Κυριακή, 12 Σεπτεμβρίου 2021 08:26

Ο καθηγητής και μεταφραστής ελληνικών Massimo Cazzulo στην «Ε»: «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τα Ελληνικά και την Ελλάδα»

Γράφτηκε από την
Ο καθηγητής και μεταφραστής ελληνικών Massimo Cazzulo στην «Ε»: «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τα Ελληνικά και την Ελλάδα»

 

Συνέντευξη στη Γιούλα Σαρδέλη

Λάτρης της χώρας μας και του γλωσσικού της πλούτου, ο καταξιωμένος μελετητής, μεταφραστής και καθηγητής Ελληνικών στην Ιταλία Massimo Cazzulo βρέθηκε στη Μεσσηνία για διακοπές και αυτό το καλοκαίρι, όπου είχε για άλλη μια φορά την ευκαιρία να θαυμάσει τις πτυχές της Ιστορίας που τον συναρπάζουν. Οι απόψεις του πάνω στην ποίηση και το αρχαίο δράμα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού τα έχει προσεγγίσει με μεγάλο σεβασμό και δέος. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στον σημαντικό Μεσσήνιο ποιητή, το Μιχάλη Κατσαρό, ενώ σχολιάζει στην “Ε” και το πώς βλέπει σήμερα την επικοινωνία των Ελλήνων, την ανάγκη τους για έκφραση.

 

 - Σε ποια φάση της ζωής σας θυμάστε να έρχεστε πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική γλώσσα και γραμματεία; 

Η πρώτη “εξ αποστάσεως” επαφή έγινε στο πρώτο έτος του Κλασικού Λυκείου, στο Μιλάνο – ήμουν 14 χρόνων. Θυμάμαι ότι θαύμασα αμέσως το αλφάβητο. Δεν ήταν απλά γράμματα αυτά που έβλεπα, ήταν σαν ιδεογράμματα ενός γοητευτικού πολιτισμού που, με κόπο και υπομονή, θα ανακάλυπτα σιγά σιγά. Αλλωστε, στο τέλος της scuola media διάλεξα το Κλασικό επειδή είχα συναρπαστεί από τα ομηρικά έπη και από την ελληνική μυθολογία, που τέτοια εποχή διαβάζαμε υποχρεωτικά, στην ιταλική μετάφραση, εννοείται. Αρχισα να σπουδάζω τα Νέα Ελληνικά δύο χρόνια μετά, Χάρη στον -για μένα αείμνηστο- καθηγητή μου των Αρχαίων Ελληνικών, που αγαπούσε την Ελλάδα και ήξερε καλά τα Νεοελληνικά. Σ’ αυτόν οφείλω το πάθος μου για τη γλώσσα σας. Θυμάμαι ότι, αρχή της δεκαετίας του ‘80, δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρει κανείς ένα λεξικό Νεοελληνικών - Ιταλικών. Γι’ αυτόν τον λόγο διάβαζα τις ελληνικές εφημερίδες φυλλομετρώντας το λεξικό της Αρχαίας Γλώσσας.

Πολύ σημαντικό και για την επόμενη επαγγελματική μου πορεία ήταν το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, στα 16 μου. Επιτέλους είχα το προνόμιο να δω μνημεία και τόπους που μέχρι τότε είχα δει μόνο στα βιβλία. Ηταν μια “σωματική” επαφή με τη χώρα που με τόση αγάπη μελετούσα. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι αυτή ήταν η κρίσιμη κάμψη της ζωής μου. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τα Ελληνικά και την Ελλάδα.

 

 - Τα πρώτα σας αναγνώσματα τα θυμάστε; 

