Ασχέτως όμως προς το ζήτημα τούτο, ο κύριος αρθρογράφος δεν ευρίσκεται εν δικαίω υποστηρίζων ότι “εχομεν καιρόν να ασχοληθώμεν με τα αγροτικά κόμματα και την εκλογήν (!!!) των καταστατικών των”, καθ ήν στιγμήν ο ίδιος ομολογεί ότι “η αφύπνησίς των αγροτών παρά την επίμονον αποχήν των διανοουμένων μας ήρχισεν εκ της Μεσσηνίας υπό την επίβλεψιν και καθοδήγησιν της μάζας (sic). Αι μάζαι κ. Ι. Μ. αφυπνίζονται και ενεργούν είτε αυτοβούλως, είτε υπό την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των αποστόλων των εκάστοτε επικρατουσών ιδεών, ποτέ όμως δεν επιβλέπουν και δεν καθοδηγούν, και ποίον άλλωστε; Η αφύπνισις και η απόκτησις αγροτικής συνειδήσεως είναι νομίζομεν αρκετά στέρεα θεμέλια δια την οικοδόμησιν της πολιτικής οργανώσεως των αγροτών» (115).
Στη συζήτηση παρεμβαίνουν οι Πύλιοι με μια ανταπόκριση από την Πύλο στην οποία φαίνεται ότι οι αγροτικές πολιτικές οργανώσεις επιδιώκουν το συνέδριο και διαφοροποιούνται πλήρως από την αντίληψη εκείνων των αγροτιστών οι οποίοι αντιμετωπίζουν ως εχθρό τους δημόσιους υπαλλήλους που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις αυτό τον καιρό, ενώ τάσσονται υπέρ της συμμαχίας με τους εργάτες:
«Προ ημερών επληροφορήθημεν από την φίλη “Σημαίαν” ότι πρόκειται να συγκροτηθεί προσεχώς το Αον Παμμεσσηνιακόν Αγροτικόν Συνέδριον εις τινα κοινότητα του Νομού μας. Η είδησις οσονδήποτε και αν δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθειαν, πιστεύσατέ μας ότι μας προξένησεν αρίστην εντύπωσιν, διότι θα μας δοθή έτσι η ευκαιρία να αναπτύξωμεν σε εκείνους που άδικα τα έχουν βάλει με τους δημοσίους υπαλλήλους ότι δεν έχουν δίκηο να καταφέρωνται εναντίον των, διότι και αυτοί είναι σύντροφοι στον αγώνα μας και στη δυστυχία μας. Εκεί θα μας δοθή η ευκαιρία να τονίσουμε ότι οι αγρόται έχουν ιεράν υποχρέωσιν να συνεργασθούν ακόμη και με τους εργάτας, διότι αυτό μας επιβάλλουν τα συμφέροντά μας και μας διδάσκει η ιστορία και των άλλων συντρόφων αγροτών.
Γι’ αυτό έχουμε τη γνώμη πως το αγροτικό συνέδριο, αν δεν ελήφθη ακόμη απόφασις περί συγκροτήσεώς του, επιβάλλεται να γίνη διότι μας απασχολούν τόσα και τόσα ζητήματα που είναι ανάγκη να συζητηθούν πλατειά και να ληφθή μια κάποια απόφασις, ικανή να θέση φραγμό στις ανοησίες που λέγονται αυτές τις ημέρες από τους κηφήνες και τους δημοκόπους.
Οι συνειδητοί αγρόται οφείλουν παντί σθένει να επιδιώξουν την ταχυτέραν συγκρότησιν του Α’ Παμμεσσηνιακού Συνεδρίου των αγροτών, διότι τούτο επιβάλλει η πραγματικότης» (116).
