Ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Ε ΄, είχε αποκτήσει τον μεγαλύτερο γιο του, τον Περσέα, με την Πολυκράτεια από το Άργος. Είχε όμως και άλλα τρία παιδιά, δύο κόρες και ένα γιο, τον Δημήτριο, με κάποια άλλη γυναίκα.
Παρά τη διευθέτηση των ελληνικών υποθέσεων των ελληνικών πόλεων από τους Ρωμαίους και την αποχώρησή τους από Ελλάδα το 194 π.Χ., οι πόλεμοι των Μακεδόνων με τη Ρώμη συνεχίζονταν. Οι Αιτωλοί, που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων, αισθάνονταν αδικημένοι από τους όρους της ειρήνης, επιθυμούσαν την αποπομπή του Φιλίππου Ε ΄από τη βασιλεία των Μακεδόνων. Τα επόμενα χρόνια, οι Ρωμαίοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιτωλών, που αναζητούσαν εναγωνίως συμμάχους ακόμη και στους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος Ε´ φυσικά, δεν δέχθηκε να βοηθήσει. Αντίθετα μάλιστα. Οι Μακεδόνες συμμετείχαν ως σύμμαχοι στην εκστρατεία των Ρωμαίων εναντίον των Σελευκιδών του Αντίοχου Γ' (191π.Χ. - 189 π.Χ.). Τότε, το 191 π.Χ., ως αναγνώριση της φιλικής στάσης του Φίλιππου Ε´, ελευθερώθηκε από τη Ρώμη ο γιος του Δημήτριος, που βρισκόταν εκεί όμηρος για λίγα χρόνια.
Το 189 π.Χ., οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στους Αιτωλούς και τους κατανίκησαν. Οι Αιτωλοί δεν ξαναεμφανίστηκαν στην Ιστορία. Η Ρώμη, προφανώς ακολουθώντας πολιτική «διαίρει και βασίλευε» και θέλοντας να περιορίσει την ισχύ της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που είχε φτάσει να ελέγχει ολόκληρη την Πελοπόννησο, θα επιθυμούσε την απόσχιση από αυτήν τόσο της Σπάρτης όσο και της Μεσσηνίας. Παρασκηνιακά η Ρώμη, αναμείχθηκε και στα πολιτικά πράγματα της Μεσσηνίας υποστηρίζοντας το ολιγαρχικό κόμμα που είχε ιδρύσει ο Δεινοκράτης με κατάληξη την ανταρσία της Μεσσηνίας και τον θάνατο του Μεγαλοπολίτη στρατηγού Φιλοποίμενα, το 183 π.Χ. Η Ρώμη όμως δεν μπορούσε να διατυπώσει επίσημα την πρόθεση της αποδυνάμωσης της Συμπολιτείας αλλ’ αντίθετα διακήρυσσε την ενότητά της. Οι δεσμοί μεταξύ των μεσσηνιακών πόλεων έγιναν πια χαλαροί και η Κορώνη (το σημερινό Πεταλίδι), η Μεθώνη, οι Κολωνίδες (κοντά στα σημερινά Βουνάρια) και η Κυπαρισσία ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Μεσσήνη. Η Πύλος και η Ασίνη (η σημερινή Κορώνη)
είχαν υπαχθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Μετά την αποτυχία της ανταρσίας του Δεινοκράτη, η βόρεια Μεσσηνία αλλά και η Μεσσήνη προσαρτήθηκαν κι αυτές στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, όπως και οι τότε ανεξάρτητες Αβία, Θουρία και Φαρές (η σημερινή Καλαμάτα). Σε αυτή τη συγκυρία, λόγω του διαμελισμού της Μεσσηνίας, οι Σπαρτιάτες βρήκαν την ευκαιρία και κατέκτησαν τη Δενθελιάτιδα και έφτασαν οριακά μέχρι τη Θουρία.
