Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020 11:02

Ο Αριστοτέλης Φράγκος στην “Ε”: “Το διάβασμα δεν είναι θέμα προβολής, αλλά έκφραση αγάπης”

Γράφτηκε από την
Ο Αριστοτέλης Φράγκος στην “Ε”: “Το διάβασμα δεν είναι θέμα προβολής, αλλά έκφραση αγάπης”


Γύρω από τη μοναξιά, ένα θέμα τόσο επίκαιρο και τόσο σκληρό, κινείται το νέο λογοτεχνικό πόνημα του Μεσσήνιου συγγραφέα Αριστοτέλη Φράγκου.

Το “Αλλοθι της μοναξιάς” καλείται να ταξιδέψει τον αναγνώστη στα μονοπάτια της σκέψης του συγγραφέα και να δώσει διεξόδους στα βασανιστικά ερωτήματα των ηρώων του, αλλά μέσω αυτών, και στους δικούς μας προβληματισμούς. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “24 γράμματα” και σε αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης θα ανακαλύψει μια διαφορετική πτυχή του συγγραφέα, από αυτές που είχε ως σήμερα συνηθίσει, μέσα από το ήδη πλούσιο έργο του.

- Ξεκινώντας, αυτό το βιβλίο παρουσιάζει μια βασική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα. Είναι πιο μεγάλο σε όγκο σελίδων, σε περιγραφικά και διηγηματικά κομμάτια. Θέλετε να μας σχολιάσετε το γεγονός αυτό;
“Δε θα διαφωνήσω ως προς την αίσθηση που προκαλεί το μέγεθος και ο όγκος σε σελίδες το συγκεκριμένο βιβλίο. Ωστόσο και προκειμένου να αιτιολογήσω αυτή τη διαφοροποίηση του σε σχέση με τα προηγούμενα που έχω εκδώσει, πρέπει βασικά να επισημάνω ενημερωτικά πως ασχολούμαι με το “γράψιμο” 38 χρόνια που σημαίνει πως από το 1982 που εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, έχουν εκδοθεί συνολικά μέχρι σήμερα 17 βιβλία· βιβλία τα οποία από τη φύση του περιεχομένου τους διαχωρίζονται σε: 12 ποιητικές συλλογές, 4 μυθιστορήματα και μία πολιτικοκοινωνική σάτιρα. Με αυτό θέλω να πω, πως η διαφορετικότητα του είδους του κάθε βιβλίου από μόνη της, μπορεί να αποδείξει, ότι δεν μπορεί π.χ. μια ποιητική συλλογή να έχει - όχι πάντα και όχι απόλυτα βέβαια - την ίδια περιεκτικότητα σε αφηγηματικό περιεχόμενο όπως ένα μυθιστόρημα και κατά συνέπεια γιατί να αποτελεί εξαίρεση “Το άλλοθι της μοναξιάς” όπου η μυθιστορηματική του καταγραφή έχει αναπτυχθεί σε 441 σελίδες”.

- “Το άλλοθι της μοναξιάς”. Πιστεύετε ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που χρησιμοποιούν την μοναξιά ως άλλοθι;
“Η ζωή μας είναι γεμάτη από πλείστα τέτοια παραδείγματα. Και εν προκειμένω θα απαντήσω μ’ ένα έμμεσο ερώτημα. Είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου κάποιοι άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, όταν κατόπιν μιας ερωτικής απογοήτευσης ή ενός συνταρακτικού θλιβερού γεγονότος προσωποποιούν την αιτία ως δική τους ενοχή και προκειμένου να αυτοτιμωρηθούν αναζητούν τη λύτρωση επιλέγοντας να “κλειδώσουν” τους εαυτούς τους κοινωνικά στης μοναξιάς την απομόνωση ή στον μοναχικό ασκητικό βίο”;