Τα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία που είχα στα χέρια μου ήταν τα “Κρυμμένα” του Καβάφη, το “Αξιον εστί” του Ελύτη, το “Πάσχα των Ελλήνων” του Σικελιανού. Μου τα χάρισε ένας φίλος από το Αγρίνιο. Θυμάμαι καλά την απογοήτευσή μου μπροστά σε κείμενα τόσο δύσκολα, που τα καταλάβαινα αποσπασματικά και των οποίων μου ξέφευγε συχνά η σημασία. Τα λίγα Ελληνικά μου δεν ήταν αρκετά να σκαρφαλώσω τέτοια “όρη”. Ομως δεν μπορούσα να έχω καλύτερη και λαμπρότερη πρόσβαση στη δική σας λογοτεχνία. Από τις πλαγιές αυτών των ορέων μπορούσα, πράγματι, να δω φανταστικά τοπία, έστω κι αν δεν είχα ακόμα την πλήρη εικόνα τους. Αυτό με ενθάρρυνε να προχωράω στην ανηφόρα. Μετά ήρθανε ο Ρίτσος, ο Σεφέρης κτλ. Το περίεργο είναι ότι δεν ήξερα ότι με αυτούς τους συγγραφείς θα συμβίωνα καθημερινά τα επόμενα χρόνια της ζωής μου. Και δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ ότι με κάποιους από αυτούς, εννοώ τον Γιάννη Δάλλα, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Σπύρο Βρεττό, τον Γιάννη Παππά και πολλούς άλλους θα γινόμουν φίλος και θα περνούσαμε βραδιές μιλώντας για ποίηση, λογοτεχνίας, τον κόσμο, την ζωή.

 

 - Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον στα Ελληνικά; Πώς δεν στραφήκατε για παράδειγμα στις σπουδές των Λατινικών, του προγόνου της δικής σας γλώσσας; 

Πρώτα απ’ όλα ήταν η γλώσσα που με κέντρισε με την “πλουσιότητά” της σε αποχρώσεις, με τη μουσικότητά της. Σωστά ο Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε: Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως / θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα / ρυακάκι που μουρμουρίζει. / Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα / στους γαλάζιους διαδρόμους / συναντήσω αγγέλους, θα τους /μιλήσω ελληνικά, επειδή / δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε / μεταξύ τους με μουσική”. Αυτή η γλώσσα, άλλωστε, έδωσε φωνή και έκφραση στην ωραιότερη και βαθύτερη λογοτεχνία του δυτικού κόσμου, όλων των εποχών. Συνάμα είναι η μήτρα της σκέψης μας, δηλ. του τρόπου με τον οποίο ζούμε, σκεπτόμεθα, αντιμετωπίζουμε την ζωή καθημερινά.

Ομως, δεν θα ήμουν σοβαρός φιλόλογος αν δεν αναγνώριζα τον σημαντικότατο ρόλο των Λατινικών στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Να θυμηθούμε ότι ήταν οι Λατίνοι που, πρώτοι, έφεραν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στη Δύση, όπως μας λέει ο ποιητής Οράτιος: “Η κατακτημένη Ελλάδα κατέλαβε τον άγριο νικητή της, και έφερε τις τέχνες στον άξεστο Λάτιο”. Αλλά πόσο ανώτεροι είναι οι Ελληνες φιλόσοφοι και ποιητές! Το αναγνώριζαν και οι Λατίνοι. Οι Αρχαίοι Ελληνες έγραψαν τη Συνταγματική Χάρτα του πολιτισμού μας. 

 

 - Θεωρείτε πως τα αρχαία Ελληνικά έχουν τη θέση που τους αξίζει στο σημερινό ελληνικό σχολείο; Τι θα αλλάζατε, τι θα προσθέτατε ή τι θα αφαιρούσατε από τη διδακτέα ύλη; 

Δεν είναι εύκολη απάντηση. Δεν θέλω να βάλω υπό συζήτηση τα προγράμματα του ελληνικού σχολείου. Στην εποχή της τεχνολογίας ή της τεχνοκρατίας δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ρόλο που τα μαθηματικά και τα τεχνολογικά πρέπει να έχουν στα σχολικά προγράμματα, αλλά η γνώση της αρχαίας γλώσσας θα βοηθούσε πολύ στην εκμάθηση και της νεότερης γλώσσας. Παραδείγματος Χάρη ξαφνιάζομαι όταν βλέπω φράσεις σαν “λόγο φιλίας” αντί για “λόγω φιλίας” ή όταν διαβάζω “της πολυπληθή πόλης” αντί για “της πολυπληθούς πόλης” ή όταν δεν ακούω την μετατόπιση του τόνου καθώς πρέπει... Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλώντας για την ελληνική γλώσσα είπε: “Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ωσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε”.

