Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που μπλέκει με μαεστρία την ιστορία, την παράδοση, τις μνήμες. Οι αναγνώστες το αγκάλιασαν και στις δύο παρουσιάσεις που έγιναν μέχρι στιγμής, στο χωριό Βασιλίτσι και και στην Αθήνα.
Σχετικά με την υπόθεση: “Κατάρες, αναθέματα και κλάματα έρχονται από τα καράβια. Κορμιά άρρωστα βογγούν απ' τον πόνο, κορμιά άψυχα πετιούνται στη θάλασσα. Σταμάτησαν έξω στη στεριά να οργώνουν, να σπέρνουν και να κόβουν ξύλα για το χειμώνα. Λυπημένοι από τα κλάματα και τις κραυγές, ανέβηκαν στα βράχια για να δουν καλύτερα. Κι όλοι μαζί, άντρες και γυναίκες, κάνουν το σταυρό τους. Τα διπλοποτισμένα κίτρινα λουλούδια σταμάτησαν να κοιτούν τον ήλιο στα μάτια και γύρισαν όλα μαζί να δουν από πού έρχεται ο θρήνος και ο σπαραγμός, οι φωνές και οι κατάρες. Ακουσε το παιδί τις φωνές και τις κατάρες πάνω στο μύλο και με τις σαπουνάδες στα μάτια, σταμάτησε να κλαίει. Ακίνητη, με ανοιχτό το στόμα, έμεινε και η μάνα με το σαπούνι στο κεφάλι του παιδιού της”...
- Τι συμβολίζει ο τίτλος του βιβλίου σας και πώς τον επιλέξατε;
“Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο λαμβάνοντας υπόψη μου την πολύ πιθανή εκδοχή ότι η ονομασία Ζάγκα της παραλίας της Κορώνης προέρχεται από τη λατινική λέξη sanguis που σημαίνει αίμα. Με το ιστορικό δεδομένο ότι για τον έλεγχο του Κάστρου έχουν γίνει σκληρές μάχες ανάμεσα σε Λατίνους και Τούρκους, έχουμε μια λέξη βαριά φορτισμένη, αρκετή για να πυροδοτήσει τη φαντασία μου. Ετσι, η εξέλιξη της πλοκής του έργου μας οδηγεί σε έναν άνθρωπο κουρελιασμένο, ματωμένο και τρομαγμένο, σε έξαλλη κατάσταση που τρέχει στη μεγάλη αμμουδιά κάτω από το Κάστρο της Κορώνης φωνάζοντας “ζάγκα” και πάλι “ζάγκα”, δηλαδή αίμα. Αυτή η σκηνή είναι και η κορύφωση του βιβλίου. Ο Μάριο, ο ήρωας του έργου, βλέπει το άψυχο κορμί του φίλου του μέσα στη ματωμένη θάλασσα. Δίπλα στο φίλο του βρίσκονται και άλλα άψυχα κορμιά πολεμιστών μέσα στο αίμα και αυτά. Με αίματα γεμάτος και ο ίδιος. Και εκεί ακριβώς ο Μάριο, μην αντέχοντας τη σκληρότητα και βιαιότητα του πολέμου, αρχίζει και παραλογίζεται, εκεί ο Μάριο τρελαίνεται. Η ονομασία της παραλίας της Κορώνης που είναι και ο τίτλος του βιβλίου μας οδηγεί από μόνη της. Η παραλία αυτή, η ναυαρχίδα της τουριστικής Κορώνης του σήμερα, μας παραπέμπει στην ιστορική Κορώνη, μας στέλνει στη ματωμένη παραλία. Ετσι, το “Ζάγκα” συμβολίζει καταρχήν το σκληρό παραλογισμό του πολέμου, όπου οι σωματικές, οι ψυχικές και συναισθηματικές αντοχές του ανθρώπου φτάνουν στο ανώτατο όριό τους. Η εικόνα ενός ματωμένου και κουρελιασμένου Λατίνου πολεμιστή να τρέχει στη μεγάλη αμμουδιά φωνάζοντας “Ζάγκα”, ήταν μία από τις σταθερές μου”.