Με τις ζυμώσεις να εντείνονται εμφανίζονται προκηρύξεις του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος του Κονδύλη. Η αντίδραση είναι άμεση σε «ανακοινωθέν των αναγνωρισμένων Σταφιδοαγροτικών Σωματείων Υπαίθρου Μεσσηνίας Βρωμοβρύσεως, Κουκουραχίου, Αριστοδημείου, Σιάμαρι, Ασλάναγα, Γκορτζογλίου, Καρτερολίου κτλ.» που υπογράφεται από τον πρόεδρο του σταφιδοαγρτικού σωματείου Ασλάναγα Γεωργ. Λ. Κυριακόπουλο στο οποίο αναφέρεται ότι «η προκήρυξις αύτη γραμμένη με το αίμα των Ελλήνων της Χαλκιδικής επροκάλεσε την φρίκην και τη βδελυγμίαν μεταξύ των ωργανωμένων σταφιδοαγροτών Μεσσηνίας [...] ο αγροτικός κόσμος ανένηψεν αρκετά ώστε να μην είναι επιδεκτικός εκμεταλλεύσεως παρά των διαφόρων επιτηδείων των εμφανιζομένων εκάστοτε με την μάσκαν του φιλοαγροτισμού» (117).
Σφοδρή είναι η επίθεση κατά του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος και από το Βαγγέλη Δημητρακόπουλο ο οποίος τονίζει ότι χρειάζεται πολιτική οργάνωση των αγροτών “από τα κάτω”: «Τα άστρα των επωμίδων του στρατηγού Κονδύλη καταστάντα αναλαμπή από το αίμα τόσων θυμάτων των τέκνων αγροτών, δεν δύνανται να φωτίσουν και να καθοδηγήσουν αυτούς εις τον προορισμόν των. Ούτε παρ’ άλλων οιονδήποτε πολιτικών ο αγροτισμός έχει ανάγκην χειραγωγήσεως. Ο λυτρωμός θα επέλθη διά της εκ των κάτω πολιτικής οργανώσεως και προς την κατεύθυνσιν ταύτην κινείται ήδη ευτυχώς ο ανανήψας αγροτικός κόσμος της Μεσσηνίας» (118).
Την ίδια περίοδο φουντώνει η συζήτηση γύρω από την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας ως “αντίπαλου δέους” της Εθνικής Τράπεζας που μονοπωλεί την αγροτική πίστη. Πολλοί αγροτιστές και στελέχη των σταφιδοαγροτικών οργανώσεων υπερθεματίζουν για την ίδρυση της Γεωργικής Τράπεζας και μέσα σε αυτό το κλίμα παρεμβαίνει ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Σημαία” Νίκος Ηλιόπουλος. Ο οποίος τονίζει ότι και η νέα τράπεζα θα έχει κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα και θα πρέπει η πολεμική να βασίζεται στην ταξική ανάλυση των πραγμάτων, περιγράφοντας την πολιτική που θα πρέπει να έχει ένα αγροτικό κόμμα που συζητούσαν τα σταφιδοαγροτικά σωματεία:
«Είναι γεγονός εκτός πάσης αμφισβητήσεως ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Μεσσηνίας ήρχισεν επιτέλους να αφυπνίζεται. Η αφύπνησίς του όμως αυτή, ας μας επιτρέψουν οι καλοί μας φίλοι να τους είπωμεν ότι δεν καθοδηγείται όπως τουλάχιστον αρμόζει εις την ιστορίαν των αγροτικών κομμάτων και τον ιστορικόν ρόλον της αποστολής του.
Ομιλούμεν από καθαρά θεωρητικής απόψεως ως ψύχραιμοι και αμέριμνοι παρατηρηταί και δεν πιστεύομεν ποτέ να θεωρηθώμεν και ημείς ως θεράποντες της Εθνικής Τραπέζης ή ως υπηρέται της κεφαλαιοκρατίας, αν άνευ φόβου και πάθους είπωμεν την γνώμην μας διότι νομίζομεν ότι έκαστος πολίτης έχει το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωσιν να λέγη μετά παρρησίας την γνώμην του.