Οι σημερινοί Ελληνες έχουν την ευθύνη να διατηρήσουν με ευλάβεια αυτήν την γλώσσα ακριβώς όπως με ευλάβεια διατηρούν τα μνημεία ή τα τοπία τους. “Μονάχη μου έγνοια η γλώσσα μου...” γράφει ο Ελύτης. Αυτή, όμως, πρέπει να είναι η “έγνοια” ολονών σας/μας. Μου αρέσει ν’ ακούσω τη γλώσσα των νέων, την αργκό τους, για να προσπαθήσω να καταλάβω τη νοοτροπία τους. Αλλά όταν ακούω ότι το 50% των λέξεών τους είναι… greek-english προβληματίζομαι... Αυτό, βεβαίως, τηρουμένων των αναλογιών, αξίζει και για τους νέους Ιταλούς. Ο κώδωνας κινδύνου χτυπάει ασταμάτητα και ημείς συνεχίζουμε να έχουμε το κερί λιωμένο στ’ αυτιά μας. “Μέχρι πότε, παλικάρια;”…


 - Πώς βλέπετε τη σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τη γλώσσα των προγόνων τους, ειδικά στην εποχή των emoji και της επικοινωνίας που καταργεί ακόμα και τα... φωνήεντα από την καθημερινή συνεννόηση;

Η απάντηση συνδέεται με την προηγούμενη. Προβλέπω δύσκολη μάχη, στην οποία το σχολείο θα παίξει σημαντικότατο ρόλο, επειδή είναι το τελευταίο "θάμνο πριν από τον γκρεμό", για να παραθέσω τον Κύπριο ποιητή Κώστα Μόντη. Δεν είναι μόνο θέμα λέξεων, είναι και θέμα γραφής. Οταν, λ. χ., βλέπω ελληνικές λέξεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες, είναι σαν ο κόσμος να έχασε τη διάταξή του, σαν να βλέπω σ’ ένα μουσείο τους αγαπημένους μου πίνακες σε ασπρόμαυρο, ή να ακούω μια όπερα του Verdi με hard rock μουσική. Οι λέξεις είναι ήχος, ρυθμός, αλλά στο γραπτό λόγο είναι και εικόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποιες παλιές κοινωνίες ή ακόμα στην Ανατολή, το σήμα έχει και αυτόνομη έννοια. Να θυμόμαστε ότι έγραψε ο Ελύτης: “Θέλω να πιστεύω –και η πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση– ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια”. Περίπου έτσι έλεγαν τη δεκαετία του ’30 και ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο μεγάλος αρχιτέκτονας ο Δημήτρης Πικιώνης.

 

 - Τώρα δίνετε στη γλώσσα μας μια άλλη “εικόνα”… 

Μόνον ένας άμυαλος θα κατέστρεφε τους κολπίσκους της χώρας του, θα ποδοπατούσε τα γεράνια του κήπου του, θα ξερίζωνε τους αμπελώνες της περιοχής του ή θα έσπαζε τα μάρμαρα του Παρθενώνος. Αλλο θέμα είναι ο εκβαρβαρισμός της γλώσσας και η γλωσσική αποικιοκρατία. Αυτό είναι φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια προχωρά με ρυθμούς όλο και πιο ταχείς, και όχι μόνο εδώ, αλλά και στην Ιταλία, όπου ως και οι λατινικές λέξεις πήραν αγγλική προφορά. Είμαστε στα χρόνια της ημιμάθειας, όπου η ποσότητα αξίζει περισσότερο από την ποιότητα και όπου κάθε δυσκολία πρέπει να παρακαμφθεί. Να λάβουμε υπόψη ότι έγινε με το πολυτονικό ή πριν ακόμα με το τελικό “ν”.

 
 - Εχετε μελετήσει όλους τους κορυφαίους ποιητές μας. Ποια περίοδος είναι η αγαπημένη σας, αν μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποια, και γιατί;

Οπως είδατε και από τα παραθέματά μου ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Κάθε φορά που τον διαβάζω βρίσκω κάτι που με ξαφνιάζει. Χάρη στον Ελύτη γνώρισα την Ελλάδα που προεξέχει από τον χάρτη, την Ελλάδα που υπερβαίνει την απλή πραγματικότητα, την ορατή. Κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα και βλέπω τη θάλασσα, τα βουνά, τον ήλιο, τη φύση, τα βυζαντινά παρεκκλήσια, μια ελιά ή μια αμυγδαλιά, δεν μπορώ να μη θυμηθώ ότι αυτά τα στοιχεία να είναι η προέκταση στην ύλη του πνεύματος. Ηταν ο Ελύτης λαϊκός μυστικός, που πίστευε ακράδαντα ότι η Ποίηση (με το κεφαλαίο) ήταν ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε στην αφθαρσία, για να συλλάβουμε την Αλήθεια που κρύβεται πίσω από το Αγνωστο. Γι’ αυτό η ποίησή του είναι δύσκολη, όχι μόνο για τη χρήση της γλώσσας που συχνά υπερβαίνει τα όρια της καθιερωμένης γραμματικής, για να γίνει, με το χρόνο η γλώσσα του “Ηλίου του κρυπτού”, αλλά προπαντός για την πυκνή φιλοσοφία που προϋποθέτουν οι στίχοι του.

 

 - Μεταξύ του Ελύτη και του Ρίτσου υπάρχουν βέβαια πολλές διαφορές… 

“Αγαπάω εξίσου τον Γιάννη Ρίτσο, γιατί στα χέρια του όλα τα πράγματα -ως και τα ταπεινότερα- γίνονται ποιητικές εικόνες. Δεν υπάρχει έργο του όπου δεν βρίσκεις εικόνες και μεταφορές μαγικές. Του Ρίτσου θαυμάζω και την απλότητα με την οποία μας μιλάει, το διάχυτο συναίσθημα που διαποτίζει κάθε του ποίημα, την ευπιστία προς εκείνη την ανθρωπότητα – που πολλές φορές τον βασάνισε, συμβολικά και κυριολεκτικά. Μέσω της ποίησης, ο Ρίτσος έδωσε συχνά τον λόγο σ’ εκείνους που δεν τον έχουν, αλλά ήξερε και να μιλήσει για την ψυχή της Ελλάδας (όπως, λ.χ., στην "Κυρά των αμπελιών" ή στη “Ρωμιοσύνη”), να μας κατεβάσει στα μύχια των τρυφερών συναισθημάτων της ψυχής μας, όπως έκανε με τους αρχαιόμορφους μονολόγους της “Τέταρτης διάστασης” ή με τη “Σονάτα του σεληνόφωτος”. Βέβαια ξέρω ότι πρόκειται για προσωπική γνώμη. Δεν θέλω να κάνω βαθμολογίες. Θέλω μόνον να πω ότι μαζί τους, θεωρώ τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη, εννοείται, από τους κορυφαίους όχι της ελληνικής, αλλά της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

 

 - Εχετε ασχοληθεί όμως και με τα νεότερα ρεύματα της ελληνικής ποιητικής δημιουργίας… 

Ακριβώς, συνεχίζω την απάντηση χωρίς να παραλείψω άλλες ποιητικές μορφές που δώσανε πολλά και σημαντικά στην ελληνική ποίηση: εν πρώτοις ο Γιάννης Δάλλας, ο αιρετικός της ποίησης, ο διανοούμενος που ήξερε να συνοψίσει στα ποιήματά του τα σημαντικότερα στοιχεία των ποιητικών πρωτοποριών του 20ού αιώνα, αλλά και την τρυφερότητα των μεγάλων λυρικών της αρχαιότητας. Θέλω και να θυμηθώ τον Αντώνη Φωστιέρη, η ποίηση του οποίου είναι η ανάπτυξη ενός κεντρικού συμβόλου, τον Ηλία Λάγιο - ταχυδακτυλουργό των λέξεων και της προσωδίας, τον Μάρκο Μέσκο, με τις μαγικές και παραμυθένιες του ατμόσφαιρες από την μακεδονική επαρχία, τον Μίλτο Σαχτούρη με τις εφιαλτικές του εικόνες που ερευνούν τα βάθη της συνείδησής μας. Μέχρι τώρα μίλησα για τους επώνυμους, αλλά θέλω να τονίσω ότι η ελληνική ποίηση συνεχίζει να μας δίνει ώριμους καρπούς. Η σκυτάλη πέρασε σε καλά χέρια, εννοώ στα χέρια νέων ποιητών και ποιητριών που άρχισαν να δημοσιεύονται μετά από το 2010. Στην ανθολογία “Poesia greca contemporanea” (Etpbooks 2020) παρουσίασα 29 νέους ποιητές και νέες ποιήτριες, πολλοί εκ των οποίων θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον, κάποιοι ήδη παίζουν. 