Στη Μακεδονία, ο Φίλιππος Ε´, αν και συνεργάστηκε με τους Ρωμαίους, δεν έβλεπε ανταπόκριση από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Αντίθετα διέκρινε αντιπάθεια προς αυτόν. Με πείσμα και μεθοδικότητα κατάφερε όμως να ξανακάνει τη Μακεδονία υπολογίσιμη δύναμη, αναδιοργανώνοντας τον στρατό και τη διοίκηση του κράτους του. Τότε πολλές πόλεις «έκοψαν» δικό τους νόμισμα και η μακεδονική οικονομία ισχυροποιήθηκε. Ο Φίλιππος Ε´ συμμάχησε και με τους Βάσταρνες, που αποτελούσαν τμήμα ενός μεγάλου συνασπισμού των φυλών του κάτω Δούναβη, υπό την ηγεσία των Γότθων και προχώρησε σε μετακινήσεις πληθυσμών ενδυναμώνοντας ακόμα περισσότερο το κράτος του. Μεταξύ των άλλων όμως, ο Φίλιππος Ε´ αρνήθηκε να παραχωρήσει στον βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β' κάποιες θρακικές πόλεις που είχε κατακτήσει. Το θέμα έφτασε στη Ρώμη και παρά τις διπλωματικές προσπάθειες του γιου του Δημήτριου, που ξαναπήγε γι’ αυτόν τον σκοπό στη Ρώμη, η απόφαση ήταν αρνητική για τους Μακεδόνες που έπρεπε να παραδώσουν τις πόλεις στον Ευμένη Β’. Και δεν έφτανε αυτό. Ο Δημήτριος είχε αποκτήσει σοβαρά ερείσματα στη Ρώμη. Ο ετεροθαλής αδελφός του Περσέας και νόμιμος διάδοχος του θρόνου, φοβούμενος για τη διαδοχή, παρουσίασε στον πατέρα του κάποια ασαφή στοιχεία που έδειχναν ότι ο Δημήτριος σκόπευε, σε συνεργασία με τους Ρωμαίους, να τον ανατρέψει και ν’ ανέβει αυτός στον θρόνο της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος Ε´ εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες τον Δημήτριο αλλ’ αυτό τον έριξε σε βαρειά κατάθλιψη. Το 179 π.Χ. ο Φίλιππος Ε´ πέθανε στην Αμφίπολη και τον διαδέχθηκε ο Περσέας. Αυτός θα ήταν κι ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας.
Ακολούθησε ο Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171 – 168 π.Χ.). Ο Περσέας, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ανανέωσε τη συνθήκη με τη Ρώμη, ενώ ταυτόχρονα προετοιμαζόταν για σύγκρουση. Ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου, έπεισε τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο να κηρύξει τον πόλεμο στον Περσέα, το 171 π.Χ. Μετά από κάποιες αρχικές νίκες, ο Μακεδόνας βασιλιάς αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους του Παύλου Αιμίλιου. Οι Μακεδόνες υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα στην Πύδνα το 168 π.Χ. και το βασίλειο κατακτήθηκε από τη Ρώμη. Ο Περσέας κατέφυγε ταπεινωμένος στη Σαμοθράκη όπου όμως συνελήφθη και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη. Ο δεκαοκτάχρονος γιος του Φίλιππος, που ήταν ο τελευταίος νόμιμος διάδοχος του Μακεδονικού θρόνου, δολοφονήθηκε από τους Ρωμαίους που ήθελαν να αποφύγουν μελλοντικές αντιδράσεις από τους Μακεδόνες, εδραιώνοντας τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Γι αυτόν τον σκοπό, η Ρώμη πήρε ομήρους από τη Μακεδονία αλλά και τους δημοκρατικούς πολίτες από τις ελληνικές πόλεις, με την ψευδή κατηγορία ότι υποστήριξαν τον Περσέα. Οι Μακεδόνες ευγενείς, ανάμεσά τους κι ο Περσέας, εξαναγκάστηκαν να πάνε όμηροι στη Ρώμη, μαζί με τους απογόνους τους. Ή άφιξη των Μακεδόνων ομήρων στη Ρώμη συνοδεύτηκε από ρωμαϊκό θρίαμβο και διαπόμπευση του ηττημένου βασιλιά. Ο Περσέας φυλακίστηκε στην Alba Fucens, όπου πέθανε πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, το 162 π.Χ., από κακομεταχείριση ή αυτοκτονία.
Με την προδοτική υπόδειξη του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Καλλικράτη από το Λεόντιο της Αχαΐας, χίλιοι δημοκρατικοί πολίτες της Συμπολιτείας στάλθηκαν όμηροι στη Ρώμη, ως υποστηρικτές του Περσέα. Ανάμεσά τους ήταν και ο ιστορικός Πολύβιος (202-120 π.Χ.) παρότι τότε είχε εκλεγεί Ίππαρχος. Αυτοί κρατήθηκαν στη Ρώμη για δεκαεπτά χρόνια και τελικά το 151 π.Χ., μόνο τριακόσιοι από αυτούς γύρισαν στην πατρίδα τους. Φαίνεται ότι ο τάφος του Περσέα βρέθηκε τον Ιούνιο του 2005, στη διασταύρωση της αρχαίας Via Valeria και της σημερινής Strada Statale, μεταξύ Magliano dei Marsi και Cappelle της L'Aquila, στην περιφέρεια του Abruzzo.