Ηδη, έχομεν να παρατηρήσωμεν ότι ο διεξαγόμενος αγών μεταξύ της Εθνικής Τραπέζης αφ ενός, ως εκπροσώπου του μεγάλου κεφαλαίου, και των σταφιδοαγροτικών σωματείων αφ’ ετέρου ως εκπροσώπου των καταπιεζομένων αγροτών, δεν στηρίζεται επί της αρχής της πάλης των τάξεων. Διότι αν παραδεχθώμεν ότι η σημειουμένη κίνησις υπέρ της απολυτρώσεως του αγρότου εστηρίζετο πράγματι επ’ αυτής της αρχής ή ότι οι ηγούμενοι της ανωτέρω κινήσεως ωρμούντο από ελατήρια έστω και ανθρωπιστικά, δεν θα ευρισκόμεθα προ του οικτρού θεάματος να βλέπωμεν τους καλούς μας φίλους κοπτόμενους υπέρ της Γεωργικής Τραπέζης και μη θίγοντας το κοινωνικόν και ταξικόν περιεχόμενον εις τα εναντίον της Εθνικής Τραπέζης επιχειρήματά των, ίνα ούτω ο αγρότης διαφωτισθή και ο υπόλοιπος κόσμος μορφώσει μίαν κάποιαν γνώμην περί της θέσεώς του της ταξικής εντός του σημερινού κοινωνικού-πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος.
Με το να κηρυσσώμεθα υπέρ της Γεωργικής Τραπέζης ή της Εθνικής ή οιουδήποτε άλλου κεφαλαιοκρατικού ιδρύματος αυθαιρέτως και άνευ ουδεμιάς απολύτως βαθυτέρας αναλύσεως της προτιμήσεώς μας, δίδομεν την εντύπωσιν ότι κάτι άλλο επιδιώκομεν, παρά την οικονομικήν ελευθερίαν του αγρότου και του εργάτου, ήτις βεβαίως δεν θα επέλθη διά της γεωργικής -διότι περί αυτής κυρίως πρόκειται- αλλά διά της οργανωμένης δυνάμεως των εργατών και των αγροτών εναντίον της πολυπλόκαμου κεφαλαιοκρατίας, ένα εκ των οποίων είναι και η Γεωργική Τράπεζα, καθαρός δηλαδή κεφαλαιοκρατικός οργανισμός όπως και οι λοιποί.
Ας διαφωτισθή λοιπόν η αγροτική μάζα επί του σημείου του ιστορικού ρόλου και της αποστολής της μέσα εις το συγκεκριμμένον οικονομικό συγκρότημα διά να τεθή εις το περιθώριον κάθε επιτήδειος εκμεταλλευτής» (119).
Με μια νέα παρέμβαση ο πρόεδρος του Σταφιδοαγροτικού Σωματείου Ασλάναγα Γ. Λ. Κυριακόπουλος κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση υποστηρίζοντας άνευ όρων την ίδρυση της Γεωργικής Τράπεζας, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποκρούσει τις απόψεις που θέλουν τα σταφιδοαγροτικά σωματεία να έχουν σχέση με τον κομμουνισμό:
«Σκοπός των οργανώσεών μας είναι ο απ’ αρχής διαγραφείς. Ητοι, διάλυσις των προσωπικών κομμάτων, άμυνα εναντίον του κομμουνισμού, τον οποίον φέρουν τα προσωπικά κόμματα. Αμυνα κατά της κεφαλαιοκρατίας, την οποίαν αφήνουν και οργιάζει πάλιν τα προσωπικά κόμματα.
Χειραφέτησις πολιτική και οικονομική τελεία των αγροτών διά της ιδρύσεως καθαρώς αγροτικών πολιτικών οργανώσεων και της συστάσεως αυτόνομου γεωργικού πιστωτικού ιδρύματος το οποίον θα μεριμνά διά την πραγματικήν προαγωγήν των συμφερόντων των αγροτών και όχι την επιτηδείαν και πολύμορφον εκμετάλλευσιν, την οποία ασκεί η σωτήρα της γεωργίας Εθνοτράπεζα.
