Ο Γιώργος Ζωντανός, γνωστός στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης μέσα από το στέκι “Barfly”, αλλά και το ιντερνετικό ραδιόφωνο “Τριζόνι”, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην παράσταση που βασίστηκε στο πιο δύσκολα διαχειρίσιμο έργο της Κέιν. Το αποτέλεσμα φαίνεται να δικαίωσε τόσο το κοινό, που γέμισε το στούντιο πολλές φορές, όσο και τον ίδιο, στο μεγαλεπήβολο αυτό εγχείρημα.
- Μετά από αρκετά χρόνια επανήλθατε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης με αυτό το έργο (είχε υπάρξει και παλιότερη παραγωγή). Τι περιλάμβαναν τα ενδιάμεσα χρόνια... της σιωπής;
Καταρχάς να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο και τον χώρο που μου διαθέσατε για να μιλήσω για την παράσταση. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος και περιεκτικός. Τα ενδιάμεσα χρόνια περιλάμβαναν, όπως το είπες... σιωπή.
- Με ποιο τρόπο αποφασίσατε να προσεγγίσετε το συγκεκριμένο κείμενο; Γιατί αυτό το έργο, που ίσως θεωρείται και το πιο ''δύσκολο'';
Δεν ξέρω αν το προσέγγισα. Το φαντάστηκα θα έλεγα καλύτερα. Το φαντάστηκα σαν μια συναυλία όπου οι φράσεις θα έπεφταν σαν βόμβα στο μυαλό του θεατή. Η ψύχωση είναι ένας εσωτερικός διάλογος ενός ανθρώπου που υποφέρει, άλλοτε κραυγάζοντας και άλλοτε σιωπώντας. Είναι ένα πεδίο μάχης. Είναι, νομίζω, η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου: ο σπαραγμός με τον εαυτό του.
- Πολύ σημαντικό κομμάτι στην παράσταση που ανέβηκε ήταν και η πρωτότυπη μουσική και οι live ερμηνείες επί σκηνής. Πόσο εύκολο ήταν να συνδεθεί το κομμάτι της μουσικής, με αυτό του θεατρικού κειμένου;
Η μουσική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Αυτό ήθελα αρχικά να κάνω, να ζήσω μια ζωή στη μουσική... αλλά μάλλον δεν με ήθελε αυτή... και με το δίκιο της. Μου πήρε πολύ χρόνο να καταλάβω πώς μπορεί ένα κείμενο να λειτουργήσει με συνεπιβάτη όχι μια μουσική υπόκρουση, αλλά μια έντονη μουσική συμφωνία που να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Χρειάζεσαι “συνθέτη” έλεγε μια φωνή μέσα μου. Αλλά το φοβόμουν. Πώς μιλάς σε έναν “συνθέτη”'; Πώς μπορείς να του δώσεις να “καταλάβει”;
Ευτυχώς όμως υπήρξε μια καρμική συνάντηση με τον Γιάννη Κουράκο, που έπαιξε σημαντικό ρόλο, γιατί ο Γιάννης έχει την απαιτούμενη αντίληψη να δημιουργεί χώρους που δεν υπάρχουν και αποτύπωσε τη ψυχολογία της ηρωίδας υπηρετώντας την επιθυμία της σκηνοθετικής ματιάς για περιορισμένο χώρο, λιτό σκηνικό και την απουσία έντονου φωτισμού. Και βέβαια αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την βοήθεια και των άλλων μουσικών, του Χρήστου Κοτσομύτη, του Γιάννη Κάρβελη και του Πάνου Χαραλαμπόπουλου.
- Το έργο της Σάρα Κέιν πιστεύετε πως έχει αναγνωριστεί όσο θα του άξιζε; Θα έλεγε κανείς ότι από πολλούς αντιμετωπίζεται ως άλλη μια “καταραμένη” της τέχνης.
Τα έργα της Σάρα Κέιν είναι εκεί έξω ανά τον κόσμο και κάνουν βόλτες από μεγάλες έως μικρές θεατρικές και όχι μόνο σκηνές. Τα έργα της Σάρα Κέιν προτείνουν και αντιπαραθέτουν με μια γλώσσα ποιητικής αξίας. Λένε τα ανείπωτα, αυτό έχει σημασία, και όποιος αντέξει... Εκείνοι που έζησαν στο περιθώριο του κοινωνικού ιστού, οι “καταραμένοι” όπως τους ονομάζουν, εκείνοι που η ύπαρξή τους συνδέθηκε με τον πόνο, την απώλεια, την ασθένεια... σωματική και ψυχική, την κατάχρηση, εκείνοι είναι, ίσως, και αυτοί που υπέφεραν περισσότερο από όλους στην ιστορία της ανθρώπινης δημιουργίας, πολλές φορές μάλιστα από δική τους επιλογή - και είναι εκείνοι οι οποίοι μέσα από το σκοτάδι της προσωπικής τους κόλασης, κατάφεραν να δημιουργήσουν έργα τέτοιας ομορφιάς, που φώτισαν λίγο περισσότερο τον κόσμο σαν μαύρα, σπάνια διαμάντια.
- Τελειώνοντας με το ανέβασμα της “Ψύχωσης 4:48”, αισθανθήκατε πως… αποδόθηκε ένας μικρός φόρος τιμής στην συγγραφέα; Ή υπήρχε η αίσθηση πως κάτι θα κάνατε διαφορετικά – ενδεχομένως από πλευράς σκηνοθετικής προσέγγισης;
Δε νομίζω ότι είμαι ο κατάλληλος για να σας πω αν απέτισα φόρο τιμής ή όχι, και ναι, ενδεχομένως θα μπορούσα να το σκηνοθετήσω με μια άλλη ματιά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η προσέγγιση θα ήταν καλύτερη ή χειρότερη.
- Ποια φράση της εξομολόγησης της Κέιν θεωρείτε πως “μίλησε” περισσότερο στους θεατές;
Από την αρχή της “Ψύχωσης”, με την ωμή και αποκαλυπτική γλώσσα της η Σάρα Κέιν ξεστομίζει λέξεις, φράσεις, προτάσεις που σφυροκοπούν το κεφάλι του θεατή, τον καθηλώνουν. Παύσεις, σιωπές, επαναλήψεις τον σοκάρουν και αυτή ροκάρει. Μέσα σε όλη αυτή την δίνη και αναλόγως με τα βιώματα και τις εμπειρίες του, κάθε θεατής κρατάει και κάτι από αυτήν την εξομολόγηση.
- Τόσα χρόνια μετά το θάνατό της και το πρώτο “σοκ”, όσον αφορά τη σκληρότητα των έργων της, η κοινωνία, ο κόσμος που ζούμε, είναι πιο ανοικτός σε θέματα που αφορούν την ψυχική υγεία ή μιλάμε ακόμη για ζητήματα ταμπού, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη;
Το γεγονός ότι υπάρχει καλύτερη πληροφόρηση και ενημέρωση για τις ψυχικές ασθένειες, αυτό από μόνο του είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες αυξάνεται. Αυτό δείχνει ότι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι μιλάνε για αυτές τις ασθένειες και για αυτούς δεν είναι πλέον ταμπού. Σίγουρα υπάρχει και ένα μεγαλύτερο ποσοστό που ακόμα δεν είναι σε θέση να εκφραστεί. Για αυτούς λοιπόν, ναι, παραμένει ακόμα ταμπού - και πιστεύω ότι αυτό ισχύει και στην τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης.