Τετάρτη, 22 Ιουνίου 2016 17:56

Η Μάχη της Βέργας (22-24 Ιουνίου 1826)

Η Μάχη της Βέργας (22-24 Ιουνίου 1826)

Του Γιώργου Σπ. Κουρεντζή

Προέδρου Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων

Δημοτικού Σχολείου Βέργας

Σαν μνημόσυνο σ΄ όλους τους προγόνους Σελιτσάνους (Βεργιώτες σήμερα), που πολέμησαν για να απολαμβάνουμε εμείς τον αέρα της ελευθερίας, καταθέτω τα παρακάτω γεγονότα, χωρίς έπαρση μανιάτικη και χωρίς κομπασμό, ότι μόνο εμείς οι Βεργιώτες είμαστε ο «περιούσιος λαός». Και το κάνω αυτό, για να θυμηθούμε εμείς οι μεγάλοι και να γνωρίσουν τα παιδιά μας τα γεγονότα που οδήγησαν στη Μάχη της Βέργας.

Ολοι ξέρουμε ότι η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου και είμαστε πολύ περήφανοι γι΄ αυτό, που η πόλη μας ήταν η πρώτη που απελευθερώθηκε.

Ομως η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν το έβαλε κάτω. Δεν μπορούσε  εύκολα να παραδεχτεί ότι μια χούφτα Ρωμιοί με αρχηγούς τους τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη, το Νικηταρά, τον Αναγνωσταρά, τον Παπαφλέσσα και μερικούς άλλους μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς σήκωσαν κεφάλι και ελευθερώθηκαν. 

Ενα χρόνο μετά, δηλαδή στις 26 Ιουλίου 1822, στέλνει τον Δράμαλη με πολυάριθμό στρατό να καταπνίξει την Επανάσταση. Οι Ελληνες τους νικούν με τέχνασμα στα Δερβενάκια και ο συμπατριώτης μας ο  Νικηταράς, ονομάζεται και «τουρκοφάγος».

Εγιναν και άλλες μάχες για να καταπνιγεί η Επανάσταση με νικητές πάντοτε τους Ελληνες και φτάνουμε στις αρχές του 1825. Στα Μοθοκώρονα αποβιβάζεται πολυάριθμος στρατός πολύ καλά εκπαιδευμένος από Γάλλους αξιωματικούς με αρχηγό τους τον Ιμπραήμ Πασά. Η Επανάσταση τότε περνάει την χειρότερη εποχή της. Ο Κολοκοτρώνης είναι στη φυλακή, ο θαλασσινός Σκούρτης είναι αρχιστράτηγος στην ξηρά και η φαγωμάρα για τα πρωτεία καλά κρατεί.

Η πρώτη μάχη που δίνει ο Ιμπραήμ ήταν στο Μανιάκι. Εκεί όπως όλοι ξέρουμε σκοτώθηκε -θυσιάστηκε θα λέγαμε καλύτερα- ο Παπαφλέσσας και όλοι οι άλλοι Ελληνες που ήταν στη μάχη.

O Φωτάκος που έζησε τα γεγονότα, πολεμώντας πλάι στον Κολοκοτρώνη κατέγραψε κάποια γεγονότα και στα απομνημονεύματά  του λέει (σελ. 560-561):

"...Ο δε Ιμπραήμ με τα στρατεύματα του, κυνηγούσε τους Ελληνας επάνω εις τα βουνά και εις τα δάση, αρπάζοντας τα πράγματα και τα ζώα των. Εφευγαν δε και τα γυναικόπαιδα επάνω εις τα βουνά και εκρύπτοντο μέσα εις τα δάση και εις τα σπήλαια. Καθ' όλην την Πελοπόννησον τίποτε άλλο δεν ηκούετο και δεν εφαίνετο, παρά μόνον τουφεκισμοί και πυρκαϊαί. Καπνοί υψούντο παντού. Και καθ' εκάστην ημέραν εγίνοντο σκοτωμοί και αιχμαλωσίαι και άλλα ανήκουστα δυστυχήματα. Ο ουρανός της Πελοποννήσου εφαίνετο ότι εχαμήλωσεν. Ολαι δε αι ειδήσεις ήσαν φόβος και απελπισία.

