Πέρασε κι από το ΔΗΠΕΘΕ της Καλαμάτας - και μάλιστα δύο φορές μες στη δεκαετία του '90. Εδώ και χρόνια, πέρα από πρωταγωνιστής είναι επίσης σκηνοθέτης, δάσκαλος, αλλά και θεατρικός επιχειρηματίας: Από το 2000 το «Θέατρο Τέσσερις Εποχές - Γιάννης Μόρτζος», εκτός απ' το όνομά του, φιλοξενεί και την προσήλωσή του στο νεοελληνικό θέατρο. Σ' αυτό το πλαίσιο ανεβάζει φέτος ένα ακόμα νέο έργο. Ο «Ελευθέριος Βενιζέλος», με την υπογραφή του Φιλιατρινού Γρηγόρη Χαλιακόπουλου και σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή το Γιάννη Μόρτζο, παρουσιάζει πρώτη φορά επί σκηνής την εμβληματική προσωπικότητα που χάραξε την ιστορία της Ελλάδας. Με αυτή την αφορμή, ο γνωστός ηθοποιός δεν σχολιάζει μόνο τη θεατρική, αλλά και την πολιτική ελληνική σκηνή. Στη μεν, βλέπει «πολλή ασυδοσία»· στη δε, νιώθει ότι «δεν πάμε πουθενά» ή μάλλον «πάμε φούντο». Γιατί; Δεν είναι λίγοι οι λόγοι που εκθέτει - και οι δικοί του συνειρμοί τον οδηγούν εκεί. Παρακολουθήστε τους...
- Φέτος ενσαρκώνετε τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πώς προσεγγίζετε αυτή την εμβληματική προσωπικότητα, μέσα και από το κείμενο του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου;
«Ευτυχώς το κείμενο του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου ήταν αυτό που επιθυμούσα - γιατί το συγκεκριμένο πείραμα το είχα στο μυαλό μου εδώ και λίγα χρόνια. Ο,τι είχα πάρει όμως στα χέρια μου μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν με ικανοποιούσε. Τώρα, μέσα από τη συνεργασία μου με το Γρηγόρη, πέτυχα τελικά το κείμενο που εκπροσωπεί αυτό που είχα στο μυαλό μου - και αυτό που μπορώ να κάνω από πλευράς παράστασης.
Ηθελα από την αρχή να δώσω μια σαφή εικόνα της εποχής αυτής που αναδύεται ο Βενιζέλος ως πολιτικός, στην Κρήτη πρώτα βέβαια και μετά στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτό για μένα είχε μεγάλη σημασία. Δεν ήθελα να κάνω μόνο μια "προσωπογραφία" του Βενιζέλου, που υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα αναμφιβόλως, αλλά να αναφερθώ και στην εποχή που έδρασε. Ολα κατά κάποιον τρόπο συντέλεσαν ώστε στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, της πλήρους ερήμωσης του τόπου, να πέσει αυτός ο άνθρωπος σαν ουρανοκατέβατος και να δημιουργήσει από εκεί και πέρα όλα όσα δημιούργησε».
- Το όνομα του Ελ. Βενιζέλου ανακαλεί στη μνήμη μας και τον μεγάλο (για την ακρίβεια, ακόμα έναν) εθνικό διχασμό. Πολλοί βρίσκουν αναλογίες με το σήμερα. Εσείς;
«Δεν είναι μακριά το ένα από το άλλο· μόνο που ο Βενιζέλος δεν έκανε κανένα διχασμό, με την έννοια "κάνω διχασμό για να κερδίσω". Αναγκάστηκε να κάνει τον διχασμό ο Βενιζέλος, γιατί εάν δεν τον έκανε, η Ελλάδα σήμερα θα ήταν ανύπαρκτη. Ο Βενιζέλος ήθελε να στεριώσει την Ελλάδα με δημοκρατικές διαδικασίες και χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ανατραπεί εύκολα αυτό το πράγμα έπειτα - δηλαδή να κερδίσει και μετά να χάσει. Τον διχασμό είναι πάρα πολύ δύσκολο να του τον προσάψεις, σε καμιά περίπτωση εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω, αλλά επιπλέον, τώρα που διάβασα παραπάνω κι έμαθα τόσα ακόμη πράγματα για εκείνη την εποχή, κατάλαβα ότι ήταν απαραίτητος, ήταν οπωσδήποτε επιβεβλημένος ο διχασμός! Γιατί αλλιώς, η εποχή αυτή που ζει και μεγαλουργεί ο Βενιζέλος είναι επικίνδυνη για την Ελλάδα».
