Πολλοί θα έχουν παρατηρήσει απέναντι από το Επισκοπείο μια διπλή εκκλησία. Λίγο όμως γνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο της πόλης που συνδέεται με την ιστορία της από τους βυζαντινούς χώρους μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αναδρομή σε αυτή έχει τη δική της αξία για εκείνους που θέλουν να γνωρίσουν την πόλη και την εξέλιξή της.
Οπως προαναφέρθηκε, η διπλή εκκλησία βρίσκεται στην οδό Μητροπολίτου Μελετίου. Επίσημα από το υπουργείο Πολιτισμού έχει κηρυχθεί «δίδυμος μονόκλιτος ναός με δίρριχτη στέγη και τρίπλευρη κόγχη Ιερού, κτίσμα των αρχών του 19ου αιώνα. Τα αρχιτεκτονικά μέλη των θυρωμάτων προέρχονται από τον πυρποληθέντα ναό του Αγίου Αθανασίου Τζάνε που προϋπήρχε στη θέση αυτή».
Στο κείμενο αυτό υπάρχουν σοβαρές ιστορικές και άλλες ανακρίβειες.
Κατ’ αρχήν δεν είναι «δίδυμος ναός», αλλά δύο εκκλησίες οι οποίες έχουν κτισθεί σε εντελώς διαφορετικούς χρόνους και πάντως όχι το 19ο αιώνα.
Η εκκλησία που βρίσκεται προς βορράν είναι ο Αγιος Νικόλαος (παλαιός). Η εκκλησία προς νότο είναι ο Αγιος Αθανάσιος που κτίσθηκε πολύ αργότερα από το 1912, όταν κατεδαφίστηκε η ιστορική εκκλησία Αγιος Αθανάσιος Τζάνε που βρισκόταν περίπου στη συμβολή των οδών Μητροπολίτου Μελετίου και Υπαπαντής.
Η αρχική εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι βυζαντινή. Αυτή την άποψη διατυπώνει με σαφήνεια ο Α. Μπον στο βιβλίο του για τις βυζαντινές εκκλησίες της Καλαμάτας. Σε απόσπασμα που συγκρίνει χρονολογικά τις παλιές εκκλησίες της Καλαμάτας, ο Μπον σημειώνει ότι ο Αγιος Κωνσταντίνος και ο Αγιος Νικόλαος είναι περίπου σύγχρονοι «γιατί μοιάζουν πολύ με τον Αγιο Αθανάσιο [σ.σ. την εκκλησία η οποία κατεδαφίστηκε], αλλά με λιγότερο πλούσια διακόσμηση. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι οι δύο αυτοί ναοί διατηρούν ίχνη της πρώτης περιόδου: Ο ανατολικός τοίχος και η αψίδα είναι τουλάχιστον βυζαντινά, ενώ το υπόλοιπο κτήριο ξαναφτιάχθηκε και ίσως επεκτάθηκε το 17ο αιώνα».
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αγιογράφηση της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, σύμφωνα με επιγραφή που υπήρχε, είχε γίνει το 1626 και η εκκλησία πρέπει να είχε κατασκευαστεί λίγα χρόνια νωρίτερα.
Τα αρχιτεκτονικά μέρη του θυρώματος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου δεν προέρχονται από την παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (η οποία μάλιστα κατεδαφίστηκε νύχτα, και δεν νομίζουμε ότι μπήκε κανένας στον κόπο να αποξηλώσει αυτό το τμήμα).
Αυτό φαίνεται και από τη σύγκριση δύο εικόνων. Στη μια υπάρχει το σημερινό θύρωμα του Αγίου Νικολάου και στην άλλη το σχέδιο που έχει φτιαχθεί από φωτογραφία του θυρώματος του Αγίου Αθανασίου. Μπορεί το αρχιτεκτονικό στυλ να είναι ακριβώς το ίδιο, τα σχέδια όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν υπάρχει στον Αγιο Νικόλαο αετός, και στη θέση των κρίνων βρίσκονται σχεδιάσματα στρογγυλού άνθους.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το Δ. Δουκάκη, ο οποίος σε μια εποχή που δεν είχε κατεδαφιστεί ακόμη ο Αγιος Αθανάσιος έγραφε για τον Αγιο Νικόλαο: «Ο ναός ούτος, ως εκ της εξωτερικής θύρας υ-ποσημαίνεται, φαίνεται αναγόμενος εις την φράγκικην εποχήν, διότι έξωθεν της θύρας υπάρχουν εμβλήματα φράγκικα».
