Κυριακή, 01 Ιανουαρίου 2017 08:08

Ο Δημήτρης Μυλωνάς στην "Ε": «Σκηνοθετώ ως ηθοποιός και παίζω ως σκηνοθέτης»

Γράφτηκε από την

 

Η περσινή θεατρική σεζόν ανέδειξε με χειμαρρώδη ορμή όχι μόνο τις σκηνοθετικές και υποκριτικές αρετές, αλλά και την εργατικότητα του Δημήτρη Μυλωνά, ο οποίος συμμετείχε σε 5 διαφορετικές παραστάσεις που συζητήθηκαν κι εκτιμήθηκαν δεόντως. Φέτος, συνεχίζοντας τη σπουδή του στον Τσέχωφ, ο Μυλωνάς σκηνοθετεί τις «Τρεις Αδερφές» στο ανανεωμένο Θέατρο «ΤempusVerum Εν Αθήναις», όπου οι παραστάσεις θα συνεχιστούν μέχρι τις 10 Ιανουαρίου.

Μιλήσαμε λοιπόν μαζί του για τον Ρώσο κλασικό, μα και για τη σημερινή Ελλάδα ως θεατρική παράσταση. Για την πρωτεύουσα και τη σχέση της με την υπόλοιπη χώρα. Για το προσωπικό του καλλιτεχνικό ιδιόλεκτο. Και φυσικά για τις ευχές που θέτει σε... προτεραιότητα για τον καινούργιο χρόνο.

- Εχετε υποδυθεί ήρωες του Τσέχωφ, έχετε σκηνοθετήσει παράσταση για τη ζωή του, και τώρα καταπιάνεστε με τις «Τρεις Αδερφές». Τι σας συνδέει με τον μεγάλο συγγραφέα και ποια είναι η δική σας ματιά πάνω σ’ αυτό το κλασικό του έργο; 

«Εκείνο που πάντα με συγκινούσε στον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα είναι ότι διατηρεί μια εκπληκτική ισορροπία ανάμεσα στην επιστημονική μέθοδο με την οποία χτίζει τους ρόλους και τις ιστορίες του, τεχνική συνυφασμένη ασφαλώς με την ιατρική του ιδιότητα, και στη βαθιά αγάπη και κατανόηση που δείχνει προς αυτούς: Δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν σηκώνει το δάχτυλο. Στέκεται απλώς δίπλα και κοντά τους. βάζοντας έναν καθρέφτη απέναντι στα πάθη τους, ο οποίος τελικά αντανακλά και τα δικά μας πάθη. 

Η προσέγγισή μου στις "Τρεις αδελφές" αφετηρία έχει τον πατέρα και ό,τι εκείνος, ακόμα και απών, ενεργοποιεί. Ο Τσέχωφ εύστοχα και καθόλου τυχαία, από την πρώτη κιόλας ατάκα που ακούγεται, σηματοδοτεί το έργο με ένα διπλό γεγονός: η γιορτή της μικρότερης εκ των τριών αδελφών Ιρίνα συμπίπτει με το μνημόσυνο του πατέρα τους, στρατηγού Πρόζοροφ. Ο αυταρχικός πατέρας είναι πια απών, συμβάν που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από θλίψη, είναι συνάμα και μια γιορτή: Ελεύθερα από τις επιβολές εκείνου, τα πρόσωπα του έργου μπορούν πλέον να ακολουθήσουν τις δικές τους επιλογές και να διεκδικήσουν την ευτυχία».

- Πέρυσι τέτοια εποχή είχατε αποδυθεί σε έναν σκηνοθετικό -κυρίως- μαραθώνιο, παρουσιάζοντας στο κοινό 5 ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Πόσο σας αντάμειψε το 2016 και τι προσδοκάτε από το 2017;

«Η θεατρική σεζόν 2015-2016 υπήρξε για μένα μια πραγματικά πλούσια χρονιά: 5 διαφορετικά έργα, 5 διαφορετικές σκηνές, 5 διαφορετικοί θίασοι. Κάθε περίπτωση μοναδική, ένα πεδίο έρευνας, εξέλιξης κι έκφρασης, αλλά και επιβεβαίωσης ότι το θέατρο είναι ένας κόσμος πραγματικά ανεξάντλητος και συναρπαστικός. 

Εύχομαι και οι επόμενες χρονιές να είναι το ίδιο συναρπαστικές και να φέρουν ανάλογες συνεργασίες!».

