Η δράση της είναι πολυσχιδής, δίνει συναυλίες, μετέχει σε ηχογραφήσεις για cd και soundtracks, αλλά ποτέ δεν παύει να νιώθει μαθητευόμενη, μπροστά στην έννοια της Τέχνης γενικότερα.
- Πότε ξεκινά είναι η σχέση σου με την πόλη της Καλαμάτας;
“Η σχέση μου με την Καλαμάτα ξεκινάει το 1986, όταν οι γονείς μου πήραν μετάθεση και μετακομίσαμε από την Αθήνα”.
- Πώς αρχίζει η μουσική σου διαδρομή, μέσα από το Ωδείο Καλαμάτας και σήμερα που έχεις ζήσει τόσο διάστημα στο εξωτερικό, πώς κρίνεις το επίπεδο της παιδείας που αυτό παρέχει;
“Για όποιον θυμάται την Καλαμάτα μετά τους σεισμούς του '86, από τη μία επικρατούσε ένα χάος και από την άλλη τεράστια στροφή προς τον πολιτισμό. Πιστεύω ότι μία καταστροφή περικλείει αυτόματα και την έννοια της Κάθαρσης. Αυτοπροσδιορίζεσαι αναγκαστικά και ξαναρχίζεις. Ετσι έγινε και με την Καλαμάτα. Δεν ήταν μόνο το Ωδείο, αλλά ολόκληρος ο πολιτιστικός χάρτης της πόλης. Ετσι, είχαμε την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με όλες τις μορφές τέχνης και να επιλέξουμε τι ταίριαζε στον καθένα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Εικαστικά, χορός, θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, αν ήθελες μπορούσες να περάσεις από όλα και να επιλέξεις πραγματικά αυτό που σου ταίριαζε περισσότερο. Για εμάς που επιλέξαμε τη μουσική και βρεθήκαμε εκεί ιδίως τα 10 πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Ωδείου, δεν έχουμε σήμερα παρά να λέμε με υπερηφάνεια ότι “ήμουν κι εγώ εκεί”. Οπως και να το κάνουμε, είναι ένα ιστορικό γεγονός. Τότε δεν το καταλαβαίναμε γιατί όλα συνέβαιναν έτσι απλά και εμείς ήμασταν “απλώς” εκεί χωρίς πάντα να συνειδητοποιούμε ποιους είχαμε γύρω μας… Αλλά αν σκεφτείς τα ονόματα που βρέθηκαν εκεί από όλα τα είδη μουσικής, τότε καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι κάτι που σήμερα μάλλον δε μπορεί να ξανασυμβεί εύκολα. Εκεί, λοιπόν, είχα την τύχη να ξεκινήσω πιάνο με την Ελένη Ζαχαράκη και αργότερα με τη Νέλλη Σεμιτέκολο. Διευθυντής ήταν ο Γιώργος Κουρουπός. Ο Νίκος Τσότρας μας έκανε θεωρητικά και ήταν πάντα σημαντική πηγή δύναμης, η Καίτη Ρωμανού, καθώς επίσης ο Μάνος Αβαράκης και ο Κώστας Νικολέας και άλλοι πολλοί που αν αρχίσω δεν θα τελειώνω… Λείπω πολλά χρόνια από την Καλαμάτα αλλά μαθαίνω ότι γίνονται ακόμα όμορφα πράγματα”.
- Σε τι ηλικία διάλεξες το κανονάκι ή μάλλον... σε διάλεξε αυτό;
“Ηρθα σε επαφή με το κανονάκι σε ηλικία 17 ετών. Πάντα μου άρεσαν η άρπα και τα κρουστά. Το κανονάκι είναι ένα όργανο που μπορεί και συνδυάζει και τα δύο. Ακουσα τον ήχο του σε ένα cd όπου έπαιζε ο Αντώνης Απέργης και ακριβώς εκείνη τη στιγμή "χώρισα" με το πιάνο”.
