Απόψε θα βρίσκεται στην Καλαμάτα - και εν τω μεταξύ δέχτηκε με χαρά να μιλήσουμε λιγάκι για τις παραδόσεις μας και την ψυχολογία μας, για τις δικές της μουσικές περιπλανήσεις, για εμπειρίες που τη σημάδεψαν, καθώς και για τη Μάνη, την Καρδαμύλη που έγινε το ευτυχισμένο της καταφύγιο.
- Μεταπλάσατε πολλά παραδοσιακά ακούσματα σε σύγχρονους μουσικούς προβληματισμούς, με παγκόσμια εμβέλεια. Πέρα από την αυθεντικότητα, τι χρειάζεται το τοπικό για να γίνει διεθνές;
«Ξέρετε εμείς, για να μην πω εγώ, οι Ελληνες τέλος πάντων είμαστε οι πρώτοι που φτιάξαμε σύγχρονη έθνικ μουσική, με την έννοια ότι βάλαμε σε παραδοσιακά ακούσματα ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό ήχο. Για μένα αυτό, όταν πρωτοξεκίνησα, πήγασε απλώς από την ανάγκη να αποφύγω τη λογοκρισία της χούντας το 1971, όταν κυκλοφόρησα τον "Αραμπά". Μετέπλασα το παραδοσιακό με σύγχρονα μέσα, με όλο το θάρρος της νεότητας και το θράσος της άγνοιας... Το έκανα αυτό χωρίς να γνωρίζω τι γινόταν στον υπόλοιπο κόσμο. Είχα μόνο τα ακούσματα απ' τα δυο χρόνια που έμεινα στο Λονδίνο: τους Deep Purple, την αγαπημένη μου Joni Mitchell, την Baez και τον Dylan που κυριαρχούσαν τότε... Δεν είχαμε εμείς τότε σκοπό να αλλάξουμε τη μουσική. Ενα καταφύγιο βρήκαμε απλώς σ' αυτόν τον τρόπο.
Οσον αφορά τη σημερινή εποχή, θα έχετε παρατηρήσει ότι η μουσική του δρόμου, για παράδειγμα, έχει πολύ μεγάλη επιτυχία στο YouTube. Aυτό που εμποδίζει αυτά τα νέα κομμάτια να βγουν από τα σύνορα είναι, καταρχάς, το ότι στις μέρες μας δεν υπάρχει γενικά ένα παγκόσμιο μουσικό ρεύμα. Τότε ήταν το Βιετνάμ και μια φωνή αγανάκτησης ένωνε τη μουσική. Σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
Ενας άλλος λόγος, σοβαρός, για τον οποίο η ελληνική ροκ σκηνή δεν μπορεί να κάνει μια διεθνή εμφάνιση, εννοώ με την ελληνική γλώσσα, είναι ότι οι δικές μας λέξεις είναι πολυσύλλαβες. Η Αγγλική προσφέρεται πιο πολύ - άλλωστε, είναι δικό της γέννημα η ροκ. Από την άλλη για εμάς δεν βγάζει νόημα αν δεν χρησιμοποιήσουμε ολόκληρη τη λέξη, ολόκληρη τη γλώσσα... Ετσι κι αλλιώς αυτό είναι ο πλούτος μας, η υπεροχή μας».
- Η σημερινή Ελλάδα μοιάζει να έχει ξεχάσει τις παραδόσεις της (ή να διατηρεί μια σχέση τυπολατρική μαζί τους) ενώ απ' την άλλη δεν έχει πλήρως εκσυγχρονιστεί. Θα τη χαρακτηρίζατε πολιτισμικά μετέωρη;
«Μετέωρη, ναι. Αλλά με ένα πολύ μεγάλο... αλλά: Ο κόσμος δεν έχει ξεχάσει τη μουσική του γλώσσα. Και σε κάθε μεγάλη του στιγμή, σε κάθε μεγάλη χαρά ή -κυρίως- πόνο, επιστρέφει στο δικό του στοιχείο, στο ασυγκέραστο.
Δύο είναι όπως θα γνωρίζετε τα βασικά μουσικά συστήματα: το συγκερασμένο, στο οποίο βασίζεται καταρχάς όλη η συμφωνική μουσική, και το ασυγκέραστο, το οποίο εδώ δονεί βαθύτατα το αίσθημά μας.