- Η ιδιαίτερη πατρίδα σας, η Σάμος, έχει επίσης περίπλοκο παρελθόν: Επί τουρκοκρατίας το νησί ήταν διχασμένο, αλλά και ιδιαίτερα προνομιούχο - όμως επαναστάτησε το 1821 και κράτησε σαν από θαύμα τον αγώνα ως το τέλος. Πώς σας «μιλάει» η Ιστορία του;
«Μου λέει ακριβώς ότι ο Ελληνας ως πολιτική και κοινωνική οντότητα παραπαίει πολλές φορές. Ας το πω και λίγο πιο λαϊκά: Δεν είναι σίγουρος τι θέλει. Και συνδέοντας αυτή τη σκέψη πάλι με το έργο, μπορώ να πω ότι ο Βενιζέλος προσπάθησε -και πέτυχε- να βάλει τους Ελληνες σε σκέψη και να τους πει: "Ή αυτό ή εκείνο. Ή γι’ αυτό θα πολεμήσουμε και θα σκοτωθούμε, θα τραυματιστούμε, θα υποφέρουμε αλλά θα επιβιώσουμε ως έθνος και ως κράτος, ή πάμε φούντο, δεν έχουμε καμιά άλλη ελπίδα". Αυτό για την άλλη μερίδα που τον αντιπολιτευόταν ήταν η "μικρά και έντιμος Ελλάς". Ηταν το σύνθημά τους. Ενώ ο Βενιζέλος έλεγε "δεν είναι μικρά η Ελλάς, έχει πολύ περιεχόμενο μέσα της και πρέπει να επανέλθει", όπως ήταν κάποτε, πολλά χρόνια πριν βέβαια. Εννοούσε ότι ήταν ένα κράτος κανονικό».
- Λέτε ότι τα διλήμματα υπήρχαν εκ των πραγμάτων και απλώς εκείνος είχε την τόλμη να τα θέσει;
«Βεβαίως. Αυτό είναι το μεγάλο του έργο. Ηταν σαν να φώναζε "Ξυπνήστε ρε!" και τους έκανε να ξυπνήσουν και να δουν ότι πραγματικά μπορούν να κάνουν ορισμένα πράγματα - και κυρίως να αυξήσουν τα εδάφη, τα οποία ήταν καταπατημένα ακόμη από τους Τούρκους. Το 1910 ξέρετε πού ήταν τα σύνορα της Ελλάδας, όταν ανέλαβε εκείνος πρωθυπουργός. Βέβαια το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο τον βασάνισε πολύ αλλά δεν τόλμησε αμέσως -και ίσως εγώ προσωπικά του το χρεώνω-, είναι ότι δεν έδιωξε τη Βασιλεία, αμέσως. Οταν δηλαδή ήρθε και μίλησε στο Σύνταγμα πρώτη φορά κι από κάτω φωνάζαν "Συντακτική!" και αυτός είπε "Αναθεωρητική"... θεωρώ ότι αυτό ήταν μια υποχώρηση που είχε μετά συνέπειες και στον ίδιο».