Ο Δ. Δουκάκης δίνει και τις υπόλοιπες υπάρχουσες πληροφορίες για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου: «Ο ναός ούτος ήταν εζωγραφισμένος, οι επίτροποι όμως του ναού επέχρισαν τας τοιχογραφίας αυτού δι’ ασβέστου, και μόνον εις τα κόγχας της Προθέσεως διασώζεται η εικών του Ιησού. Ο Αγιος Νικόλαος είναι αριστούργημα τέχνης, κάτωθεν δε της εικόνος υπάρχει η εξής επιγραφή: "Δέησις του δούλου του Θεού Ιωάννου Πρωτοσυγκέλλου 1819 Ιουνίου 1"».
Αργότερα, ζημιά έγινε και για να τοποθετηθεί το φωτιστικό της εξωτερικής πόρτας. Οπως φαίνεται το φως τοποθετήθηκε σε σημείο που κατέστρεψε μέρος της άνω πλευράς του θυρώματος.
Για τη χρονολόγηση του θυρώματος -και από αυτό, τη χρονολόγηση κατασκευής- της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου -άρα και του αντίστοιχου του Αγίου Νικολάου- αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν διαφορετικές απόψεις. Ο ρυθμός μπαρόκ που διακρίνει το θύρωμα έχει εμφανιστεί μετά την Αναγέννηση και δεν μπορεί να είναι έργο του 13ου αιώνα όπως είχε υποστηριχθεί από ορισμένες πλευρές. Και επειδή την εποχή της κατασκευής των εκκλησιών δεν υπήρχαν Ενετοί στην Καλαμάτα, δίνεται η ερμηνεία ότι με την κατασκευή των εκκλησιών αυτών ασχολήθηκε «αρχιτέκτων μετακληθείς ή εκ Κρήτης ή πιθανότερον εκ Ζακύνθου».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην -άγνωστη για πολλούς- ιστορία του κατεδαφισθέντος Αγίου Αθανασίου Τζάνε.
Με λεπτομέρειες για το θέμα αυτό έχει γράψει ο Γιάν. Αναπλιώτης (22). Νωρίτερα (1913), είχε γράψει στον "Εκκλησιαστικό Φάρο" ο Δ. Δουκάκης, ο οποίος αναφέρει ότι στο υπέρθυρο της εκκλησίας υπήρχε η επιγραφή:
† ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΤΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙ’ ΕΞΟΔΩΝ ΤΩΝ
ΠΡΟΥΧΟΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΧΑΤΣΗ ΗΛΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
ΣΩΤΗΡΙΩ ΕΤΕΙ 1626 ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΜΑΪΟΝ
† ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΔΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ
ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΟΝΤΩΝ ΤΩΝ Κ.Κ. Γ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Γ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ Τ.Θ. ΒΟΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΥΠΟ
Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1866
Σύμφωνα, με τον Δουκάκη, ο Γάλλος μεσαιωνοδίφης Μπουσόν που περιηγήθηκε το 1840 την Καλαμάτα, έγραφε: «Εν τω μητροπολιτικώ ναώ του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν εισέτι ζωγραφίαι αρχαίοι, κωδωνοστάσια λίθινα νορμανδικής αρχιτεκτονικής και θύραι τινές με πυραμίδας φέρουσας άνωθεν αψίδας διμερείς».
Στη νότια εξωτερική πόρτα της εκκλησίας ήταν χαραγμένος ο δικέφαλος και δύο ανάγλυφα κρίνα (σύμβολα των βασιλιάδων της Γαλλίας).
Η εκκλησία καταστράφηκε το 1825 από τον Ιμπραήμ και ανακαινίσθηκε μετά την απελευθέρωση, όπως δε γράφει ο Δουκάκης: «Επί πολλά έτη εχρημάτισε ως εφημέριος του ναού ο Γεώργιος Πολίτης Οικονόμος, λείψανον του ιερού αγώνος, καταγόμενος εκ το χωρίου Γιαννιτσά».
