Κυριακή, 12 Ιουλίου 2020 08:30

O συγγραφέας - δημοσιογράφος Χρ. Κάσδαγλης στην "Ε": “Υψιστη διάκριση για ένα βιβλίο, η σχέση που αναπτύσσει με τους αναγνώστες”

Γράφτηκε από την

 

 

Με το συναρπαστικό “1983” ανανεώνει ο συγγραφέας - δημοσιογράφος Χριστόφορος Κάσδαγλης τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό, το οποίο χρόνια τώρα δεν αφήνει παραπονεμένο. Η γραφή του, στρωτή και ενδιαφέρουσα όπως είναι πάντα, καταφέρνει να κερδίσει κάποιον από τις πρώτες σελίδες.

Ταλέντο, μεγάλη εμπειρία στα έντυπα, αλλά και τα οράματα ενός ευαίσθητου ανθρώπου, είναι τα στοιχεία που αποτυπώνονται στο πολύπλευρο έργο του. Ο ίδιος εκφράζει μέσα από αυτή τη συνέντευξη στην “Ε” τις σκέψεις του για την επόμενη ημέρα του βιβλίου και της εφημερίδας, σε μια εποχή “αφιλόξενη”, από διάφορες απόψεις.

- Μετά από τόσα χρόνια στα έντυπα, δεν εγκαταλείπετε ποτέ το γράψιμο. Τι είναι αυτό που σας κινεί κάθε φορά να γράψετε ένα καινούργιο βιβλίο;

Γράφω, άρα υπάρχω. Το πώς αποφασίζω να ξεκινήσω ένα καινούριο βιβλίο είναι μια διαδικασία πολύπλοκη, που δεν μπορώ να αποκρυπτογραφήσω επακριβώς. Διάφορες ιδέες τριγυρνάνε επίμονα στη σκέψη μου, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που συσσωρεύονται και διασυνδέονται μεταξύ τους, χωρίς άμεση δική μου παρέμβαση. Τότε νιώθω πως πρέπει να ξεκινήσω την περιπέτεια του γραψίματος, αν και καμιά φορά η αίσθηση είναι ψευδής και η διαδικασία μπλοκάρεται από μόνη της. Τότε πρέπει να κάνεις υπομονή.

 

- Τα βιβλία που έχετε γράψει μέχρι τώρα καταπιάνονται με διαφορετικές θεματικές. Υπάρχει κάποιο άλλο είδος λόγου ή ένα νέο θέμα, με το οποίο θέλετε να ασχοληθείτε στο μέλλον;

Σωστά. Εχω γράψει βιβλία πιο βιωματικά, για τον στρατό, για την κρίση, για την ανεργία, για την Αριστερά, για τον Παναθηναϊκό, και άλλα που κινούνται περισσότερο στη σφαίρα της φαντασίας, όπως το πιο πρόσφατο, το «1983», και ο προπομπός του, το «Σπλιτ!». Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον, αυτά τα πράγματα δεν τα ελέγχω ο ίδιος, μάλλον εκείνα έχουν το πάνω χέρι. Αλλά παρά την ποικιλία της δουλειάς μου, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ασχοληθώ με άλλα είδη, όπως ας πούμε το θέατρο ή η ποίηση. Δεν είναι ότι δεν με θέλγουν, είναι ότι μάλλον με ξεπερνούν.

 

- Πώς επιλέξατε τον τίτλο του τελευταίου βιβλίου; Δεν φοβηθήκατε ότι ίσως υπάρξει κάποιος παραλληλισμός με το “1984”;

Κάθε άλλο, συνέβη ακριβώς το αντίθετο! Η συσχέτιση με το κολοσσιαίο «1984» του Τζορτζ Οργουελ ήταν άκρως επιθυμητή και συνειδητή. Μου έδωσε ισχυρό κίνητρο να υπερβώ κάθε προηγούμενη προσπάθειά μου – και φυσικά έναν όμορφο και χαρακτηριστικό τίτλο.

 

- Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι το “σκηνικό” του βιβλίου είναι μια κατάληψη και βγήκε σε μια εποχή όπου αρχίζουν να ξανασυζητιούνται τα ζητήματα των καταλήψεων και των συγκεντρώσεων;

Δεδομένου ότι η συγγραφή του βιβλίου κράτησε 5 ολόκληρα χρόνια, δεν δύναμαι να ισχυριστώ ότι είχα προβλέψει πως η έκδοσή του θα συνέπιπτε με τόσο έντονη κινητικότητα στα πανεπιστήμια. Στο παιχνίδι της λογοτεχνίας, ωστόσο, παίζει μεγάλο ρόλο το να μπορείς να αφουγκράζεσαι τους κοινωνικούς κραδασμούς.