- Στο θέατρο, δάσκαλός σας ήταν ο Κουν μα εδώ και δεκαετίες είστε πια εσείς ο ίδιος δάσκαλος. Τι αλλαγές παρατηρείτε από γενιά σε γενιά νέων ηθοποιών - σε σχέση ίσως και με τη δική σας;
«Να πω το εξής πρώτα: ότι σήμερα οι μεγάλοι δάσκαλοι μας έχουν λείψει. Εγώ νιώθω ότι δεν είμαι στο ίδιο μέτρο με τον Κάρολο Κουν, σε καμία περίπτωση. Ο Κουν δεν ήταν απλώς δάσκαλος, ήταν μεγαλοφυΐα, ήταν ένας άνθρωπος από αυτούς που μένουν στην Ιστορία. Για τον Κουν, και 500 χρόνια μετά κάποιοι θα λένε ότι "υπήρξε κάποτε στην Ελλάδα ένας σοφός δάσκαλος του θεάτρου". Σήμερα όμως δυστυχώς δεν έχουμε, ας το πω έτσι, μεγάλη εξέλιξη στο θέμα των δασκάλων. Εχουμε στους ηθοποιούς και στους σκηνοθέτες εξελίξεις: Οπωσδήποτε είναι πλέον πιο μορφωμένοι και με μεγαλύτερη κατάρτιση. Αλλά δεν έχουμε τους Δασκάλους. Φοβάμαι ότι τα τελευταία χρόνια αυτοί έχουν σχεδόν εκλείψει, με αποτέλεσμα η νέα γενιά να στερείται πράγματα τα οποία τα δικαιούται. Αυτό βγαίνει κατά κάποιον τρόπο και στο έργο της. Παρακολουθώ θέατρο, παρακολουθώ τις νέες τάσεις, τις νέες αγωνίες, και βλέπω ότι όλες αυτές οι νέες τάσεις είναι μπερδεμένες στα μυαλά τους. Δεν υπάρχει κάποια συνείδηση, του τι σημαίνει ελληνικό θέατρο. Γιατί το θέατρο δεν είναι μόνο η παράσταση· είναι οι ηθοποιοί, είναι οι σκηνοθέτες, είναι οι μπογιατζήδες, είναι το κείμενο βέβαια, είναι η ιδέα που έχει ο συγγραφέας, οι ιδέες που έχουν οι νέοι άνθρωποι να το υποστηρίξουν, είναι χίλια δυο πράγματα. Αυτά όλα έχουν μεταξύ τους μια σύνδεση. Αμα κοπεί ένας κρίκος, επέρχεται μια ασυδοσία - και βλέπω πολλή ασυδοσία στο ελληνικό θέατρο. Θα το πω ξεκάθαρα: Ετσι όπως ανεβαίνει το αρχαίο δράμα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι αποδόμηση. Και λέω για το αρχαίο δράμα γιατί με ενδιαφέρει πολύ ως ηθοποιό και ως σκηνοθέτη, γιατί αυτό είναι που μπορεί να στηρίξει και το υπόλοιπο θέατρο».
- Οι δικές σας παραγωγές πάντως φανερώνουν μια ιδιαίτερη αγάπη στο νεοελληνικό θέατρο. Με ποια διαχρονικά ή επίκαιρα κριτήρια επιλέγετε το ρεπερτόριό σας;
«Το επιλέγω με βάση το ελληνικό έργο. Γιατί πιστεύω μεταξύ άλλων ότι έχουμε τη δυνατότητα συγγραφής σπουδαίων έργων εδώ στην Ελλάδα. Μπορούν δηλαδή να γραφτούν ελληνικά έργα αντανακλώντας την εποχή μας. Οπωσδήποτε υπάρχει και μια παράδοση στο ελληνικό θέατρο. Πάντως, σήμερα αυτή η παράδοση τείνει κι αυτή σιγά σιγά να εξαφανιστεί, γιατί έχει επηρεάσει πολύ τους συγγραφείς η τηλεόραση. Κι αυτό το "τηλεοπτικό σενάριο", που λέω εγώ, είναι άκρως αντίθετο με το επιβεβλημένο θεατρικό έργο - το οποίο πλάθει καινούργιες καταστάσεις, βγάζει καινούργιους σκηνοθέτες, βγάζει καινούργιους συγγραφείς, βγάζει καινούργιους ηθοποιούς. Αμα κάνεις απομιμήσεις ή επηρεάζεσαι από καταστάσεις οι οποίες δεν είναι απολύτως και ευθέως θεατρικές, τότε είναι σαν να τα μολύνεις τα πράγματα. Είναι σαν το καθαρό νερό που του ρίχνεις μέσα κάτι και μολύνεται - κι αν έπειτα πιεις από αυτό, υπάρχει πιθανότητα να πεθάνεις».
