναία τόσο για τις εμορφιές της (που θα’ λεγε ο Μάρκος) όσο -όπως λέγεται- και το καζίνο της.

Θα αναρωτηθείτε, πώς και ασχολούμαι στο σημερινό σημείωμα με έναν συγγραφέα, όταν -ενδεχομένως- άλλοι ομότεχνοί του παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από λογοτεχνική άποψη. Υπάρχει λόγος, διότι, φτάνοντας σε ένα από τα μικρά αφηγήματα του Σουρούνη που αφορούσε την Καλαμάτα, αιφνιδιάστηκα, καθώς το κείμενό του μου θύμισε γεγονός που έχω βιώσει και ακόμη το θυμάμαι με τρόμο. Στο βιβλίο περιγράφεται μια εκδρομή με αυτοκίνητο στην Ανω Σέλιτσα, που είχαν την ιδέα να του προσφέρουν δυο τρεις ντόπιοι φίλοι του. Οπως γνωρίζετε πολύ καλά, η Ανω Σέλιτσα φαίνεται από την παραλιακή ως ‘μια ανάσα διαδρομή’. Πού να φανταζόταν ο Σουρούνης πως επρόκειτο να διανύσει κάπου δεκαπέντε ανηφορικά χιλιόμετρα όλο στροφές πάνω σε ένα δρόμο στενό με θέα χαράδρες και… άβυσσο!

Κάποια στιγμή έφτασαν στον προορισμό τους και τότε -όπως γράφει ο Σουρούνης- η παρέα αποζημιώθηκε στο ταβερνείο με τους μεζέδες, το φρεσκοψημένο ψωμί, τις γνήσιες μεσσηνιακές ελιές, την σφέλα, το παστό, το κρασί και το τσίπουρο. Κι όταν κατέφθασε ένας ακόμα φίλος του συγγραφέα ονόματι Πέτρος (τον περιγράφει ως δημοσιογράφο, ραδιοφωνικό παραγωγό και οδηγό στα τρένα) με μεγάλη συντροφιά, το κέφι και το περιποιημένο τσιμπούσι υποχρέωσε τον Σουρούνη να γράψει πως ήταν μία από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής του.

Αν και  έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, φοβάμαι πως η διαδρομή για την Ανω Σέλιτσα, μέσα από τα Σωτηριάνικα, παραμένει εφιαλτική διότι -διάβολε- ουδείς έχει σκεφτεί να φτιάξει ένα κομμάτι οκτακοσίων μέτρων που ενώνει την Κάτω με την Ανω Σέλιτσα. Ο δρόμος υπάρχει, είναι κατεστραμμένος, αλλά τρέχα βρες δήμαρχο να τον πείσεις να ρίξει τη ματιά του και πέντε φορτηγά άσφαλτο... 

Κρίμα, γιατί με σωστό δρόμο, χωρίς τον φόβο και την ταλαιπωρία, ο Σουρούνης θα μπορούσε να ξανάρθει φέρνοντας φίλους του συγγραφείς και διανοούμενους για να μαρκάρουν όλοι μαζί τις ομορφιές του τόπου στα γραφτά τους…