Από την πρώτη φορά που την είδα, η Γιούλικα Σκαφιδά μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι έπαιζε για μένα. Για μένα και για κάθε έναν θεατή της ξεχωριστά. Την κοιτάς και σε κάνει να νομίζεις ότι απευθύνεται σε σένα και σε έχει στοχεύσει για να σου μεταδώσει αποκλειστικά την ουσία του εκάστοτε ρόλου της. Το ίδιο συμβαίνει και στο Dogville.
Ακόμα περισσότερο είναι πολύ ιδιαίτερος και ο τρόπος που η ηθοποιός αντιμετωπίζει το σώμα της και πως το χρησιμοποιεί όλα αυτά τα χρόνια. Τόσο θεατρικά όσο και τηλεοπτικά. Κυρίως όμως στο πρώτο, που είναι σαφώς πιο εύκολο να αντιληφθείς τον τρόπο, αφού βρίσκεται μπροστά σου και δεν έχει τον στιλιζαρισμένο μανδύα της τηλεόρασης.
Λίγα λόγια για το έργο...
Το Dogville είναι ένα από τα έργα που ανέβασαν στο υψηλότερο σκαλί τον Trier, για πολλούς είναι στην δεκάδα των κορυφαίων ταινιών της νέας χιλιετίας και περιγράφει την ιστορία μιας κοπέλας που, κυνηγημένη από γκάνγκστερ, βρέθηκε στο κατώφλι μιας πόλης που μοιάζει να εμφανίζεται από το πουθενά και να απορροφά το περιεχόμενο της. Οι κάτοικοι της είναι ενωμένοι, αλλά ενωμένοι κάτω από μια μίζερη ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα τόσο αποπνικτική, ώστε δεν αντιλαμβάνονται πλέον ότι πνίγονται. Και ψάχνουν αυτό που θα τους επαναφέρει, έστω και για λίγο σε κανονικούς καρδιακούς ρυθμούς.
Το καλοκουρδισμένο ρολόι της Dogville χάνει τη ρουτίνα του όταν εμφανίζεται η Grace, μια κοπέλα που προσπαθεί να ξεφύγει από τους γκάνγκστερ που την κυνηγούν. Η Grace είναι μια παντελώς άγνωστη που ζητάει καταφύγιο. Οι άνθρωποι έχουν μάθει να είναι συμπαγείς και να μην ανοίγονται, οπότε χρειάζονται μερικές μέρες να την μάθουν. Η παρουσία της αστυνομίας και σκοτεινών τύπων που την αναζητούν δεν θα την βοηθήσουν στην προσπάθεια της να κερδίσει την συμπάθεια τους. Στο τέλος όλα μοιάζουν να μην έχουν σημασία και το όμορφο πράγμα που αναζητούσε το Dogville ήταν ταυτόχρονα και η ταφόπλακα του.
Οταν πας να δεις μια τέτοια παράσταση, γνωρίζοντας και το πρωτότυπο έργο, περιμένεις λίγο ως πολύ ότι θα δεις αρκετές καινοτομίες, ότι θα δεις πράγματα που μπορεί να σε ξαφνιάσουν και να σε ενοχλήσουν ίσως. Εδώ δεν συμβαίνει. Οι προσθήκες της Εφης Γούση και της υπεύθυνης σκηνικών, Ηρας Σπαγαδώρου, ξενίζουν στην αρχή, αλλά όσο προχωράει το έργο ενσωματώνονται στο μάτι ως φυσικές προεκτάσεις της ψυχής του Dogville, ως εξαγωγές της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων.
Το κουτί από πλεξιγκλάς, το διάφανο πλαίσιο που κλείνει το Dogville με σκοπό να το κρατήσει ταυτόχρονα απρόσιτο, αλλά και πλήρως ορατό, αφήνει την χαραμάδα που χρειάζεται ο θεατής. Το μικρόφωνο που χρησιμοποιούν οι ήρωες φαντάζει πολύ ανοίκειο, αλλά καταφέρνει η Γούση να το κάνει από αφαιρετικό σε επαυξητικό της εμπειρίας. Το ίδιο και το τρικ με την υποτιθέμενη κάμερα, τον ρεπόρτερ και τον μπούμαν που στήνονται για να πάρουν μια δήλωση από την Grace.
Η Γιούλικα Σκαφιδά μπαίνει για άλλη μια φορά σε μια αναμέτρηση με το σώμα της. Προς το τέλος του έργου ξεγυμνώνεται ασμένως, έχοντας βιαστεί από τους δύο εκ των τριών ανδρών του Dogville και εστιάζει όλη την προσοχή πάνω σε αυτό. Στη βασανισμένη σάρκα, στο «τραυματισμένο» στήθος, σε μια υπαρκτή, αλλά άφατα διεμβολισμένη γυναικεία φύση. Προσωπικά θεωρώ πάντα μεγάλη υπόθεση ένας ηθοποιός να αφήνει έρμαιο την μεμβράνη που λέγεται σάρκα και όσα αυτή φέρει, προς τους θεατές, φανερώνοντας ακόμα και αυτά που έχει από χρόνια αρχειοθετήσει ως «λακούβες». Και αυτό η Σκαφιδά το καταφέρνει και στη σκηνή που ξεγυμνώνεται, αλλά και στις στιγμές που γίνεται γρανάζι της οικιακής εργασίας, καθαρίζοντας τζάμια και πατώματα. Ένα χέρι μαθημένο στην καλοπέραση, πρέπει τώρα να σκληραγωγηθεί.
Η Ρομάνα Λόμπατς μπαίνει με πολύ γοητευτικό και ιδιαίτερο τρόπο στη θέση της noir humor νότας του οργανισμού που λέγεται Dogville. Η Πηνελόπη Τσιλίκα χειρίζεται άψογα το πρόσωπο της ώστε να βρίσκεται στην θέση της μήτρας της πόλης, της προστάτιδας, της γυναίκας που με την πειθαρχία και την σκληράδα της διατηρεί την ισορροπία, τόσο μεταξύ των κατοίκων, αλλά και με τον σύζυγο της Τσακ και τα 7 τους παιδιά. Ο Ευθύμης Ζησάκης κερδίζει τα εύσημα ως ο αφηγητής που από παντεπόπτης εισέρχεται και «μιαίνεται» από την λεκτική συνδιαλλαγή με το Dogville. Από τον Θεό που διαβλέπει, γίνεται ο γκάνγκστερ πατέρας της Grace. Ο Ορέστης Καρύδας, ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης και ο Δημήτρης Πασσάς παραμένουν λιτοί και διακριτικοί όταν πρέπει, έντονοι και παραληρηματικοί όπου χρειάζεται.
Ολοι τους συμβάλλουν σε δύο από τις πιο ωραίες σκηνές που έφτιαξε η Γούση και οι συνεργάτες της. Γενικά, είμαι άνθρωπος που με εξιτάρουν οι υψηλές εντάσεις και όταν αυτές έρχονται σταδιακά, κλιμακώνονται για να φτάσουν στην ουσία στο χείλος ενός γκρεμού και να πέσουν, βλέπω με υπερυψωμένη αντίληψη μια παράσταση. Να πέφτουν διαρκώς, ώστε να μην ακούγεται μια κραυγή πτώσης, ούτε το γκουπ της σύγκρουσης με το έδαφος. Ο χορός των κατοίκων με την νεόφερτη Grace και μετά που έχει μείνει μόνη της στο κλουβί του Dogville, με τους άλλους να της απευθύνονται μέσω μικροφώνου και να παίρνουν και θέση αφηγητή, δίνουν μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας και είναι σαν διαρκείς καταβάσεις στο κενό. Κάτι ο χορός, κάτι η μέτριας έντασης χορωδία ως background του διαλογικού μέρους, στήνουν ένα υπερβατικό συναίσθημα.
Ενα συναίσθημα που ίσως ατονεί από μικρές λεπτομέρειες, τουλάχιστον ως προς την αίσθηση του θεατή. Οπως για παράδειγμα η φυγή των ηθοποιών από τη σκηνή για να βρεθούν στο πίσω μέρος, απρόσιτοι εντελώς από το μάτι. Πιθανώς για να εξατομικευτεί η Grace και να μας προοιωνίσει για το τέλος η σκηνοθέτις. Ή ορισμένα τεχνάσματα όπως το σπαγγάτο της Vera και η μεταμόρφωση της στο μεγάλο γιο της Liz, ή το κρασί που υπέχει θέση αίματος και σκάει στο πλέξιγκλας.