- Οσον αφορά την τηλεόραση, στο παρελθόν έχετε συμμετάσχει κι εσείς σε αξιόλογες σειρές της. Επειτα όμως την εγκαταλείψατε. Τι είναι εκείνο που σας απομάκρυνε;
«Περιμένω να μου πει ένας παραγωγός και ένας σκηνοθέτης: "Γιάννη έλα να διαβάσεις ένα καλό σενάριο, και εφόσον σου αρέσει να παίξεις κιόλας". Δεν μου ήρθε αυτή η τύχη εδώ και 14 χρόνια, δεν μου έτυχε ένα καλό σενάριο. Ολα όσα μου είπαν να κάνω είναι αυτά που βλέπουμε σήμερα στην τηλεόραση και τα οποία εγώ τα φτύνω. Εχω απαιτήσεις. Είμαι ηθοποιός κυρίως κι αυτό το πράγμα θέλω να το κάνω με γλέντι. Θέλω να βλέπω ότι μια δουλειά με ικανοποιεί ως καλλιτέχνη και την ίδια στιγμή δίνω κάτι στον απλό θεατή για να σκεφτεί, έστω και μέσω της τηλεόρασης. Δεν δέχομαι σε καμιά περίπτωση κάτι άλλο - και σκέφτηκα μάλιστα, μήπως πουν ότι αρνούμαι για τα λεφτά. Δεν με ενδιαφέρει όμως τόσο πολύ το χρήμα, ήμουν πάντα φτωχός και θα μείνω φτωχός μέχρι να πεθάνω. Με ενδιαφέρει μόνο να μπορώ να κινούμαι, να έχω τα απλά πράγματα που χρειάζεται ένας άνθρωπος σήμερα. Δεν με ενδιαφέρουν ούτε τα σπίτια, ούτε τα οικόπεδα, ούτε οι περιουσίες, ούτε τίποτα. Κι αν θέλεις γράψ' το αυτό, ο Γιάννης ο Μόρτζος είναι κατά της ιδιοκτησίας. Δεν έχω ιδιοκτησία».
- Εχετε όμως το θέατρο "Τέσσερις εποχές", που στην αρχή της χιλιετίας διαδέχτηκε την "Αθηναϊκή Λαϊκή Σκηνή". Ποιο είναι το όραμα κι ο στόχος σας ως σκηνοθέτη αλλά και θεατρικού επιχειρηματία;
«Ως θεατρικός επιχειρηματίας, κάθε φορά απλώς προσπαθώ να κρατηθώ για να μην πάω φυλακή! Ισα ίσα να τα φέρνω βόλτα. Κάνω και επιλογή έργων, να το πω αυτό, που δεν απαιτούν μεγάλη παραγωγή, οικονομικά. Αυτό το κάνω συνειδητά πια, αλλά δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά, γιατί είχα δάσκαλο τον Κουν. Είπα προηγουμένως ότι ο Κουν δεν μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα - γιατί ο Κουν ήταν αυτό: Εβαζε στην τσέπη του 200 δραχμές και έλεγε στο θίασο "πάμε να φάμε". Καταλάβατε; Κι εμείς τρώγαμε από μισό σουβλάκι. Δεν είπε κανείς "εγώ θέλω να φάω φασιανό". Και ζήσαμε, δόξα τω Θεώ, εγώ έζησα μαζί του 21 χρόνια κι άλλοι πολλοί όπως ο Λαζάνης, ο Χατζημάρκος, ζήσανε μια ζωή μ’ αυτή τη "στέρηση", ας την πω έτσι. Μου αρέσει όμως. Αυτό που μας στέρησε ήταν η "μεγάλη ζωή". Εγώ για παράδειγμα το αυτοκίνητο το θεωρούσα και το θεωρώ στοιχείο ανάγκης, το αλλάζω κάθε 15 χρόνια. Δεν μπορώ να αγοράσω καινούργιο και δεν με ενδιαφέρει. Θα μπορούσα να αγοράσω καινούργιο αν έκανα μια δυο λαμογιές. Ε, δεν τις κάνω».