- Ποιες ήταν ως τώρα οι κομβικές στιγμές στη μουσική σου διαδρομή;
“Κωνσταντινούπολη 2002 - 2005. Μαθήματα με Ahmet Meter, Omer Egdodular και Necati Celik. Η συνεργασία μου με τη Robyn Schulkowsky στο πρότζεκτ "Sunday" to 2014. Μετά από αυτό άλλαξε όλη μου η σκέψη επάνω στη μουσική. Η συνεργασία με τον συνθέτη John Psathas σε διάφορα πρότζεκτ, αλλά κυρίως στo “Νο man’s land” με αποκορύφωμα την περιοδεία στη Νέα Ζηλανδία το Μάρτη του 2016. "634 λεπτά μέσα στο ηφαίστειο" Νίσυρος Αύγουστος 2016. Πολλά πράγματα ξεκινούν και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να γεννιούνται μετά από αυτή την απίστευτη εμπειρία. "Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους" όπως Gyorgy Kurtag, Marta Kurtag και Christian Wolff. 2013 - σήμερα. Ακουστικό σετ “Lost bodies” που είναι ό,τι πιο απελευθερωτικό έχω κάνει σε σχέση με τη μουσική. Καθώς, επίσης, οι συνεργασίες με τους Γιώργο Τρανταλίδη, Marta Sebestyen, Dominique Vellard, Balake Sissoko, Ορέστη Καραμανλή, Κάρολο Βουτσινά ανάμεσα σε πολλούς άλλους”.
- Δεξιοτέχνης, δασκάλα, συνθέτρια. Τι σε εκφράζει περισσότερο;
“Μαθήτρια. Ο,τι και να κάνεις, πάντα πρέπει να γυρίζεις στη βάση σου. Ιδίως αν νομίζεις ότι το έκανες πολύ καλά. Και δεν εννοώ σε καμία περίπτωση να μη χαίρεσαι με τα όμορφα πράγματα που σου συμβαίνουν. Απλώς πρέπει να κλείνεις τον κύκλο, να επαναπροσδιορίζεσαι και να ξαναρχίζεις χωρίς πολλές σκέψεις. Να ξαναπερνάς από τα μέρη που έχεις περάσει και που ξέρεις, μπορεί να δεις κάτι που δεν πρόσεξες την προηγούμενη φορά. Τώρα το αν θα πας λίγο πιο πέρα νομίζω ότι τελικά δεν έχει καμία σημασία”.
- Τι χρειάζεται σήμερα ένας μουσικός για να κυνηγήσει το όνειρό του; Εσύ λείπεις αρκετά χρόνια από την Ελλάδα.
“Χρειάζεται να ζει βαθιά για να μπορεί να έχει ιστορίες να αφηγηθεί μέσω της τέχνης του. Το να εργάζεται κανείς επάνω στο αντικείμενο του και να είναι συνεπής το θεωρώ αυτονόητο. Να ταξιδεύει, να απαιτεί, να έρχεται σε σύγκρουση, να κλείνει πόρτες, να λέει "όχι". Να προχωρά χωρίς προστατευτικές δικλείδες. Με τα μάτια κλειστά. Σε ένα τόσο αφηρημένο σύμπαν όπως αυτό της μουσικής όλα συμβαίνουν μόνο μία φορά όπως και στη ζωή. Είναι κάτι που γεννιέται και χάνεται ταυτόχρονα. Αρα, πρέπει να είσαι συντονισμένος διαρκώς. Πρέπει να το αγαπάς πολύ αυτό που κάνεις για να μπορείς να συνεχίζεις να το κάνεις υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά αυτό ισχύει μάλλον για όλα τα πράγματα. Πρέπει να έχεις τρέλα. Πρέπει να έχεις τύχη και να την προκαλείς ενίοτε. Πρέπει να είσαι ευγενής. Πρέπει να σέβεσαι τα πάντα γύρω σου. Να ακούς και να αισθάνεσαι. Να παίζεις και να μην αφήνεις κανέναν να σου χαλάει το παιχνίδι”.