Οι σταφιδοαγρόται δεν είναι κομμουνισταί. Ούτε και δύνανται να διάκεινται συμπαθώς προς τον κομμουνισμόν, με τον οποίον κανένα κοινόν συμφέρον δεν τους συνδέει. Οι περί του εναντίον ισχυρισμοί αποτελούν ανήθικον και κακόβουλον πολεμικήν, την οποίαν δεν δυνάμεθα ενταύθα προσηκόντως να χαρακτηρίσομεν» (120).
(Συνεχίζεται)
(115) “Θάρρος” 6/1/1928
- Ο Βαγγέλης Δημητρακόπουλος γεννήθηκε στα Λέικα το 1903. Σπούδασε νομικά και δικηγόρησε στην Καλαμάτα από το 1930 έως το 1945. Από νέος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και χρημάτισε διευθυντής της καλαματιανής εφημερίδας «Θάρρος». Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και με τον Γεώργιο Δάλλα τον Αύγουστο του 1941 συνέταξε τη «Διακήρυξη προς το Μεσσηνιακό Λαό» της αντιστασιακής οργάνωσης «Εταιρία Νέων Φιλικών». Αργότερα, με τον Γεώργιο Δάλλα εξέδωσαν τα πρώτα φύλλα της εφημερίδας «Ελληνική Σάλπιγγα», όργανο της παραπάνω οργάνωσης. Ήταν υπεύθυνος Τύπου και Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής Μεσσηνίας της «Εταιρίας Νέων Φιλικών» και μέλος της Επιτροπής Αυτοδιοικήσεως Μεσσηνίας. Εκλέχτηκε εθνοσύμβουλος της πόλεως Καλαμάτας και έλαβε μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων Ευρυτανίας (1944). Ήταν διευθυντής της εφημερίδος του ΕΑΜ «Ελεύθερη Μεσσηνία» (Μάρτιος 1944 - Φεβρουάριος 1945) και γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Μεσσηνίας του ΕΑΜ (Δεκέμβριος 1944 - Μάρτιος 1945). Στην περίοδο των διωγμών μετά το 1945, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου και δικηγόρησε. Υπήρξε διευθυντής εκδόσεως του νομικού περιοδικού «Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας» (1950-1962) και το 1956 εξέδωσε το βιβλίο «Εργατική Νομοθεσία». Συντάκτης του Κώδικα Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας που εφαρμόστηκε στις "ελεύθερες περιοχές" της Μεσσηνίας από τα Λαϊκά δικαστήρια, τη διάρκεια της Κατοχής και τις πρώτες ημέρες της Απελευθέρωσης.
(116) “Σημαία” 14/1/1928.
(117) “Θάρρος” 6/1/1928
- Στις 17 Αυγούστου 1916 που ξέσπασε το κίνημα Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο τότε λοχίας Γ. Κονδύλης προσχώρησε στους κινηματίες και συντάχθηκε μαζί τους, αναλαμβάνοντας την επιβολή των θεσμών του κράτους και την υλοποίηση της επιστρατεύσεως, καθώς και την καταστολή της εξεγέρσεως στη Χαλκιδική. Για την εκεί δράση του, τη σκληρότητα της συμπεριφοράς του στους κατοίκους, τις καταδιώξεις και τις εκτελέσεις πολιτών, τον αποκάλεσαν «σφαγέα της Χαλκιδικής». Αργότερα διέρρηξε τις σχέσεις του με το Βενιζέλο, ανελίχθηκε μέσα από μια περιπετειώδη στρατιωτική πορεία μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου, ανέτρεψε με κίνημα το 1926 τη δικτατορία του Πάγκαλου, διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός, ενώ για μικρό διάστημα διετέλεσε και αντιβασιλέας.