Οστις τότε επεριπάτει εις Πελοπόννησον, τίποτε άλλο δεν έβλεπεν, ει μη πτώματα άταφα Τούρκων και Ελλήνων, πολλά ζώα ψόφια, ως και άλλα διάφορα πράγματα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Δυσωδία δε μεγάλη και βρώμα αφόρητος έβγαινεν από τα άταφα και σηπωμένα πτώματα των ανθρώπων και των ζώων...

Μόνον εις τους βράχους και τας κορυφάς των αγρίων τόπων και των βουνών υπήρχον πνοές ανθρώπων... Κανείς δεν δύναται να περιγράψει τα τραγικά συμβάντα, τα οποία από τόπου εις τόπον εγίνοντο. Αι γυναίκες καταδιωκόμεναι από τους Τούρκους, έπεφταν από τους απότομους βράχους και απέθνησκον, τα δε παιδία των, τα μικρά, έπνιγον αι ίδιαι εις τους ποταμούς, διά να μη φωνάζουν κλαίοντα, αλλά και τους πετεινούς ακόμα έσφαζαν διά να μη λαλούν και ακούουν οι Τούρκοι". 

...Πιο κάτω περιγράφει ανατριχιαστικά την εικόνα που συνάντησε στον Αγιο Φλώρο "όταν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ είχαν κρεμάσει εις τα δέντρα, μικρά παιδιά το καθένα με την νάκα του, οπού δεν τα είχαν σκοτώσει. Το θέαμα όμως ήταν λυπηρόν. Τα νήπια είχαν τα χέρια των εις το στόμα των και εβύζαιναν τα δάκτυλά των. Τινά δε από αυτά βυζαίνοντα εμαλάκωσαν τα δάκτυλά των, τα οποία εξεπέτσωσαν, ώστε έρεε το αίμα των και το εβύζαιναν…".

Και συνεχίζει ότι "όλοι οι άνθρωποι ήταν αλαφιασμένοι και κατατρομαγμένοι. Ετρεχαν άνω κάτω, εδώ κι εκεί και επλανώντο μέσα εις τα δάση και τα βαθειά ρέματα. Τους εφαίνετο ότι όλος ο τόπος ήτο χάος και ήθελε να τους καταπιεί και καμίαν ανάπαυσιν δεν είχαν άνθρωποι και ζώα και εκινούντο παντού και πάντοτε και πού επήγαιναν δεν καταλάβαιναν και δεν εγνώριζαν…".

Ολα αυτά τα συγκλονιστικά περιστατικά τα αναφέρω για να καταλάβουν οι αναγνώστες, ποια ήταν η προ της Μάχης της Βέργας γενική κατάσταση της Επαναστάσεως και μέσα από ποιες εθνικές τραγωδίες ξαναγεννήθηκε η «απ' τα κόκαλα βγαλμένη» Ελληνική Λευτεριά. Η συμβολή της Μάνης στον τιτάνιο αυτόν αγώνα ζωής ή θανάτου ήταν καθοριστική μιας και ήταν το καταφύγιο των κατατρεγμένων. 

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το γεγονός του προσκυνήματος στον Ιμπραήμ του Νενέκου και άλλων 2.000 Ελλήνων από την Αχαΐα και Ηλεία. Για το τρομερό αυτό γεγονός, μας μιλά ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, που μόλις έχει αποφυλακισθεί και προσπαθεί να σώσει ό,τι είναι μπορετό: «...φοβήθηκα μόνο για την Πατρίδα, τον καιρόν του προσκυνήματος όχι άλλη φορά. Ούτε εις τες αρχές της Επαναστάσεως, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήρθε με 30.000 στράτευμα εκλεκτό, ούτε ποτέ άλλοτε. Μόνον εις το προσκύνημα φοβήθηκα. Η Ρούμελη ήταν όλη προσκυνημένη, η Αθήνα πεσμένη, τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα διαλυμένα. Μόνον  η Μάνη ήταν μεινεμένη και τα δυο νησιά, Υδρα και Σπέτσες... Αυτό το καλοκαίρι εχάλασα είκοσι ρίζιμα (πάκα) χαρτί εις γράμματα και διαταγάς... Είχα έξι γραμματικούς και έγραφαν ημέραν και νύχτα και δεν επρόφθαιναν…».