- Ποια στοιχεία έχεις συναντήσει σε άλλες χώρες και στην Ουγγαρία που ζεις τώρα, τα οποία θα ήθελες να δεις να υπάρχουν και στη χώρα μας - και συγκεκριμένα στον τομέα της διαχείρισης του πολιτισμού και της τέχνης;
“Παντού τα πράγματα είναι δύσκολα. Το κάθε μέρος έχει την ιδιαιτερότητα του και αν κάτσεις παραπάνω από την ασφαλή περίοδο κατά την οποία τα βλέπεις όλα όμορφα, τα άσχημα κάνουν την εμφάνισή τους αναπόφευκτα. Αυτό που μου αρέσει όμως πάρα πολύ στην Ουγγαρία είναι το πώς η τέχνη είναι μέσα στην καθημερινότητα. Ολα τα είδη τέχνης και όχι μόνο η μουσική. Εχεις τη δυνατότητα να έχεις επαφή με ό,τι σκεφτείς. Προσβάσιμη με πάρα πολύ απλό τρόπο. Από την καλοδιατηρημένη αρχιτεκτονική πράγμα που το απολαμβάνεις απλώς με μία βόλτα μέσα στην πόλη, μέχρι τις τιμές των εισιτηρίων στις μεγάλες συναυλιακές αίθουσες. Ζεις μέσα στην Τέχνη χωρίς να το καταλαβαίνεις. Είναι αυτονόητο. Αν αναλογιστούμε ότι θρύλοι της μουσικής όπως Gyorgi Kurtag, Peter Eotvos, Zoltan Kallos και πολλοί άλλοι, είναι ακόμη ζωντανοί, δημιουργούν και συνυπάρχουν σε ένα σε έναν μουσικό περιβάλλον που εμπεριέχει τις μουσικές ιστορίες όπως αυτές των Ferencs Liszt, Bela Bartok, Zoltan Kodaly, Gyorgi Ligeti ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Ζεις με αυτούς μέσω της Τέχνης τους και αυτό είναι κάτι που σε προκαλεί να τους μάθεις, να τους αμφισβητήσεις και εν τέλει να εξελιχθείς. Αυτό συμβάλλει πάρα πολύ στην μουσική και την ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία. Τα παιδιά μεγαλώνουν με τεράστια αυτοπεποίθηση μέσα στο εκάστοτε καλλιτεχνικό περιβάλλον που αποφασίζουν να ακολουθήσουν όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί έτσι είναι. Χωρίς ενοχές.
Δεν νομίζω ότι είμαι το κατάλληλο άτομο να μιλήσει για διαχείριση... Σε γενικές γραμμές όσοι βρίσκονται σε αυτές τις θέσεις στη Ουγγαρία είναι άνθρωποι που έχουν βαθιά γνώση της Τέχνης που εκπροσωπούν με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που μπορεί να έχει μια θέση εξουσίας. Τον τελευταίο καιρό νομίζω ότι το πράγμα αλλάζει και στην Ελλάδα λίγο. Τουλάχιστον, σε σχέση με την ποιότητα των ατόμων που διαχειρίζονται τέτοιες καταστάσεις. Δεν είμαι εκεί βέβαια να το ζω, οπότε είναι απλώς μια παρατήρηση από μακριά. Βλέπω ότι τα μεγάλα συναυλιακά κέντρα προσεγγίζουν τις γενιές από τη δική μου και κάτω. Νομίζω ότι αυτό είναι μάλλον και καλό”.
- Ποια είναι τα σχέδιά σου για το επόμενο διάστημα; Θα δώσεις κάποιο λάιβ στην Καλαμάτα ίσως;
“Τις προηγούμενες ημέρες κυκλοφόρησε και είναι ελεύθερη για free download η μουσική του "No man’s land" του John Psathas. Μπορεί κάποιος να κατεβάσει τα tracks από το επίσημο σάιτ του πρότζεκτ. http://www.nomanslandproject.org/download. Μετά από την πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (31 Αυγούστου) προβάλλεται με πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία η ταινία “L’ ordine delle cose” (Τhe order of things) σε σκηνοθεσία Andrea Segre και μουσική Sergio Marchesini, όπου έπαιξα στο soundtrack το οποίο κυκλοφόρησε μέσα στον Δεκέμβρη (https://lordinedellecose.it/colonna-sonora). Τον Δεκέμβρη είχα συναυλίες σε Γαλλία, Στρασβούργο, Βιέννη, Σλοβακία και Βουδαπέστη. Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο θα είμαι στην Ελλάδα και θα ετοιμάζω καινούρια πράγματα. Εχουμε τελειώσει όλη τη διαδικασία παραγωγής του δίσκου μας με τον Βασίλη Κετεντζόγλου (guitar - kanun duet) και προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τον εκδώσουμε. Στην Καλαμάτα δεν έχω παίξει παρά ελάχιστες φορές αφότου έφυγα το 1998. Με πάρα πολύ χαρά θα έπαιζα αν με καλούσαν”.
Περισσότερα στοιχεία για τη Σοφία υπάρχουν στα: www.youtube.com/c/SofiaLabropoulou, www.myspace.com/sofialabropoulou, www.facebook.com/SofiaLabropoulouKanun.