Ολοι μας λοιπόν, και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου, σε στιγμές μεγάλης φόρτισης, όταν θέλουμε είτε να τραγουδήσουμε είτε να γράψουμε, να εκφραστούμε μουσικά, καταφεύγουμε στα ασυγκέραστα. Είναι βαθύτατα ριζωμένα μέσα μας. Και στα πιο "ταπεινά" λαϊκά ακούσματα, όπου ο κόσμος βγάζει τον νταλκά του, βρίσκεις καμιά φορά και κάποια ψήγματα χρυσού, ψήγματα τέτοια ασυγκέραστα».
- Απ' όλες σας τις επιτυχίες, τα ταξίδια, τους δίσκους, τις ερμηνείες, τις εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο, τις συνεργασίες, τις βραβεύσεις, τι έχει γραφτεί με εντονότερα γράμματα μέσα σας;
«Για δικούς μου, πολύ βαθείς λόγους, που έρχονται από τα παιδικά μου χρόνια και δεν είναι της παρούσης στιγμής να ειπωθούν, έχω μια ευαισθησία στα θέματα τα προσφυγικά. Αν και η δική μου οικογένεια δεν έχει προσφυγική καταγωγή, μικρασιατική, έχω έναν μεγάλο δεσμό με αυτά τα θέματα, και με τη νοσταλγία. Συνδέομαι πολύ με τους ανθρώπους του νόστου. Η σημαντικότερη στιγμή λοιπόν απ' όλα όσα θυμάμαι, ήταν όταν βρέθηκα το 1976 στην Τυφλίδα. Ημασταν το πρώτο συγκρότημα από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης που περιοδεύσαμε στην τότε Σοβιετική Ενωση, στις 13 από τις 15 δημοκρατίες. Οταν βρέθηκα στην Τυφλίδα, είχαν έρθει Ελληνες από τα χωριά του Καυκάσου, με χίλιους τρόπους και με χίλια βάσανα, για ν' ακούσουν και ν' αγγίξουν Ελληνα... Μιλάμε για τέτοιο πόθο! Είχαν φέρει και λουλούδια, αγριολούλουδα, κι είχαν φτιάξει ένα βουνό. Εχετε δει ποτέ βουνό από λουλούδια; Κι εκεί που τραγουδούσα, στο τεράστιο εκείνο κλειστό στάδιο, έρχονταν μάνες τρεχάτες με μωρά στην αγκαλιά και μας τα πετούσαν! Σταμάτησαν και οι μουσικοί, για να πιάσουμε τα μωρά που μας πετούσαν οι μανάδες τους, με κίνδυνο να πέσουν κάτω. Μας πετούσαν τα παιδιά για να τ' αρπάξουμε, για να τα αγγίξουν Ελληνες από την Ελλάδα... Καταλαβαίνετε;
Αυτούς τους ανθρώπους κάποτε τους δεχτήκαμε, και τους ταλαιπωρήσαμε αρκετά. Τόσο ταυτίστηκα με τον πόνο εκείνο, που έγραψα κι ένα τραγούδι που δεν το 'χω πει: "Εγώ πατρίδα γνώρισα μέσα από τα τραγούδια..."».
- Μεγάλο μέρος της ενέργειάς σας το αφιερώσατε στη μουσική εκπαίδευση των παιδιών. Ποια είναι η φιλοσοφία σας, ως δασκάλας;
«Νομίζω ότι όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή μας ξεκινάνε από ένα προσωπικό μας πρόβλημα. Από δική μας μη δικαίωση. Εγώ λοιπόν βρίσκομαι με τα παιδιά και έχτισα μια ολόκληρη κατάσταση, έχτισα το Κέντρο Βιωματικής Μουσικής Κίνησης και Λόγου από το 1996, για να κερδίσω τα παιδικά χρόνια που δεν είχα την τύχη να ζήσω. Κι έτσι είμαι ευτυχισμένη πάντα κοντά στα παιδιά.