Η ίδια θλιβερή κατάσταση παρατηρείτε και στη θάλασσα. Τα πλοία ήταν δεμένα στην Υδρα και στις Σπέτσες χωρίς πληρώματα και επισκευαστικές εργασίες, με πανιά ρακένδυτα και ξάρτια σπασμένα. Και τα θρυλικά πυρπολικά ήταν τελείως παραμελημένα. Αυτή ήταν δυστυχώς η κατάντια του Ιερού Αγώνος του Εικοσιένα, υστέρα από την αλληλοφαγωμάρα και την βαρβαρική επιδρομή της Τουρκοαιγυπτιακής λαίλαπας.

Μέσα όμως στη μεγάλη αυτή απόγνωση, τον όλεθρο και την ανείπωτη συμφορά πού πλήττει Μοριά και Ρούμελη, υπάρχει κάτι το ανεπαίσθητο και ασήμαντο, αλλά πολύ δυνατό και ελπιδοφόρο για την τύχη της Ελλάδος και την μοίρα του Γένους γενικότερα. Η θεία Πρόνοια έχει διαφυλάξει άθικτη και αλώβητη μια ακραία κόχη της Ελληνικής γης. Μια αξέψυχη σπίθα. Μια ανυπότακτη έπαλξη. Την σκληροτράχηλη και αδούλωτη Μάνη και την ξερολιθιά του Αλμυρού. Προς την οποία, ο Ιμπραήμ στέλνει με πολλήν αναίδεια και έπαρση τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του και δεν θ' αφήσει «μήτε ίχνος οσπιτίου…».

Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης που κρατά τον ξερότοιχο της Βέργας, στο τελεσίγραφο, απαντά σαν άλλος Λεωνίδας: «...Σε περιμένομε με όσας διαθέτεις δυνάμεις... Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομε και σε περιμένομε…». 

Μετά από αυτή την απάντηση, ο Ιμπραήμ το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1826 εξαπολύει επίθεση. Χρησιμοποιεί 15.000 περίπου δυνάμεις από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με το στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων Μανιατών και εξαπολύει κατά κύματα γιουρούσια 8.000 πεζών και ιππέων εναντίον 2.400 περίπου κυρίως Μανιατών.

Η μάχη κρατά όλη την ημέρα. Ο Ιμπραήμ ρίχνει όλο και πιο ξεκούραστα σώματα στον αγώνα, αλλά τα ατσάλινα στήθη των υπερασπιστών πυργώνουν το ξερότοιχο αυτό μετερίζι και υψώνουν μεσούρανα την τιμή, την ανδρεία και την δόξα της Μάνης. Σαν άλλος Διγενής, οι Μανιάτες κατετρόπωσαν στο απονενοημένο αυτό πάλεμα τον Χάροντα και  εθαυματούργησαν.

Οκτώ με δέκα γιουρούσια την ημέρα, με αμέτρητη καβαλαρία και πολλά κανόνια από στεριά και θάλασσα, έκανε ο Ιμπραήμ το τριήμερο 22, 23 και 24 Ιουνίου, μα η Βέργα δε λύγισε και δεν πατήθηκε. Γιατί πίσω από αυτό τον ξερότοιχο είχαν στήσει ταμπούρι άπαρτο με τα ατσάλινα στήθη τους οι αρειμάνιοι Μανιάτες, που το υπεράσπιζαν και το διαφέντευαν σαν αληθινοί απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών.

Η ίδια πανωλεθρία περίμενε τον στρατό του Ιμπραήμ  και στο δεύτερο μέτωπο που άνοιξε  στην καρδιά της Μάνης, στο Διρό, όπου οι γυναίκες με τα δρεπάνια του θερισμού, με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια και τα νύχια ακόμα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάμεις του.

Επειτα απ΄ όλα αυτά που δανείστηκα από ιστορικούς να παραθέσω, νομίζω ότι αξίζει την Τρίτη 21 Ιουνίου 2016, που είναι η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου, να γίνει και η μεγαλύτερη γιορτή στη Βέργα, γι΄ αυτό και σας περιμένουμε όλους «να φάμε μαζί ψωμί και αλάτι».