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τους κεντρικούς σας ήρωες, τον καθηγητή και τον Κολλιτσιδά;
“Να αρχίσουμε από τα εύκολα, από τον καθηγητή. Αυτός αποτελεί το όχημα που μας μεταφέρει από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη, από τον ένα τόπο στον άλλο. Ο,τι κάνει ο καθηγητής το κάνει με πάθος. Αγαπά αυτό που κάνει, η ιστορία τον γοητεύει, τη σπούδασε και είναι η καθημερινή του αναφορά. Οι μαθητές του χαίρονται να είναι μαζί του, τον ξεχωρίζουν από τους άλλους καθηγητές, είναι ο αγαπημένος τους. Υπνωτίζονται από τα λόγια του, κρέμονται από τα χείλη του. Ο,τι καλύτερο γι' αυτόν τον παθιασμένο καθηγητή να ζήσει αυτό που του ταιριάζει, έναν έρωτα γεμάτο από αληθινά συναισθήματα. Ο Κολλιτσιδάς δεν έχει ηλικία, δεν έχει χρονικό περιορισμό, μυστήριο ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, μυστήριο ο χρόνος ο δικός του αλλά και ο χρόνος που φέρνει η ιστορία. Αναλλοίωτος διαπερνά τους αιώνες και τα χρόνια, για να τον βρίσκουμε σταθερά μέσα στα ρέματα να μαζεύει βατόμουρα και να θυμίζει σε όλους μας ότι η αφαίρεση είναι πιο καλή από την πρόσθεση. Ο Κολλιτσιδάς είναι σίγουρα ο αίρων το βάρος της ιστορίας του κάθε τόπου. Σηκώνει όλα μας τα βάρη και όλους μας του φόβους, σηκώνει και τη μεγάλη αγωνία μας από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε. Μας φοβίζει το εφήμερο της ύπαρξής μας και ψάχνουμε απάντηση στα μπερδεμένα του μαλλιά”.
- Η Φανερωμένη, όπως φαίνεται στο βιβλίο, είναι για σας κάτι βαθύτερο ιστορικά;
“Σε καμία περίπτωση δεν είναι κάτι βαθύτερο ιστορικά. Σίγουρα είναι όμως κάτι βαθύτερο συναισθηματικά. Είναι η πατρίδα μου, είναι τα παιδικά μου χρόνια. Τα νερά βγαίνουν από τις πηγές και με ορμή τρέχουν στα κανάλια και στα αυλάκια. Ενας χώρος ονειρεμένος, ένας επίγειος παράδεισος, που είχα την τύχη σαν παιδί να πιλαλίσω από πάνω μέχρι κάτω τη θάλασσα και από τη μία άκρη έως την άλλη. Ο ιστορικός αναφέρει πως έγινε συνάντηση του ναυάρχου Αντρέα Ντόρια με τους κατοίκους της περιοχής πριν την επίθεση στο κάστρο της κορώνης. Ομως δεν αναφέρει πού έγινε η συνάντηση. Ετσι έχω τη δεύτερή μου σταθερά. Στον όρμο της Φανερωμένης έριξαν άγκυρα τα καράβια του ναυάρχου για προμήθειες σε νερό και τρόφιμα. Εδώ έγινε και η συνάντηση του ναυάρχου με τους κατοίκους. Και μιας και ο λόγος για τη Φανερωμένη του Βασιλιτσίου. Ο Θεός είχε ένα δίλημμα, να καταστρέψει τον παράδεισο ή τη Φανερωμένη. Και αποφάσισε το δεύτερο, αλλά δεν ήξερε πώς. Και τότε σκέφτηκε απλά σαν άνθρωπος, να βάλω να το κάνουν αυτοί που κατοικούν εκεί. Ετσι σκέφτηκε ο Θεός και έτσι έγινε. (Δεν είναι δικό μου αυτό, κάπου το είδα, δεν θυμάμαι πού)”.
- Υπάρχουν σήμερα στις γειτονιές και στα χωριά καφενεία των καλών ;
“Από τη δύσκολη δεκαετία του 1960 έως σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι.
Οι δικτάτορες φυλακιστήκανε η Βασιλεία καταργήθηκε, λειτουργεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία και αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση. Ισχυρά καθεστώτα κατέρρευσαν και ιδεολογίες αμφισβητήθηκαν. Τα χωριά μας όπως τα ξέραμε υπάρχουν πια μόνο στη μνήμη μας. Τα σχολεία είναι κλειστά εδώ και χρόνια. Σε κάνα δυο καφενεία βρίσκουμε λίγους υπερήλικες να διαφωνούν για την πολιτική, αντιστέκονται, δεν θέλουν να παραδώσουν τα όπλα, αρνούνται να δεχτούν αυτό που δεν μπορούν να αποφύγουν. Οχι, δεν υπάρχουν σήμερα τέτοια καφενεία στα χωριά και απ' όσο ξέρω ούτε στις γειτονιές των πόλεων”.