Και συνεχίζει ο Δουκάκης: «Η εν τω ναώ ευρισκομένη εικών του Αγίου Αθανασίου χρονολογείται από του 1813 [...] Η εικών της Θεοτόκου φέρει χρονολογίαν 1811, Φεβρουαρίου 13, χειρ Κωνστανίνου Χίου.
Η δε εσωτερική επιφάνεια των τοίχων του ναού και του νάρθηκος είναι εζωγραφισμένη δι’ αγιογραφιών, εικονιζουσών ιερά πρόσωπα και ιστορήματα της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης».
Ο Γιάν. Αναπλιώτης, επικαλείται τις πληροφορίες του Π. Οικονομάκη για την αγιογράφηση της εκκλησίας:
«Διά του γενομένου τότε επιχρωματισμού [σ.σ. αναφέρεται στην ανακαίνιση του 1866] κατεστράφησαν πολλαί των αγιογραφιών του ναού. Αι διασωθείσαι τοιχογραφίαι, έργον όχι μεγάλου καλλιτέχνου, ήσαν πολύτιμοι διά την ιστορίαν του βίου των κατοίκων της πόλεως. Εκείνο το οποίο διέκρινε τας τοιχογραφίας του ναού από τας των άλλων ναών της εποχής της Τουρκοκρατίας ήτο η ποικιλία, πρωτοτυπία και ημερότης εις τας παραστάσεις».
Ο Δουκάκης κάνει και μια σύντομη αναφορά στη χρονολόγηση της κατασκευής της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου: «Και ο μεν Αδαμαντίου εσφαλμένως λέγει ότι είναι κτίσμα του ΙΓ’ αιώνος επί Βιλλεαρδουΐνου. Ο δε βυζαντινολόγος Κωνσταντόπουλος λέγει ότι η θύρα αύτη ανήκει εις τον ρυθμόν τον λεγόμενο Βaroco, τον αναφανέντα μετά του ρυθμού της Αναγεννήσεως [...] Ο ναός του Αγίου Αθανασίου, καθώς και εκ της επιγραφής φαίνεται, εκτίσθη το 1626, και τον ναόν τούτον ανήγειρε αρχιτέκτων μετακληθείς εκ Ζακύνθου, καθ’ ην εποχήν την πόλιν δεν κατείχον οι Βενετοί».
Η εκκλησία, με υπουργική απόφαση στις 30 Αυγούστου 1905, κηρύχθηκε αρχαιολογικό μνημείο μετά από γνωμοδότηση επιτροπής καθηγητών αποτελούμενης από τους Ν.Γ. Πολίτη, Π. Καββαδία και Σ. Λάμπρου.
Η κήρυξη του Αγίου Αθανασίου Τζάνε ως μνημείου δεν έγινε τυχαία. Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για την κατεδάφιση της εκκλησίας προκειμένου να ανοιχτεί δρόμος προς την εκκλησία της Υπαπαντής και να περάσει η γραμμή του τραμ.
Το Δεκέμβριο του 1906, όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι κατεδαφίστηκε ο Αγιος Αθανάσιος, ξεσηκώθηκαν διαμαρτυρίες και η εφημερίδα "Αθήναι" του Γ. Πώπ ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα.
Η κοινή γνώμη της Καλαμάτας διχάσθηκε για το θέμα της κατεδάφισης. Υπέρ αυτής τάχθηκαν οι νεότεροι παράγοντες, οι οποίοι υπερασπίστηκαν την κατεδάφιση μέσα από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων.
Ο διχασμός αντανακλούσε και τις διαφορετικές αντιλήψεις εκείνης της εποχής για την ανάπτυξη της πόλης: Η νεότερη γενιά επεδίωκε την κατασκευή έργων που θα άλλαζαν την όψη της πόλης, και δεν είναι τυχαίο ότι στο διάστημα αυτό γίνεται το πρώτο οργανωμένο σε έκταση σχέδιο πόλης, υπογράφονται οι συμβάσεις για το ηλεκτρικό ρεύμα και το τραμ, γίνονται διανοίξεις μεγαλύτερων δρόμων. Σε αυτή τη λογική οι νεότεροι ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και μνημεία της πόλης.