- Εχουμε και οι δύο γεννηθεί και μεγαλώσει στους Αμπελόκηπους της Αθήνας. Πώς βλέπετε ν' αλλάζει με τα χρόνια η πρωτεύουσα, οι γειτονιές της, το κέντρο της; Τι την ενοποιεί και τι τη διαχωρίζει σήμερα από την υπόλοιπη Ελλάδα;

 «Οι αλλαγές είναι τεράστιες... και για να τις περιγράψει κανείς δεν μπορεί ν' αποφύγει να κυλήσει σε νοσταλγικά μονοπάτια. 

Κάθε αστικό κέντρο -ειδικά στις δυσανάλογες με τις άλλες πόλεις διαστάσεις που έχει αποκτήσει η Αθήνα- έχει τα καλά και τα κακά του. Αποξένωση, ένταση, καχυποψία είναι λίγα από τα αρνητικά συμπτώματα της εξέλιξης αυτής της πόλης. Από την άλλη, ακόμα διατηρεί τις ανθρώπινες γωνιές της, τα πολλά χρώματά της, τις γεύσεις και τα αρώματα που έχουν φέρει και οι άλλοι πολιτισμοί που σιγά σιγά, πολύ σιγά, ενσωματώνονται στο τοπίο. Αυτή πιστεύω ότι είναι και η δύναμη της Αθήνας: η ποικιλομορφία της. 

Η μεγάλη αδυναμία της; Οτι αυτή ακριβώς η ποικιλομορφία δεν οργανώνεται σε συγκεκριμένες δομές· ότι η καθημερινότητα είναι δυσλειτουργική· και ότι ενίοτε η πόλη υπάρχει ασύνδετη με την υπόλοιπη χώρα, σαν ένα σύμπαν που κινείται απομονωμένο». 

- Αν το έργο ήταν «Η Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης» (κάτι σαν τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας») τι είδους παράσταση θα χτίζατε, με τι τίτλο, και ποιο ρόλο θα κρατούσατε ίσως για τον εαυτό σας;

 «Θα προσπαθούσα να χτίσω μια παράσταση που δεν χάνει το χιούμορ της. Οχι φυσικά γιατί τα πράγματα είναι για γέλια, το αντίθετο ακριβώς - αλλά γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι σε δύσκολες στιγμές, η αποσυμπίεση που προσφέρει το γέλιο δημιουργεί τον ιδανικό χώρο προκειμένου να ακουστούν καλύτερα τα πράγματα. 

Για τον τίτλο δεν ξέρω τι θα διάλεγα. Ως προς τον ρόλο που θα υποδυόμουν όμως, μπορώ να πω ότι θα επιθυμούσα έναν χαρακτήρα στη γραμμή του Σαρλό: έναν ήρωα ο οποίος επιμένει στην κωμικότητά του, έχοντας όμως δυο μάτια που αντανακλούν την πίκρα μιας ολόκληρης εποχής».

- Η δουλειά του σκηνοθέτη σάς προσφέρει μια πλήρη και χορταστική καλλιτεχνική τροφή ή νιώθετε πάντα πεινασμένος και για την υποκριτική;

«Η ρώσικη μέθοδος υποκριτικής, έτσι όπως είχα τη χαρά να τη διδαχθώ στα χρόνια μαθητείας μου δίπλα στον Στάθη Λιβαθινό, αντιμετωπίζει τον ηθοποιό ως έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, ως έναν σκηνοθέτη του εαυτού του, ο οποίος, με συγκεκριμένα εργαλεία που κρατάει στα χέρια του, χτίζει το ρόλο του. Ετσι δεν είναι έρμαιο των οδηγιών του σκηνοθέτη, αλλά αυτές τις οδηγίες μπορεί αποτελεσματικά να τις αφομοιώσει, να τις συνθέσει με το δικό του υλικό και απ’ αυτό το πάντρεμα να γεννηθεί ο ρόλος. 

Για μένα σκηνοθεσία και υποκριτική είναι ένα συγκοινωνούν δοχείο. Δεν νιώθω  ότι έχω αφήσει την υποκριτική, άλλωστε συνεχίζω κατά καιρούς κι εργάζομαι ως ηθοποιός. Ισως με μία φράση να έλεγα ότι σκηνοθετώ ως ηθοποιός και παίζω ως σκηνοθέτης».

- Ποια ευχή για τον καινούργιο χρόνο αναδύεται πιο αυθόρμητα από μέσα σας - είτε αφορά τον πολιτισμό είτε όχι, τη δημόσια ή την ιδιωτική σας σφαίρα, τη χώρα ή την υφήλιο;

«Υγεία, κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ειρήνη. 

Ολα τα άλλα έπονται».

 

 

«Τρεις Αδελφές»

του Αντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ

σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά

στο θέατρο ΤempusVerum Εν Αθήναις

Iάκχου 19, Γκάζι 

(πλησίον μετρό Κεραμεικού)

Τηλ. 210 3425170