 

- Μιλήστε μας λίγο για τη φιλοσοφία της αισθητικής του εξωφύλλου, η οποία και βραβεύτηκε.

Το εξώφυλλο που έφτιαξε η Κλαίρη Σταμάτη επικοινωνώντας με τα κείμενα του βιβλίου ήταν πράγματι εμβληματικό, πολύ περισσότερο καθώς έπρεπε να κινηθεί στο κλίμα του γνωστού εξωφύλλου της ελληνικής έκδοσης του «1984», χωρίς να επιχειρήσει να το μιμηθεί. Ηταν επίσης εύστοχος ο δημιουργικός τρόπος με τον οποίο αφομοίωσε μια συγκεκριμένη σκηνή του μυθιστορήματος. Θέλω όμως να σταθώ και στο γεγονός ότι στο σκεπτικό της βράβευσης του «1983» από το περιοδικό «Αναγνώστης» περιλαμβανόταν, εκτός από το εξώφυλλο, και η συνολική τυπογραφική εικόνα του βιβλίου η οποία ήταν όντως υποδειγματική, κάνοντάς με για πολλούς λόγους εξαιρετικά υπερήφανο.

 

- Τι γνώμη έχετε για τους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και τα βραβεία; Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για αυτά. Ειδικά τα βραβεία του Public, που εξελίσσονται αυτό το διάστημα, στων οποίων τις λίστες βλέπουμε και το «1983», έχουν αγκαλιαστεί από συμπολίτες μας και αποτελούν ένα θεσμό πιο προσιτό στον μέσο αναγνώστη.

Τα λογοτεχνικά βραβεία δεν είναι αυτοσκοπός. Υψιστη διάκριση για ένα βιβλίο είναι η σχέση που αναπτύσσει με τους αναγνώστες του, κάτι πιο σημαντικό άλλωστε και από την όποια εμπορικότητά του. Ωστόσο, τα βραβεία είναι μια αφορμή για να συζητηθούν περισσότερο τα βιβλία και να έρθουν σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό. Ειδικά φέτος, αυτή η διαδικασία αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι η πορεία του «1983» ανακόπηκε βίαια από την έλευση της πανδημίας, εξαιτίας της οποίας ματαιώθηκαν περισσότερες από 10 παρουσιάσεις του - οι περισσότερες στην περιφέρεια. Τα βραβεία βιβλίου Public είναι μια όμορφη ευκαιρία να καλυφθεί μέρος αυτού του κενού.

 

- Πώς νιώθετε που η κόρη σας ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία; Χωράνε δύο δημοσιογράφοι σε ένα σπίτι;

Καλώς ή κακώς η κόρη μου έχει εγκαταλείψει εδώ και μερικά χρόνια τη δημοσιογραφία, αν και εγώ της λέω ότι «άπαξ δημοσιογράφος, για πάντα δημοσιογράφος». Βέβαια, ταυτοχρόνως είχε προκύψει η σχέση της κόρης μου με τη λογοτεχνία, οπότε βρεθήκαμε πάλι να «συνωστιζόμαστε» στο ίδιο μονοπάτι. Εμένα όλο αυτό, πέρα από την υπερηφάνεια που νιώθω, με διασκεδάζει πάρα πολύ. Φοβάμαι βέβαια ότι δεν διασκεδάζει πάντα τη Στέλλα, κάτι που το καταλαβαίνω, γιατί έχω περάσει τα ίδια με τους δικούς μου ανιόντες συγγενείς. Ούτως ή άλλως, η κληρονομικότητα είναι ευχή και κατάρα.

 

- Η εποχή που ζούμε είναι επαναστατική;

Φαινομενικά η εποχή που ζούμε μοιάζει μάλλον εντελώς αντεπαναστατική. Το ιδιωτικό επιτίθεται συνεχώς στο δημόσιο, το ατομικό σε κάθε έννοια συλλογικότητας, προκλητικές ανισότητες τείνουν να εμπεδωθούν παντού. Θεμελιώδεις αξίες όπως η δημοκρατία, το περιβάλλον, η ειρήνη, τα προσωπικά δεδομένα και εσχάτως η δημόσια υγεία απειλούνται όλο και περισσότερο, παραπέμποντας ακριβώς στο «1984» του Οργουελ. Ωστόσο, προσωπικά πιστεύω ότι ακριβώς ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων καθιστά την εποχή μας άκρως επαναστατική, υπό την έννοια ότι ανατρέπουν ριζικά όλα τα στερεότυπα με τα οποία πορευτήκαμε και θα μας αναγκάσουν να επινοήσουμε νέους τρόπους σκέψης, αντίστασης και συλλογικής δημιουργικότητας.