Η υπόθεση έφθασε στη Βουλή το 1909 με πρωτοβουλία του βουλευτή Πυλίας Π. Σάκκη ο οποίος υπερασπίστηκε την άποψη της κατεδάφισης, υποστηρίζοντας ότι «πρέπει να αρθεί το διάταγμα, το χαρακτηρίζον τον ναόν τούτον ως κειμήλιον, και να επιτραπεί η κατεδάφισις αυτού», και αυτό γιατί «συμβαίνει η μόνη ευρεία οδός, η διανοιγομένη εν Καλάμαις, να μένει ημιτελής, διότι εις το μέσον αυτής κείται ο ναός ούτος». Την ορθότητα της κήρυξης της εκκλησίας ως μνημείου υπερασπίστηκε ο υπουργός Παιδείας Στάης.
Ηταν όμως μόνον η πρώτη φάση στην προσπάθεια κατεδάφισης. Γιατί στη συνέχεια ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις από όλους τους τοπικούς παράγοντες και το 1910 (όταν τη θέση του υπουργού Παιδείας είχε καταλάβει ο Αλεξανδρής) ακυρώθηκε το διάταγμα που χαρακτήριζε την εκκλησία μνημείο.
Ο Ν. Ζερβής συνδυάζοντας δημοσιεύματα της εφημερίδας "Θάρρος" εκείνης της εποχής, εκτιμά ότι η κατεδάφιση έγινε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου 1913, χρονιά κατά την οποία για πρώτη φορά γιορτάστηκε η μνήμη του Αγίου Αθανασίου στον Αγιο Νικόλαο Φραγκόλιμνας. Ο Γιάν. Αναπλιώτης από τη μελέτη των σχετικών κειμένων που είχε στη διάθεσή του καταλήγει στο εξής συμπέρασμα για τα αίτια της κατεδάφισης: «Βασικός λόγος του αφανισμού του σπουδαίου αυτού εθνικού κειμηλίου δεν ήταν ότι έπρεπε να κατεδαφιστεί για να στρωθούν οι γραμμές του τραμ, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά άλλος: Ο Αϊ-Θανάσης, σκέπτονταν οι αποτελούντες τότε την πνευματική, οικονομική και κοινωνική ηγεσία της πόλεως, αποτελούσε εμπόδιο στην οπτική προβολή του καθεδρικού Ναού της Υπαπαντής. Κι έπρεπε να βγει από τη μέση».
Η καινούργια εκκλησία χτίστηκε μετά το 1928, γιατί ο Διον. Πόταρης σε σύντομο σημείωμά του, συνοδευόμενο από αυθεντική φωτογραφία της πύλης της εκκλησίας, γράφει ότι «ο ναός κατεδαφίσθη προ ολίγων ετών προς διάνοιξιν της οδού Υπαπαντής και πάντες οι λίθοι της θύρας του ναού απόκεινται εις έναν περιφραγμένον χώρον παραπλεύρως της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, κειμένου εν τη Πλατεία Φραγκολίμνης, εισί δε εκ πώρου λίθου». Αλλά χτίστηκε πριν το 1936, αφού ο Ορ. Χρυσοσπάθης το χρόνο αυτό γράφει για τη "διπλή" πλέον εκκλησία.
Από τα όσα γράφει και ο Δ. Πόταρης, είναι προφανές ότι πολλά υλικά από τον Αγιο Αθανάσιο που κατεδαφίστηκε, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της νέας εκκλησίας δίπλα στον Αγιο Νικόλαο (παλαιό).
Για το προσωνύμιο "Τζάνε" ο Ορ. Χρυσοσπάθης αναφέρει ότι «ο ναός αυτός ανήκε στην οικογένεια Τζάνε». Το βέβαιο είναι ότι δίπλα από την εκκλησία και στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το κτήριο της Φιλαρμονικής, ήταν ο Πύργος του Πανάγου Τζάνε.
[Από το βιβλίο του Ηλία Μπιτσάνη "Εκκλησιαστικά μνημεία ιστορίας και πολιτισμού στην Καλαμάτα"]