(118) “Θάρρος” 6/1/1928.
(119) “Σημαία” 22/1/1928
- Ο Νίκος Ηλιόπουλος που γεννήθηκε το 1900 στην Καλαμάτα και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη δημοσιογραφία μέσα από τις στήλες της εφημερίδας “Θάρρος” στη συνέχει εργάστηκε ως έμμισθος συντάκτης στην “Ηχώ”. Μαρξιστικών αντιλήψεων υπήρξε ο πρώτος Μεσσήνιος που στάλθηκε εξορία στη Φολέγανδρο επί δικτατορίας του Πάγκαλου και αφέθηκε ελεύθερος τον Οκτώβριο του 1926. Από τις 30 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ανέλαβε αρχισυντάκτης στη “Σημαία” και διακρίθηκε για τα ρεπορτάζ του αλλά και για την ευθύτητα της γνώμης του. Αργότερα εργάστηκε πάλι σε επιτελική θέση στο “Θάρρος”, ενώ τον Οκτώβριο του 1935 εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα “Η Αναγέννησις” της οποίας κυκλοφόρησαν 6 φύλλα. Μεταξύ των συνεργατών της ήταν σημαντικοί παράγοντες της δημοσίας ζωής και της αριστεράς τόσο στην Αθήνα (Σβώλος, Σωμερίτης κ.ά.), όσο και στην Καλαμάτα (Κουλαμπάς, Κορμάς, Κουλουμβάκος κ.ά.). Μεταπολεμικά εργάστηκε ως συντάκτης σε αθηναϊκές εφημερίδες και το 1956 εξέδωσε τη συνδικαλιστική εφημερίδα “Ο κόσμος των συγκοινωνιών”.
- Στο πρωτόκολλο της συμφωνίας για την έκδοση δανείου που υπογράφτηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1927, στη Γενεύη μεταξύ της ελληνικής κυβερνήσεως και της δημοσιονομικής επιτροπής της Κ.Τ.Ε. περιλήφθηκε και η υποχρέωση της ίδρυσης Γεωργικής Τράπεζας. Στις 3 Φεβρουαρίου 1928 παραιτήθηκε ο πρωτεργάτης της ιδέας και υπουργός Γεωργίας Αλ. Παπαναστασίου και η κυβέρνηση επιτάχυνε τη διαδικασία σύστασης της τράπεζας για να μην θεωρηθεί ότι δεν υποστηρίζει τα αγροτικά συμφέροντα. Στις 23 Φεβρουαρίου 1928 υπογράφηκε νέα σύμβαση ανάμεσα στο κράτος και την Εθνική Τράπεζα για την ίδρυση και λειτουργία της Γεωργικής Τράπεζας χωρίς όμως να προωθηθεί για επικύρωση στη Βουλή επειδή τα κεφάλαια της νέας τράπεζας δεν επαρκούσαν. Τον Ιούλιο του 1929, ο τότε υπουργός Γεωργίας Κ. Σπυρίδης εισήγαγε σχέδιο νόμου για την ίδρυση Γεωργικής Τράπεζας το οποίο ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία.
(120) “Θάρρος” 1/2/1928
- Ο χαρακτηρισμός “προσωπικά κόμματα” υποδηλώνει το γεγονός ότι σε αυτή την περίοδο βουλευτές και πολιτευόμενοι έχουν το δικό τους κόμμα, ουσιαστικά έναν κόσμο που τους ακολουθεί ακόμη και στις πολιτικές μετακινήσεις τους. Πολύ συχνά στις εφημερίδες πριν από τις εκλογές (και όχι μόνον) υπάρχουν κείμενα στα οποία οι υπογράφοντες αναφέρουν ότι ανήκουν ή ανήκαν στο κόμμα του άλφα ή του βήτα παράγοντα.