Σύμφωνα με τις αφηγήσεις ηλικιωμένων, κι έτσι όπως τα εξιστόρησαν προχθές στο Δημοτικό Συμβούλιο οι 10χρονος τότε Γιάννης Σταυριανέας και ο 18χρονος Παναγιώτης Ρούτσης, ξημερώματα στις 6 Ιουνίου 1944, ημέρα Σάββατο στην κεντρική πλατεία της Μεσσήνης, έγινε ένα αποτρόπαιο μακελειό. Οι Γερμανοί κατακτητές μαζί με συνεργούς τους σκότωσαν εν ψυχρώ 7 αθώους Νησιώτες και 1 Ιταλό. Φέτος στις 6 Ιουνίου είναι η επέτειος των 72 χρόνων από το τραγικό συμβάν και ο οινολόγος Δημήτρης Μπουσούνης απευθύνθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο για να τους υπενθυμίσει αυτά τα θλιβερά γεγονότα, αντί μνημοσύνου, παρακινώντας τους να τοποθετήσουν μια στήλη με τα ονόματα των εκτελεσθέντων.
«Ισως νομίζουν κάποιοι πως κρύβοντας την ιστορία του τόπου μας κάτω από το χαλί, είναι καλύτερα. Ο λαός όμως λέγει πως "όποιος ξεχνάει την ιστορία του, δεν αποκλείεται να την ξαναπεράσει". Κάποιες φορές μάλιστα, αυτό γίνεται με πολύ πιο βίαιο τρόπο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μπουσούνης στο αίτημά του προς το Σώμα. Επεσήμανε δε ότι είναι «ηθική υποχρέωση της σημερινής δημοτικής αρχής για την αποκατάσταση της μνήμης των αδικοχαμένων. Αλλωστε τα μίση και τα πάθη εκείνης της εποχής μετά από 72 χρόνια, έχουν σχεδόν εξανεμιστεί».
Επεσήμανε ακόμα ότι «η χώρα μας σήμερα, κάνει μια τεράστια προσπάθεια για την διεκδίκηση καταβολής επανορθώσεων εκ μέρους της Γερμανίας. Οι θηριωδίες που διέπραξαν οι Γερμανοί στον τόπο μας κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ετσι θα δοθεί η δυνατότητα να καταγραφούν τα γεγονότα της εποχής εκείνης με επίσημο τρόπο, για να γίνουν χτήμα του Δήμου Μεσσήνης, που είναι η ιστορία της πόλης μας».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Στις 6 Ιουνίου το πρωί του έτους 1944, στην κεντρική πλατεία Μεσσήνης, οι Γερμανοί κατακτητές, μαζί με τους συνεργούς τους σκότωσαν 7 αθώους Νησιώτες και μαζί έναν Ιταλό. Μια ή δυο ημέρες πριν, στην οδό Πλάτωνος, βρήκαν σκοτωμένο έναν ταγματασφαλίτη. Οταν το έμαθαν αυτό οι Γερμανοί, έκαναν μπλόκο στην συνοικία του Αγίου Δημητρίου, για να συλλάβουν τους ενόχους. Αμέσως μετά στην οδό Πλάτωνος, που βρήκαν το σκοτωμένο, έμπαιναν μέσα στα σπίτια κι αφού έπαιρναν ό,τι τους ήταν χρήσιμο, έβαζαν φωτιά. Σε κάποια στιγμή αφού έκαψαν τα σπίτια από την μια πλευρά του δρόμου, πήγαν απέναντι στη γωνία Πλάτωνος και Παπαφλέσσα. Εκεί έμενε ο Ντίνος Βλαχάκης, καθηγητής φιλόλογος τότε, με τις αδερφές του. Εβαλαν κι εκεί φωτιά και γέμισε το σπίτι καπνούς. Τότε πετάχτηκε έξω έντρομος ένας Ιταλός και φυσικά οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες που ήταν παρόντες έμειναν άφωνοι. Αμέσως έπιασαν το Βλαχάκη και τον Ιταλό και τους πήγαν στη Γκεστάπο. Η διοίκηση των Γερμανών στεγαζόταν τότε στο παλιό γυμνάσιο της πόλης, που ήταν στο πάνω μέρος της κεντρικής πλατείας.
Λέγεται λοιπόν πως οι αδερφές του Βλαχάκη συγκέντρωσαν κάποια χρήματα και φιλοδώρησαν τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες, για ν' αφήσουν τον αδερφό τους ελεύθερο.
Πράγματι την επομένη το πρωί λίγο πριν την εκτέλεση, οι Γερμανοί, πρότειναν στο Βλαχάκη να φύγει. Αυτός, όμως, ζήτησε ν' αφήσουν ελεύθερο και τον Ιταλό, γιατί δεν έφταιγε σε τίποτα όπως είπε. Τότε τους έβαλαν και τους δύο μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Βλαχάκης μετά την ριπή του πολυβόλου, έμεινε όρθιος και τον εκτέλεσε κατόπιν εξ επαφής με περίστροφο ένας ταγματασφαλίτης, που συνεργούσε εκείνη την ώρα στην εκτέλεση.
Μια άλλη τραγική φιγούρα της τελευταίας στιγμής, ήταν ο Ντίνος Πλεμμένος. Οπως λέγεται την προηγουμένη ημέρα της εκτέλεσης, κάποιοι από τους ταγματασφαλίτες έκαναν έφοδο στο σπίτι του, ενώ αυτός έλειπε. Φεύγοντας αφαίρεσαν κάποιο κόσμημα, που είχε ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τον ίδιο.
Οταν γύρισε, η μητέρα του τού μίλησε για την κλοπή και πήγε στο αρχηγείο των Γερμανών, που ήταν απέναντι από το σπίτι του, για να ζητήσει το κειμήλιο. Αυτοί ακούγοντας το αίτημά του, τον συνέλαβαν και τον έβαλαν μαζί με τους άλλους για εκτέλεση. Τους υπόλοιπους 5 τους είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και ήταν κρατούμενοι.
ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ
Τα ονόματα των εκτελεσθέντων, σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες, εκείνη την ημέρα είναι τα εξής: Αντώνης Προζυμάς, Σπύρος Προζυμάς, Γεώργιος Ι. Ζέππος, Πάνος Κούτης, Ντίνος Γ. Πλεμμένος, Γεώργιος Καντιάνης, Κωνσταντίνος Γ. Βλαχάκης και ο Ιταλός Mario Giobetti Ottavio.