- Μετά από τόσα βιβλία που έχετε γράψει, πώς έρχεται το κίνητρο για κάτι καινούργιο;
“Το κίνητρο ή μάλλον το “στοίχημα” για την καταγραφή ενός καινούργιου βιβλίου αρχίζει να αναμοχλεύεται νοερά στην άκρη της σκέψης, συγχρόνως με την ολοκλήρωση του κάθε προηγούμενου βιβλίου, και το “αναμόχλευμα” αυτό οφείλεται στην “απειθάρχητη” ή, την “ακόρεστη” αναζήτηση η οποία ξαφνικά “δειλιάζει” να αισθάνεται ικανοποιημένη με το πρότερο δημιούργημά της και επικεντρώνεται τώρα στη μικρή ελπιδοφόρα αναλαμπή που “δραπέτευσε” από το “λαβύρινθο” του μυαλού. Αφήνοντας να νοηθεί πως η μικρή αυτή αναλαμπή, καθώς θα λάμψει όπως ο λαμπερός ήλιος, θα πυροδοτήσει και τη μεγάλη “έκρηξη” της επιτυχίας για κάτι τις διαφορετικότερο και απείρως καλύτερο απ’ αυτό που έγραψε πριν. Ως προς το θεματικό περιεχόμενο που καταγράφει - εμπεριέχει το κάθε βιβλίο, είτε αυτό είναι μια ποιητική συλλογή, ένα μυθιστόρημα, μια σάτιρα, είτε ακόμα και οι τακτές κοινωνικοπολιτικές αρθρογραφήσεις στις τοπικές εφημερίδες, αυτό αναπλάθεται ή εμπνέεται ως επί το πλείστον από τις διάφορες συμπτώσεις συμβάντων ή τα ερεθίσματα ψυχολογικών επιδράσεων που αναπαράγει η φαντασία καθ’ υπόδειξη της ποικιλόμορφης καθημερινότητας”.

- Σε αυτό το έργο υπάρχουν πιο πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία; Το ρωτώ λόγω των πολλών αναφορών στη Γερμανία.
“Σαφώς και υπάρχουν αρκετά βιογραφικά στοιχεία, όταν ένα σχεδόν εντεκάχρονο “κομμάτι” της ζωής μου, δηλαδή τη δεκαετία του 1960 - 1970, το έζησα στη Γερμανία. Ωστόσο και παρότι απ’ το 1977 επέστρεψα οριστικά στη γενέτειρά μου πόλη Καλαμάτα και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, δεν έπαψαν ποτέ οι αναμνήσεις εκείνης της περιόδου να σιγοκαίνε στη “χόβολη” του μυαλού μου και καθώς παρέσυραν τη φαντασία μου σ’ ένα ανελέητο ανταγωνιστικό παιχνίδι διελκυστίνδας, πείστηκα να υποχωρήσω και να καταπιαστώ με την καταγραφή για “Το άλλοθι της μοναξιάς”. Βέβαια, οφείλω να διευκρινίσω στους ενδεχόμενους μελλοντικά αναγνώστες, ότι η όλη θεματική του συγκεκριμένου βιβλίου δεν αντιπροσωπεύει το “ολοκαύτωμα” μιας αυτοβιογραφικής εξιστόρησης, αλλά δεν παύει όμως, πρώτον, να έχει καταγράψει λεπτομερώς και σε ποσοστό 45% τις εντυπώσεις του συναρπαστικά πρωτόγνωρου για μένα ταξιδιού όταν διέσχιζα με το “Ακρόπολις εξπρές” απ’ άκρη σ’ άκρη τη μισή Ελλάδα. Μετά τις “μακρυπόδαρες” πόλεις της πρώην τότε Γιουγκοσλαβίας και στη συνέχεια τη λουλουδοστόλιστη Αυστρία, μέχρις που κατέληξα στον προορισμό μου στην πόλη Στουτγάρδη της Γερμανίας· την πόλη που οι ταχύτητες τής ευημερίας και της προόδους της ήταν και παραμένουν “ατιθάσευτες”, συγκρινόμενη με τις ελληνικές πόλεις που γνώριζα και ιδιαίτερα με τη δική μου μικρή πόλη Καλαμάτα. Και δεύτερον, το υπόλοιπο μέρος του βιβλίου σε ποσοστό 55%, καθώς “παντρεύει” τις αλήθειες των εντυπώσεων που αναπλάθει η μυθοπλασία της φαντασίας με τα ανεξάντλητα “καμώματα” της νέας ζωής, ολοκληρώθηκε αυτό που τιτλοφορείται ως “Το άλλοθι της μοναξιάς””.