- Γράφετε για τη μετανάστευση των Κορωναίων την παλιά εποχή. Τι συνειρμούς κάνετε σε σχέση με το σήμερα και τα όσα ζούμε με το προσφυγικό;
“Σίγουρα, το προφανές, η εικόνα του πνιγμένου βρέφους σε κάποια παραλία να το χτυπούν τα κύματα, είναι γροθιά στο στομάχι όλων μας. Αλλά και άλλες εικόνες με πνιγμένους ανθρώπους να παρασύρονται από τα κύματα, που καθημερινά όλοι βλέπουμε στους δέκτες μας. Υπάρχει όμως και κάτι πιο βαθύ από την εικόνα αυτή .Και όσες άλλες έχουμε δει θα τις ξεχάσουμε αν δεν το έχουμε ήδη κάνει. Αυτοί όμως που έφυγαν από τα σπίτια τους και από τον τόπο τους δεν θα ξεχάσουν, όπως δεν ξέχασαν και όσοι άλλοι πριν από αυτούς είχαν την ίδια μοίρα. Ολοι ξέρουμε το Χαμεδιέ, το κρητικό χωριό στη Συρία. Πάνω από 100 χρόνια έφυγαν οι πρόγονοί τους από την Κρήτη. Και αυτοί, μόνοι τους, αποκομμένοι εντελώς από την Ελλάδα, επιμένουν να μιλάνε τη γλώσσα των προγόνων τους. Οικογένεια στη Λιβύη και αυτοί το ίδιο, μόνοι τους, δεν υπάρχει άλλη οικογένεια κοντά τους. Αλλα 100 χρόνια και αυτοί. Είναι συντονισμένοι με τους σταθμούς της Κρήτης, ξέρουν τα Ελληνικά τραγούδια πιο καλά από σας και από μένα και, φυσικά, μιλάνε εξίσου καλά τη γλώσσα των προγόνων τους. Ξέρω από προσωπική εμπειρία Τούρκους πολίτες που επισκέπτονται την Κρήτη, ψάχνουν στα Χανιά να βρουν τους πορτοκαλεώνες από τις αφηγήσεις του παππού τους, δεν τους βρίσκουν και απογοητεύονται. Και το τελευταίο, μήνυμα από φίλο μου... ''Καλημέρα Βασίλη, μόλις επέστρεψα από την Τουρκία, όπου πηγαίνοντας στο χωριό του πατέρα μου, γνώρισα έναν Τούρκο που μου έδειξε πολύ σημαντικά πράγματα για την καταγωγή μου. Ακόμα είμαι εκεί συναισθηματικά. Χρειάζομαι λίγες μέρες για να συνέλθω'' 18/10/ 2017. Ενα αναπάντητο ερώτημα υπάρχει σε μένα και σε πολλούς άλλους φαντάζομαι, τι είδους δύναμη έχει αυτό το ανεκπλήρωτο συναίσθημα της νοσταλγίας που περνάει από γενιά σε γενιά και δεν λέει να σβήσει. Απόδειξη τα Ελληνόφωνα τραγούδια της Κάτω Ιταλίας. Ποτέ κανένας πρόσφυγας δεν ξαναγύρισε πίσω. Ούτε οι Κορωναίοι γύρισαν που έφυγαν το 1532. Εμειναν και αυτοί όπως και τόσοι άλλοι μακριά από τον τόπο τους, έμειναν με το συναίσθημα της νοσταλγίας να τους βασανίζει”...
- Εχετε σχέδια για κάποιο νέο βιβλίο; Θα αφορά και αυτό την Κορώνη;
“Θα το έλεγα μάλλον κάπως διαφορετικά. Το βιβλίο δεν αφορά μόνο την Κορώνη. Αρχίζει από τον Ακρίτα και το Βενέτικο και φτάνει έως την Κορώνη. Το ιστορικό γεγονός της φυγής των 5.000 Κορωναίων υπήρξε και αυτό βέβαια μια από τις σταθερές μου. Σχέδια για κάποιο νέο βιβλίο που θα αφορά την Κορώνη όχι δεν έχω. Αλλες σκέψεις γενικά, ναι έχω. Αλλά από την σκέψη έως την πραγμάτωσή της η απόσταση είναι μεγάλη”.
Ο Βασίλης Μάραντος γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας το 1955. Είναι συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος και ζει στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Διήγημά του με τίτλο “Η πηγή στη Σέλιτσα” περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο του Δικτύου Αλληλεγγύης Καισαριανής “Μαζί είμαστε πιο πολλοί κι από εμάς τους ίδιους”.
Γ.Σαρ.