 - Πιστεύετε πως περνάμε φάσεις όπου διάφοροι ποιητές είναι "στη μόδα" και γιατί συμβαίνει αυτό;

Θα είμαι σύντομος: όχι. Η ποίηση δεν είναι ποτέ του συρμού. Είναι αριστοκρατική μορφή έκφρασης, έστω και αν προπαντός στους νεότερους η γλώσσα “προσγειώθηκε”. Ευτυχώς, ο ποιητής δεν βλέπει προς την ποσότητα αλλά προς την ποιότητα. Ισως η ποίηση ήταν "στη μόδα", αλλά στην υψηλότερη έννοια της έκφρασης, εδώ και χρόνια, όταν ποιητές σαν τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Κατσαρό, τον Γκάτσο έγιναν δημοφιλέστατοι λόγω της ενορχήστρωσης των έργων τους. Άλλη εποχή όμως, αξέχαστη, σε μία Ελλάδα που έχει περάσει από τις Συμπληγάδες της δικτατορίας και η ποίηση είχει γίνει τρόπος αντίστασης. Επί τούτου είναι δύσκολο για τους ξένους να καταλάβουν το σημαντικότατο ρόλο της ποίησης και της μουσικής στη μαύρη επταετία. Οταν δείχνω στους μαθητές μου, μέσω YouTube, τις συναυλίες στο Ηρώδειο ή στο Καλλιμάρμαρο τα χρόνια μετά της Μεταπολίτευσης, με τις κερκίδες που ξεχείλιζαν από τον κόσμο που ελεύθερα τραγουδούσε το “Αξιον εστί” ή την “Ρωμιοσύνη”, κάτω από την ιερατική μορφή του αείμνηστου Θεοδωράκη, και τους λέω ότι οι στίχοι είναι από κορυφαίους ποιητές, θαυμάζουν το κλίμα και απορούν πώς στάθηκε δυνατόν. Η ποίηση του Ελύτη, του Ρίτσου, του Βάρναλη, του Γκάτσου κτλ. ένωσε ξανά έναν λαό και του έδωσε νέα υπερηφάνεια. 

 

 - Πώς βλέπετε την "υπέρμετρη" χρήση στίχων και αποσπασμάτων μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σήμερα; Υπάρχει ο κίνδυνος να "αδικείται" το συνολικό έργο των ποιητών ή να παραφράζεται;

Βεβαίως υπάρχει. Είναι ο ίδιος κίνδυνος που υπάρχει με την μουσική. Αλλά αν είναι τρόπος να γίνει πιο λαϊκή η ποίηση, “καλά είναι κι έτσι”, όπως τραγουδούσε η Δήμητρα Γαλάνη εδώ και χρόνια. Αλλωστε να μην ξεχάσουμε ότι ο κίνδυνος της αδικίας ενός λογοτεχνικού έργου είναι παρών και στις ανθολογικές περικοπές, κυρίως όταν πρόκειται για πρόζα. Οσον αφορά τις παραφράσεις, νομίζω ότι οι χειρότερες γίνονται από το μέρος της κριτικής. Η ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής είναι γεμάτη λανθασμένες κρίσεις και προκαταλήψεις, σ’ όλες τις χώρες.

