- Μετά από είκοσι χρόνια ξανά "Ορνιθες"! Πώς αυτή η επιλογή;
«Κατ' αρχήν υπήρχε μια μεγάλη επιθυμία συνεργασίας για μια ακόμη φορά με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο που τον αγαπώ ιδιαίτερα και το ΔΗΠΕΘΕ της Κρήτης το οποίο εκτίμησα πάρα πολύ με την προηγούμενη παραγωγή στον "Υπηρέτη δύο αφεντάδων". Η επιθυμία ήταν να κάνουμε ένα έργο που να μπορεί να σταθεί στις σημερινές αναζητήσεις και τη στιγμή που ο κόσμος χάνεται να μην είμαστε εμείς που διαπραγματευόμαστε θέματα που μόνο κάποιοι ευαίσθητοι καλλιτέχνες μπορούν να καταλάβουν. Θέλαμε να μιλήσουμε με αφορμή τους "Ορνιθες" για μια ανατροπή της κατάστασης, για ένα νέο κόσμο, για την αναγέννηση των επιθυμιών και των ονείρων που έχουμε για μια άλλη κοινωνία. Για μια κοινωνία πιο δίκαιη, που ο Αριστοφάνης την φέρνει στη σάτιρα ως μια ουτοπία αλλά που έχει πάρα πολύ βαθιές αλήθειες για να ανατρέψουμε μια προηγούμενη κατάσταση και να δημιουργήσουμε μια νέα συνθήκη. Αυτό είναι νομίζω κάτι με το οποίο μπορούμε να κάνουμε διάλογο με το κοινό μας αυτή την εποχή κι ελπίζω να είναι ένας γόνιμος διάλογος. Γιατί κατά βάθος οι "Ορνιθες" είναι ένα πολιτικό κείμενο».
- Πριν 20 χρόνια ήταν ένα πρωτοποριακό ανέβασμα το δικό σου για μια αρχαία κωμωδία. Τι έχεις διαφοροποιήσει στο τωρινό ανέβασμα;
«Η ιδέα που έχω για τον Αριστοφάνη είναι η ίδια, ότι είναι ένας καθαρά αιχμηρός σατιρικός ποιητής και πάνω απ' όλα ποιητής που με όπλο το γέλιο μπαίνει πολύ βαθιά στη ρίζα του σατυρικού δράματος. Αρα λοιπόν η γνώμη που έχω και τώρα, όπως είχα και για τη "Λυσιστράτη" πρόπερσι, όπως και για τους "Βατράχους" που είχα πάλι ανεβάσει στην Καλαμάτα με το ΔΗΠΕΘΕΚ, έχουν μια συγκεκριμένη αντίληψη να αναδείξουν τη βαθιά ποιητική γραφή αυτού του συγγραφέα που οι περισσότεροι μέχρι τότε -και ίσως ακόμη και τώρα- τον αντιμετωπίζουν σαν επιθεωρησιογράφο. Σαν έναν συγγραφέα δηλαδή ελαφριάς γραφής. Αυτό που δοκίμασα εγώ με τον Αριστοφάνη είναι μια γραφή που να παντρεύει την κοινωνική γραφή με την κωμωδία και το δράμα με τη σάτιρα. Αυτό κρατάμε και τώρα σε μια πιο προχωρημένη στάση θα έλεγα, γιατί αυτή τη φορά κάνω και την μεταφραστική απόδοση, που σημαίνει ότι έχω και περισσότερη ελευθερία να μπω λίγο στα πράγματα και να "σκάψω" πιο βαθιά από τις άλλες φορές».
- Από την παράσταση της Καλαμάτας έχουν μείνει στη μνήμη μας πολλά, ένα απ' αυτά τα κοστούμια. Τώρα τι εικαστική προσέγγιση υπάρχει;
«Τα κοστούμια αυτή τη φορά τα κάνει η Βάλια Μαργαρίτη μαζί με τον Μανόλη Παντελιδάκη που κάνει τα σκηνικά. Κοιτάξαμε λοιπόν να διαχωρίσουμε δύο κόσμους, έναν κόσμο της διαφθοράς, της διαπλοκής, των λαμόγιων που τα έχουμε βιώσει άσχημα κιόλας αυτό το διάστημα και παρουσιάζουμε μια μαύρη πόλη. Από την άλλη πλευρά έχουμε έναν κόσμο δικών μας ανθρώπων που αγαπάνε την τέχνη, την εμπιστοσύνη, την ζωή την ίδια. Είναι η πόλη των πολύχρωμων παιδιών που έχουν ακόμη άνοιγμα στο όνειρο και που ενσαρκώνουν την ιδέα των πουλιών με πιο μινιμαλιστική αντίληψη. Ενώ υπάρχουν αυτοί οι δύο κόσμοι που είναι περισσότερο διαφορετικοί ιδεολογικά και όχι τόσο εμφανισιακά διακριτοί, στα τελετουργικά της παράστασης εμφανίζονται τα εντυπωσιακά πουλιά που έχουν και τη σωματικότητα και τη φαντασμαγορία του πτηνού».