 

- Τι θεωρείται επαναστατικό σήμερα; Λίγα και μεγάλα πράγματα κάνει ένας επαναστάτης, ή περισσότερα και μικρά;

Δεν με ενδιαφέρουν οι επαναστάτες ως άτομα, ως μοναχικοί πρωταγωνιστές. Ακόμα κι αν κάποτε αυτές οι φιγούρες είχαν το νόημά τους, στα μάτια μου έχει χαθεί όλη η γοητεία, και κυρίως η αποτελεσματικότητα, του φαινομένου – αν υπήρχαν ποτέ. Για μένα απόλυτη προϋπόθεση κάθε επανάστασης είναι η συλλογικότητα, η δυνατότητα των ανθρώπων να αυτοοργανώνονται και να μη χειραγωγούνται από κανέναν, ακόμα κι όταν αυτή η χειραγώγηση επιχειρείται για υποτιθέμενους αγαθούς σκοπούς.

 

- Ο χώρος του βιβλίου και των εφημερίδων θα επιβιώσει μετά τη σημερινή σαρωτική ύπαρξη του Covid στη ζωή μας;

Το πρόβλημα προηγείται κατά πολύ της πανδημίας. Νομίζω ωστόσο ότι τόσο τα βιβλία όσο και οι χάρτινες εφημερίδες δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη. Κι ούτε συμφωνώ με μοιρολατρικές απόψεις που αποδέχονται ότι η τύχη τους έχει κριθεί, απλώς πιστεύω ότι πολύ συχνά οι συνταγές που ακολουθούνται και στους δύο εκδοτικούς κλάδους είναι παρωχημένες. Από την άλλη, πιστεύω επίσης στα σημαντικά αποτελέσματα που μπορούν να επιτευχθούν από τη συνδυαστική λειτουργία των χάρτινων με τα ηλεκτρονικά μέσα. Για παράδειγμα, παρακολουθώ πάντα με ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο η «Ελευθερία» έχει οργανώσει και συνεχώς βελτιώνει την αρμονική συνύπαρξη της χάρτινης έκδοσης με το eleftheriaonline.gr. Αλλά πέρα από τη δική μου προσωπική προσκόλληση στα χάρτινα αγαθά, νομίζω ότι μακροπρόθεσμα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία το μέσο όσο η ψυχή, η ανεξαρτησία και το ταλέντο, τόσο του συγγραφέα όσο και του δημοσιογράφου. Κι αυτά -όπου και όσο υπάρχουν- θα επιβιώνουν και θα θριαμβεύουν σε πείσμα των πρόσκαιρων αντιξοοτήτων.   

 

- Τι καινούργιο να περιμένουμε από εσάς; Προέκυψε κάποιο νέο πόνημα στην καραντίνα;

Μην πιστεύετε όσους ισχυρίζονται ότι η πανδημία ήταν ευκαιρία – το λένε μάλλον από αμηχανία, ή για να μη χάσουν το δήθεν άνετο στυλ τους και την επίφαση της υποτιθέμενης σοφίας τους. Φυσικά η παγκόσμια αυτή περιπέτεια μας έδωσε τη δυνατότητα σημαντικού αναστοχασμού, υπήρξε όμως και βαθιά κατάθλιψη. Οχι μόνο για τις συνθήκες της απομόνωσης όσο για τις χαμένες ζωές, πολύ δε περισσότερο για την ανθρώπινη βλακεία και αμεριμνησία, που έγιναν περισσότερο φανερές παρά ποτέ. Για μένα προσωπικά, λοιπόν, δεν προέκυψε από όλη αυτή την ιστορία κάποιο καινούριο πόνημα ούτε μεγαλοφυείς ιδέες. Ζητώ συγγνώμη, αλλά για κάτι καινούριο θα χρειαστεί να περιμένετε – η επώασή του προϋποθέτει περισσότερο καθαρό αέρα.


Σύντομο βιογραφικό

Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1958. Εχει γράψει τα βιβλία “Απολύομαι και τρελαίνομαι” (1988), “Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία” (1991), “Σπλιτ!” (2009), “Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος” (2009), “Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού” (2010), “Ανώνυμοι χρεοκοπημένοι” (2012), “Το ημερολόγιο ενός ανέργου” (συλλογικό – 2014), “1983” (2019). Εχει δουλέψει σε εφημερίδες, σε περιοδικά, στο ραδιόφωνο και στο ίντερνετ. Σπούδασε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Ζει στην Αθήνα, δραπετεύει στα Τρίκαλα Κορινθίας και ονειρεύεται τα Κύθηρα και τα Απαλάχια Ορη.