 
 - Μιας και έχετε μελετήσει τόσο πολύ το αρχαίο δράμα, τι στάση κρατάτε απέναντι στις παραστάσεις που επιλέγουν πολύ μοντέρνες προσεγγίσεις; 

Εργα που αντιπροσωπεύουν την κορυφή του παγκόσμιου θεάτρου, εννοώ τα των Αισχύλου, Σοφοκλέους, Ευριπίδη, Αριστοφάνους, εν πρώτοις, πρέπει να τα προσεγγίσουμε με δέος και με πλήρη σεβασμό. Οσον αφορά τις αναπαραστάσεις βλέπω σκηνοθέτες που φιλοδοξούν να “εκσυγχρονίσουν” το κείμενο για να είναι πιο κατανοητό και πιο κοντά στο σημερινό κοινό. Δεν λέω ότι είναι λάθος. Λέω, όμως, ότι είναι πολύ δύσκολη επιχείρηση, επειδή χρειάζονται ευαισθησία, πλήρη γνώση της ιστορίας του θεάτρου, των προηγουμένων αναπαραστάσεων του ιδίου του έργου και βαθιά γνώση της σκηνής. Μόνον οι μεγάλοι σκηνοθέτες επιτυγχάνουν (αλλ’ όχι πάντα). Το θέμα δεν είναι να δει το κοινό τη Μήδεια με μοντέρνα ρούχα ή την Ανδρομάχη σαν γυναίκα θύμα των Ταλιμπανών. Το θέμα είναι πόσο σέβεται ο σκηνοθέτης το αρχαίο κείμενο, δηλ. το πολύπλοκο πνεύμα του. 

 

 - Ολη σας η ζωή είναι μέσα στα ποιήματα και τους στίχους. Δική σας ποίηση έχετε συγγράψει ως τώρα;

Οχι. Αγαπώ και σέβομαι την ποίηση. Στην Ιταλία, αλλά, απ’ ό,τι βλέπω και στην Ελλάδα, πολλοί γράφουν ποιήματα και κάποτε τα εκδίδουν, αλλά ελάχιστοι τα διαβάζουν. Απορώ πώς να είναι δυνατό. Εννοείται ότι προσπάθησα κι εγώ να γράψω στίχους και δεν λέω ότι δεν είναι σωστό να γράψει κανείς στίχους. Αλλά, άλλο μεν να γράψεις για σένα, άλλο δε να σε καλείς “ποιητή”.

 

 - Φέτος το καλοκαίρι βρεθήκατε στη Μεσσηνία. Τι σας συνδέει με την περιοχή, την ιστορία και τους ανθρώπους της; 

Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το πρώτο μου ταξίδι στη Μεσσηνία έγινε το 2002, στη Φοινικούντα (τότε μικρό χωριουδάκι με λίγα διάσπαρτα σπίτια και εκτενείς αμμουδιές), για να επισκεφτώ από κει την Αρχαία Μεσσήνη, την Πύλο με το Ανάκτορο του Νέστορα, τη Μεθώνη, την Κορώνη... Μετά ήρθα το 2019 και φέτος. Από την Ελλάδα -που όργωσα προς κάθε κατεύθυνση- αγαπώ ιδιαιτέρως την Πελοπόννησο και γι’ αυτό όχι μόνο την ξέρω πολύ καλά τη Μεσσηνία, αλλά νιώθω σαν να βρίσκομαι στον κήπο του σπιτιού μου. Θα έλεγα ότι με την περιοχή σας με συνδέουν όλα: η μακραίωνη ιστορία της, οι άνθρωποί της, το κλίμα της. Μου αρέσει, λ.χ. η παρουσία, εντός ολίγων χιλιομέτρων, τοπίων και τόπων τόσο διαφορετικών: από τη μυκηναϊκή Πύλο, με τις αναμνήσεις από την Ιλιάδα, έως τα μεσαιωνικά κάστρα στην Κορώνη και στην Μεθώνη, που με την αυστηρή τους δομή θυμίζουν τα χρόνια της Βενετοκρατίας και τις πράξεις των δυτικών ιπποτών. Χωρίς να ξεχάσω την Καλαμάτα, την πόλη όπου γεννήθηκε ο Βιλεαρδουίνος που, έστω και εχθρός, ήταν ιστορική μορφή πολύ σημαντική για την ιστορία του τόπου.

Είναι νομός γεμάτος από ιστορικά και αρχαιολογικά ίχνη, τόσο που δεν έρχομαι ποτέ μου χωρίς να έχω μαζί μου τον τόμο της “Περιήγησης” του Παυσανία, ως απαραίτητο οδηγό για να μη χαθεί κανείς στο λαβύρινθο της Ιστορίας. 