Οσον αφορά τη φιλοσοφία που λέτε, η γνώση μου είναι ότι τα παιδιά μαθαίνουν μόνο μέσα από το παιχνίδι και το τραγούδι... Με τη γνώση αυτή έγραψα και το βιβλίο "Με τη Μαρίζα τραγουδώ, ελληνικά μαθαίνω" - το οποίο σ' ετούτες τις εποχές, πάλι, της προσφυγιάς, έχει γίνει πολύ αναγκαίο και χρήσιμο, και διδάσκεται με τη φροντίδα του Ιόνιου Πανεπιστημίου που έχει πάρει όλη τη μέθοδο διδασκαλίας».
- Ανεβήκατε στην ελληνική μουσική σκηνή τη δεκαετία του 1970. Αν ο όρος "εθνική ψυχολογία" ήταν δόκιμος, ποια διαφορά θα σημειώνατε ανάμεσα στην εθνική μας ψυχολογία του 1978 και του 2018;
«Τότε υπήρχε η αισιοδοξία, αν και διαψευστήκαμε σε μεγάλο βαθμό. Η αισιοδοξία ότι κρατάμε την τύχη μας στα χέρια μας.
Τώρα, αγωνιζόμαστε απλώς να φύγουμε από τα μνημόνια - κάτι που δεν είναι και πολύ εύκολο. Λείπει η αισιοδοξία απ' τους ανθρώπους».
- Η Μάνη είναι μια δεύτερη πατρίδα για εσάς; Τι σας δένει με τα τοπία και τους ανθρώπους της;
«Η Μάνη έγινε το καταφύγιό μου. Οταν ήρθα το 1975 στη Μάνη, έκανα 8 ώρες από Αθήνα με το αυτοκίνητο. Δεν θα το διάλεγε κανείς αυτό, τότε. Είπα όμως: Καράβι... δεν έχω για να πηγαίνω στη Σαντορίνη, απ' όπου κατάγομαι. Αλλά ένα αυτοκίνητο πάντα θα υπάρχει. Κι ο τόπος που πιο πολύ με κέρδισε, γιατί και οι άνθρωποί του μου ταίριαξαν, ήταν η Μάνη.
Με τα τόσα ταξίδια, έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα κι έχω φίλους παντού, αγαπημένους ανθρώπους. Από την Αλεξανδρούπολη ως την Κρήτη, στην Κύπρο, στα Κύθηρα, στο Καστελόριζο... Ομως στέριωσα στην Καρδαμύλη. Βοήθησαν βέβαια κι οι άνθρωποι εκείνοι, προσπάθησαν να με κρατήσουν. Στη Μάνη τότε δεν πουλιόταν τίποτα, ούτε για δείγμα, ούτε κεραμίδι. Κι όμως, εκείνοι βρήκαν κάτι. Και πήρα αυτό το κτηματάκι που έχω. Πολύ γρήγορα έχτισα κι ένα μικρό σπιτάκι - και έχω περάσει εκεί από τις ωραιότερες μέρες της ζωής μου. Οχι μόνο εγώ, αλλά και η οικογένειά μου μαζί».
ΣΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΑΙ ΩΡΑ 9 ΤΟ ΒΡΑΔΥ
η Μαρίζα Κωχ θα παρευρεθεί στην εκδήλωση κοπής της βασιλόπιτας του Συλλόγου Μανιατών Καλαμάτας, στο Κέντρο "Περρωτής" στη Σπερχογεία. Ο σύλλογος θα την τιμήσει για την προσφορά της στη μουσική, αλλά και για την αγάπη της στη Μάνη. Μαζί με τη Μαρίζα Κωχ θα εμφανιστούν οι μουσικοί Μιχάλης Νικόπουλος και Κατερίνα Κυρμιζή, σ' ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα για τα παιδιά που θα παρευρεθούν - ενώ θα ακουστούν και τα τραγούδια της «23-3-1821» και «Καλαμάτα 1986». Η βραδιά θα συνεχιστεί με γλέντι, παρέα με την ορχήστρα του Γ. Δικαίου. Τηλ. 6937-037981.
{yendifplayer type=video youtube=https://www.youtube.com/watch?v=ywqmfIA7ZEQ}
{yendifplayer type=video youtube=https://www.youtube.com/watch?v=K_cz3nDgVRM}
• Εγγραφείτε στο κανάλι της Μαρίζας Κωχ στο YouTube (https://youtu.be/lvKWazDIetc) και απολαύστε τα γνωστά αλλά και τα άγνωστα τραγούδια της.
ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ
Σύντομο Βιογραφικό
Η Μαρίζα Κωχ είναι μία από τις πιο καταξιωμένες Ελληνίδες τραγουδίστριες. Είναι ιδιαίτερα γνωστή για τη συνθετική της δουλειά πάνω στα ποιήματα του μεγάλου Ελληνα ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία και βραβευμένη μουσικοπαιδαγωγός. Mεγάλωσε στη Σαντορίνη, όπου τα πρώτα της ακούσματα ήταν η βυζαντινή μουσική και τα νησιώτικα τραγούδια.
Στα 50 χρόνια της σταδιοδρομίας της, έχει επανειλημμένα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα, δίνοντας παραστάσεις σε μουσικές σκηνές και θέατρα. Εχει ταξιδέψει στον κόσμο, τραγουδώντας σε μερικά από τα μεγαλύτερα θέατρα, συχνά στo πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών της Ελλάδας και των χωρών που επισκέφτηκε, ως πρέσβειρα της ελληνικής μουσικής. Ανάμεσα στα θέατρα που έχει τραγουδήσει διεθνώς είναι το ΜΗΑΤΤ (Θέατρο Τέχνης της Μόσχας), το «Lincoln Center» της Ν. Υόρκης, το «Centre BeauΒourg» στο Παρίσι, στο Cambtain Festival του Λονδίνου, στο «Μέγαρο Μουσικής» της Γρανάδα, στο «Κάστρο» της Νάπολη, στο «Μέγαρο Μουσικής» Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και σε 17 ακόμα αρχαία θέατρα της Ελλάδας. Το 2010, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Εθνικ Τραγουδιού που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο διακρίθηκε ως η κορυφαία τραγουδίστρια.
Εχει ηχογραφήσει 22 δίσκους με δικές της συνθέσεις, πάνω στην ποίηση των ποιητών Κώστα Βάρναλη, Γιώργου Σαραντάρη και Νίκου Καββαδία, καθώς επίσης παραδοσιακά τραγούδια και παιχνιδοτράγουδα για παιδιά.
Το 1996 δημιούργησε το Κέντρο Βιωματικής Μουσικής Κίνησης και Λόγου - Μαρίζα Κωχ, καθώς και την Παιδική Παραδοσιακή Χορωδία στο Ωδείο Αθηνών.
Για το διδακτικό της έργο έχει τιμηθεί από την UNESCO, το Πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης ως Ελληνίδα δημιουργός, από το Πανεπιστήμιο Πάτρας όπως επίσης και από την Ενωση Ελλήνων Μουσικών για την Εκπαίδευση και πολλούς πολιτιστικούς συλλόγους. Είναι επίτιμο μέλος της Ελληνικής Ενωσης για τη Μουσική Εκπαίδευση και επίτιμο μέλος της Θηραϊκής Εταιρείας Επιστημών Γραμμάτων και Τεχνών.
Το συνολικό έργο της Μαρίζας Κωχ -μέχρι σήμερα- ως πρωτότυπη μουσική εργασία για παιδιά, βρίσκεται πλέον σαν διδακτέα ύλη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Για τη μουσική της πορεία η Μαρίζα Κωχ λέει:
«Αξιώθηκα να τραγουδήσω σε πολλά από τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, αλλά και σε αμέτρητα σχολεία, καφενεία, αγροτικές αποθήκες και των πιο μικρών χωριών τη πατρίδας μας. Καμαρώνω το ίδιο και για το ένα και για το άλλο.
Με τα τραγούδια μου θέλω να μεταφέρω όσα νιώθω για την πατρίδα μου, που στα δικά μου μάτια μοιάζει να είναι η πιο πλούσια χώρα του κόσμου σε φυσική ομορφιά, σε χαρακτήρες ανθρώπων, σε ιστορία, σε μουσική, σε τέχνες, σε θρησκευτικό μεγαλείο και σε βάθος ανθρώπινων συναισθημάτων.
Στην πορεία μου, ένας σημαντικός σταθμός, η Καρδαμύλη της Μάνης με "σφιχταγκάλιασε" και με τίμησε κάνοντας με επίτιμο δημότη της. Το 1976 έχτισα εκεί το κονάκι μου και είναι από τότε η επίσημη κατοικία μου».