- Δεδομένο το ότι έχετε ζήσει στο εξωτερικό για πολλά χρόνια να υποθέσω ότι έχετε σαφή εικόνα για το πώς νιώθει ένας άνθρωπος μακριά από τη χώρα του. Πώς βλέπετε το θέμα που αντιμετωπίζει σήμερα όλη η Ευρώπη, με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες;
“Και πάλι θα απαντήσω στο ερώτημά σας με έμμεση ερώτηση, αλλά θα επικαλεστώ τη μεταφορική έννοια της λαϊκής παροιμίας. Δεν έχετε ακούσει που λένε ότι: “έκλεισαν το αηδόνι σε χρυσό κλουβί και ψόφησε”; Κάτι παρόμοιο διαπίστωσα τα χρόνια που έζησα εκεί να συμβαίνει με τους αλλοδαπούς που ζουν και εργάζονται εκεί, είτε αυτοί είναι Ελληνες, Ιταλοί, Ισπανοί, Γιουγκοσλάβοι, Τούρκοι. Και για να γίνω πιο σαφής τι εννοώ, ερωτώ πάλι, πώς μπορεί λοιπόν ένας “ξένος” να αισθάνεται μακριά από τη χώρα του όταν η χώρα αυτή, ναι, μεν, του προσφέρει εξασφαλισμένη εργασία και έναν άνετο τρόπο ζωής αλλά του προσθέτει τα ανυπέρβλητα προβλήματα της γλώσσας και του στερεί την πατρίδα του, την οικογένειά του, τους φίλους του, ενώ έμμεσα τον υποχρεώνει να προσαρμοστεί και να σεβαστεί τις συνήθειες, καθώς τα ήθη και έθιμα της φιλοξενίας που του παρέχει; Με το αναφερόμενο παράδειγμα και εκφράζοντας την ταπεινή μου άποψη, πιστεύω πως κάτι αντίστοιχο αλλά με οδυνηρότερα προβλήματα και τριτοκοσμικές συνθήκες διαβίωσης αντιμετωπίζουν και όλοι οι πρόσφυγες ή, οι μετανάστες αλλά με τη διαφορά πως αυτοί εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την κόλαση της πατρίδας τους αναζητώντας τη γη “επαγγελίας” στις διάφορες πόλεις της Ευρώπης”.

- Πώς βλέπετε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, μέσα σε όλες αυτές τις καταιγιστικές εξελίξεις που ζούμε; Διαβάζει ο κόσμος περισσότερο ή λιγότερο και γιατί;
“Είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσεις το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Το διάβασμα κατά την άποψή μου δεν είναι εθισμός όπως π.χ. το κάπνισμα που το κόβεις όταν βαρεθείς ή αναγκάζεσαι να το κόψεις για λόγους υγείας. Το διάβασμα τουναντίον σε ανακουφίζει, σε γαληνεύει. Με απλά λόγια θεωρώ το διάβασμα δεν είναι θέμα προβολής, αλλά έκφραση αγάπης και πιστεύω πως ο κόσμος που αγαπάει το βιβλίο και του αρέσει να διαβάζει θα εξακολουθήσει αναζητώντας “καταφύγιο” ψυχικής ηρεμίας να “τρυπώνει” στις σελίδες του και να διαβάζει στους ίδιους ρυθμούς και με το ίδιο πάντα ενδιαφέρον αδιαφορώντας για τις καταιγιστικές εξελίξεις που ζούμε. Ως προς το πόσο περισσότερο ή λιγότερο διαβάζει κανείς, αυτό μπορεί να το κρίνει κάποιος από τα κατάμεστα ράφια των βιβλιοπωλείων με τους πολυάριθμους τίτλους και την πλουσιότατη θεματογραφία”.

- Εχετε καλύψει πολλούς τομείς συγγραφικής δημιουργίας. Ποιο είναι ένα είδος που δεν έχετε αγγίξει μέχρι τώρα;
“Με κεντρίζει όντως η θεατρική συγγραφή και θαυμάζω όλους αυτούς που έχουν το χάρισμα να γράψουν θεατρικά σενάρια, όμως και προκειμένου να δικαιολογήσω την αδυναμία ή την ατολμία μου στο είδος αυτό, θα την παραλληλίσω με το κοινότυπο σλόγκαν που λέει: “ο καθένας στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες του””.
Γ.Σαρ.

 


NEWSLETTER