 


Πώς περιγράφει τη ζωή του ο Massimo Cazzulo:

Γεννήθηκα στο Μιλάνο, το 1965. Πήρα το πτυχίο με διατριβή περί της “Παράβασης” στις κωμωδίες του Αριστοφάνους, στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και το μεταπτυχιακό με διατριβή στα βυζαντινά χειρόγραφα του Αριστοφάνους, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Διδάσκω Αρχαία Ελληνικά στο Μιλάνο. Μεταφράζω νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως ποιητές. Οι μελέτες μου εστιάζονται προπαντός στα έργα του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου και στους νεότερους ποιητές που εμφανίστηκαν στην λογοτεχνική σκηνή μετά από το 2000.

Τα σημαντικότερα βιβλία μου είναι: “Il giardino che entrava nel mare” (εκτενής ανθολογία από την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη με εισαγωγή) Εκδ. “Argo”, 2004. “Il viaggio di un eretico” (ανθολογία της ποίησης του Γιάννη Δάλλα), 2006, Εκδ. “Argo”. “In greco amore si dice eros” (ανθολογία της ερωτικής νεοελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα, με εισαγωγή), 2017, Εκδ. “Argo”. Ποίηση: “Viaggio nella poesia greca contemporanea” (29 ποιητές και ποιήτριες γεννηθέντες μετά από το 1974, με εκτενή εισαγωγή για τις νέες ποιητικές τάσεις στην Ελλάδα), Εκδ. “Etpbooks”, εντός του χρόνου προβλέπεται η ελληνική μετάφραση. “Monemvasìa. La regina dei mari” (ιστορία της Καστροπολιτείας μέσω των βυζαντινών κειμένων. Το βιβλίο περιέχει και κείμενα γιά τον Χρονικό της Μονεμβασίας, τον Αγιο Λεόντιο και τον Γιάννη Ρίτσο), 2021 Εκδ. “Etpbooks”. “Nostalgia del presente” (εισαγωγή στην ανθολογία ποιημάτων του Αντώνη Φωστιέρη), 1999, Εκδ. “Crocetti”. Μετέφρασα τα εξής μυθιστορήματα: Μ. Λιμπεράκη “Τα ψάθινα καπέλα” (ιταλικά: “Le tre estati”, 1998), Εκδ. “Crocetti / Feltrinelli” 2021 (νέα έκδοση), Μ. Δούκα “Ενας σκούφος από πορφύρα” (ιταλικά “Un berretto di porpora” 1998, Εκδ. “Crocetti)”, Μ. Δούκα “Η αρχαία σκουριά” (ιταλικά “L’oro dei folli” 2009, Εκδ. “Argo”). Γ. Πάνου “… από το στόμα της παλιάς Remington” (ιταλικά    “… dalla bocca di una vecchia Remington” 2008, Εκδ. “Argo”). Εχω γράψει άρθρα και μεταφράσεις για τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Αντώνη Φωστιέρη, τον Σπύρο Βρεττό, την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, τον Γιάννη Δάλλα, σε λογοτεχνικά περιοδικά (τα σημαντικότερα “Poesia”, “Periptero”). Συνεργάστηκα με τις λογοτεχνικές σελίδες της “Αυγής”. Συμμετείχα σε διεθνή συμπόσια για τον Οδυσσέα Ελύτη: Ρώμη, 2006, Ρώμη 2011, Ρώμη 2019. Οι ομιλίες δημοσιεύτηκαν στα πρακτικά των εν λόγων συμποσίων. Τον 2004 συμμετείχα στην Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης που διεξήχθη στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, με επιστημονική επιμέλεια του Κώστα Βούλγαρη. Το 2016 ίδρυσα την Società Filellenica Lombarda (έχουμε και σελίδα Facebook), που έχει τον σκοπό να διοργανώσει και να προωθεί πολιτιστικές εκδηλώσεις γιά την ελληνική λογοτεχνια, ιστορία κτλ. Οι εκδηλώσεις γίνονται σε συνεργασία με τον Δήμο του Μιλάνο και με το Ελληνικό Προξενείο της ίδιας πόλης. Μετέφρασα και σχολίασα αρχαίους συγγραφείς για σχολικά βιβλία: λυρικούς και τραγικούς.


NEWSLETTER