- Τι θυμάσαι πιο έντονα από τα χρόνια που δούλεψες στην Καλαμάτα;
«Κάτι παιχνίδια πρέπει να παίζει τελικά το μυαλό, γιατί αυτά που μου έχουν μείνει από την Καλαμάτα τελικά, είναι μόνο τα καλά και έχουν σβήσει τα μίζερα και τα άθλια. Θυμάμαι τα χρόνια στην Καλαμάτα με πάρα πολλή αγάπη, γιατί ξέρεις, τότε κάναμε και μια προσπάθεια να ξεπεράσουμε τα όριά μας, αλλά και τα όρια του ίδιου του θεάτρου. Θέλαμε να κάνουμε παραγωγές μεγαλύτερες ίσως απ' όσες άντεχε, ξεπερνούσαμε τα όρια της περιοδείας και φτάναμε σε πόλεις αρκετά μακριά, αλλά και τα όρια των ηθοποιών που ήταν 15-16 άνθρωποι και κάνανε ρόλους για 30. Εχω επίσης την εικόνα που κάθε φορά που παίζαμε στο Κάστρο της Καλαμάτας ή σε περιοδείες υπήρχε μια ανάταση και μια επιδοκιμασία του κόσμου σε ό,τι κάναμε. Μου έχει μείνει αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο κι αυτό με γεμίζει κάθε φορά που το σκέφτομαι. Γιατί πάνω απ' όλα εμείς οι καλλιτέχνες μ' αυτό που στ' αλήθεια επικοινωνούμε είναι με το κοινό, κι αυτό μας μένει. Το χειροκρότημά του, το γέλιο του, γιατί όλα τα άλλα των αρχόντων, είναι λίγο υποκριτικά και ιδιοτελή ως ένα βαθμό. Οπότε έχω ξεχάσει όλα τα πολιτικάντικα παιχνίδια που παίχτηκαν και μένω μόνο στην εικόνα της αποδοχής του κόσμου που τη νιώσαμε».
- Πριν μια εικοσαετία ήσουν ο πιο ροκ σκηνοθέτης του ελληνικού θεάτρου. Παραμένεις, νιώθεις ακόμα έτσι;
«Οχι... παραμένω ιδιόμορφος, θέλω να είμαι αυτός που είμαι. Το ροκ ήταν ένας χαρακτηρισμός λίγο εύκολος για μένα. Αν με το ροκ εννοούμε έναν άνθρωπο που έχει έναν τσαμπουκά να πραγματοποιεί ό,τι σκέφτεται καλλιτεχνικά, τότε ναι, παραμένω ροκ! Αν εννοούμε το ροκ αισθητικά, έχω περάσει νομίζω σε ένα επίπεδο πιο σύνθετο και νομίζω -επειδή περνάνε και τα χρόνια- πιο ουσιαστικό. Λείπουν από μένα οι επιθυμίες για εντυπωσιασμό και πληθαίνουν πολύ οι επιθυμίες για εμβάθυνση. Παραμένω βέβαια πάντα ένας σκηνοθέτης προσωπικής γραφής... που βέβαια σε πολλούς δεν αρέσει, αλλά αυτό είναι και το ενδιαφέρον».
- Η κρίση αγγίζει και το καλό θέατρο;
«Ε, βέβαια αφού αγγίζει τους ανθρώπους. Το θέμα είναι τι γνώμη και τι θέση έχουμε για την κρίση. Εγώ πιστεύω ότι πρώτα απ' όλα πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά αυτοί που έφεραν το λαό σ' αυτή την κατάσταση και να μην κάνουν τις παρθένες και να καλύπτει ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι μάλιστα μια βασική πληγή του δημοκρατικού συστήματος, η αλληλοκάλυψη που σκεπάζει τα πάντα και όχι μόνο για την ατιμωρησία αλλά και για την βοήθεια του ενός λαμόγιου προς το άλλο. Είμαστε αποφασισμένοι πια όλοι -και το έδειξαν και οι εκλογές- ότι θέλουμε μια άλλη γραμμή, μια άλλη Ελλάδα, μια άλλη Ευρώπη και θα το καταφέρουμε. Υφιστάμεθα λοιπόν τα δεινά της κρίσης και στον τομέα του θεάτρου που δεν υπάρχουν λεφτά να ανεβάσουν μεγάλες παραγωγές και με την πλειοψηφία των ηθοποιών να βρίσκεται σε ανεργία. Η μόνη λύση είναι η αισιοδοξία ότι μπορούμε ν' αλλάξουμε το σύστημα και αυτή είναι η θέση που έχω απέναντι σ' αυτό που ονομάζουμε κρίση. Γιατί δεν είναι κρίση ούτε συναισθημάτων ούτε κρίση αξιοσύνης, παρά μόνο κρίση συστήματος. Είναι η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και κάτι πρέπει να κάνουμε μ' αυτό».