- Υπήρξατε πάντοτε πολιτικοποιημένος, με δράση στο συνδικαλισμό και στην αυτοδιοίκηση. Πώς περιγράφετε αυτές τις εμπειρίες - και ποια είναι η άποψή σας για τα σημερινά αδιέξοδα της χώρας;
«Γεγονός είναι ότι η εμπειρία μου είναι πολύ μεγάλη. Αυτό το λέω και υπερηφανεύομαι. Γιατί όμως; Γιατί ήθελα να αποκτήσω εμπειρία και στην τέχνη μου και στην τοπική αυτοδιοίκηση - την οποία λατρεύω ως μέσον δημοκρατικής διαδικασίας και την υποστηρίζω πάντα. Από εκεί και πέρα, την εποχή που συνδικαλιζόμουν εγώ, και πάρα πολλοί σαν κι εμένα, είχαμε ιδέες στον συνδικαλισμό. Υπήρχε ιδεολογικός συνδικαλισμός, δεν υπήρχε απλώς ένας οικονομικός συνδικαλισμός, με στόχο να πάρουμε περισσότερα... Σήμερα οι συνδικαλιστές είναι μία από τις ανάποδες πλευρές αυτού του τόπου, γι’ αυτό και πάμε έτσι σε πολλά σημεία. Εχουν κι αυτοί ευθύνες. Κάποτε, όταν ήμουν ηγετικό στέλεχος στο ΠΑΣΟΚ, το έλεγα σε μερικούς: "Προσέξτε γιατί είμαστε και ράτσα περίεργη, όσα περισσότερα παίρνει ο Ελληνας στην τσέπη, τόσο χειρότερος γίνεται".
Οσο για την τοπική αυτοδιοίκηση, δεν λειτουργεί σωστά γιατί δεν την αφήνουν. Η κεντρική διοίκηση είναι τόσο αντιδημοκρατική, θα έλεγα, και ειδικά την εποχή που περνάμε, που τα πράγματα έχουν γίνει χάλια, όσο δεν παίρνει άλλο. Σήμερα ο δήμαρχος είναι ο πιο δυστυχισμένος πολιτικός. Ρωτήστε οποιονδήποτε δήμαρχο θέλετε στην Ελλάδα και θα σας πει αμέσως "τι να κάνω ρε παιδί μου, δεν μπορώ ούτε τα σκουπίδια να μαζέψω, γιατί δεν έχω λεφτά". Ολες οι εξουσίες είναι στο κέντρο. Πνίγηκε η αυτοδιοίκηση. Αν η τοπική αυτοδιοίκηση είχε μια αυτονομία επιλογής, θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει αλλάξει μορφή. Να μην έχουμε ανάγκη τον οποιονδήποτε τυχάρπαστο δηλώνει υπουργός και το μόνο που κάνει είναι μια απλή διεκπεραίωση. Δεν είναι μόνο η κεντρική εξουσία όλη λάθος· έχουν κάνει λάθος και με την τοπική αυτοδιοίκηση, την έχουν αναγάγει σε κάτι παρείσακτο.
Ετσι, δεν πάμε πουθενά. Ετσι όπως είμαστε τώρα, εάν η κατάσταση δεν ανατραπεί, εάν η πολιτική -οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική- δεν αλλάξει και δεν γίνει ελληνική, πάμε φούντο. Δυστυχώς θα πω κάτι το οποίο έλεγε ο αείμνηστος Αντρέας: Η Ελλάδα πρέπει να ανήκει στους Ελληνες - και όχι στην τρόικα».