Το 150 π.Χ. στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας εκλέχτηκε ο Δίαιος, που όμως κατηγορήθηκε για δωροδοκία για την απόσπαση της Σπάρτης από τη Συμπολιτεία και παύθηκε. Πριν η υπόθεση φτάσει όμως στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, ο Αχαιός Δαμόκριτος, ανέλαβε στρατηγός της Συμπολιτείας, επιτέθηκε στη Σπάρτη και την επανέφερε στη συμμαχία.
Τότε στην ταπεινωμένη Μακεδονία έγινε η εξέγερση του Ανδρίσκου ή Ψευδο-Φίλιππου (Μυσία 185 π.Χ. - Ρώμη 146 π.Χ.). Ο κυβερνήτης της πόλης του Αδραμυττίου, Ανδρίσκος πήγε στη Συρία και ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Δημήτριο Α΄τον Σωτήρα, ηγέτη των Σελευκιδών, ως ανιψιός του, αφού ισχυρίστηκε ότι είναι ο γιος της αδερφής του Λαοδίκης. Ο Δημήτριος κατάλαβε την απάτη, συνέλαβε τον Ανδρίσκο και τον παρέδωσε στους Ρωμαίους, με βάση τη συμφωνία μεταξύ Σελευκιδών και Ρώμης. Ο Ανδρίσκος κατόρθωσε όμως να δραπετεύσει και κατέφυγε στη Θράκη. Τον επόμενο χρόνο πήγε στην Πέλλα και με δημοκρατικές διακηρύξεις, αυτοανακηρύχθηκε πανηγυρικά «βασιλιάς» της Μακεδονίας, ως Φίλιππος Στ΄. Η «βασιλεία» του κράτησε ένα χρόνο, από το 149 μέχρι το 148 π.Χ. Οι συγκρούσεις του με τους Ρωμαίους αποτέλεσαν τον Τέταρτο Μακεδονικό Πόλεμο. Ο αιχμάλωτος Ανδρίσκος εκτελέστηκε το 146 π.Χ. στη Ρώμη.
Το 147 π.Χ. οι Ρωμαίοι, μετά την ήττα και αιχμαλωσία του Ανδρίσκου στη δεύτερη μάχη της Πύδνας την προηγούμενη χρονιά, έστειλαν πρεσβεία στην Αχαϊκή Συμπολιτεία αξιώνοντας την απόσπαση από τη Συμπολιτεία της Σπάρτης, του αρκαδικού Ορχομενού, της Κορίνθου, του Άργους αλλά και της Ηράκλειας στην Οίτη. Οι πρεσβείες με τις εξωφρενικές ρωμαϊκές απαιτήσεις, δεν απέδωσαν. Νέος στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας είχε οριστεί ο Κριτόλαος, ένας από τους τριακόσιους ομήρους που είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στην Ελλάδα, το 151 π.Χ. Αυτός με τη βοήθεια των Βοιωτών και των Χαλκιδαίων, πολιόρκησε την Ηράκλεια, που είχε ήδη αποστατήσει. Η ρωμαϊκή αντίδραση ήταν ακαριαία. Ο στρατός του Κριτόλαου συνετρίβη.
Το 146 π.Χ., στρατηγός της Συμπολιτείας εκλέχτηκε και πάλι ο Δίαιος. Όμως κι αυτός γνώρισε τη συντριβή στη Λευκόπετρα της Κορίνθου από τα στρατεύματα του Ρωμαίου ύπατου Λεύκιου Μόμμιου (Lucius Mummius). Η πόλη της Κορίνθου και τα ιερά του Ισθμού καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και σε μια επίδειξη δύναμης και αυστηρότητας οι Ρωμαίοι διέλυσαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι οχυρώσεις των πόλεων που συμμετείχαν στον πόλεμο γκρεμίστηκαν, αφοπλίστηκαν όλοι, διαλύθηκαν τα συνέδρια των Αχαιών, των Φωκέων και των Βοιωτών και βέβαια καταλύθηκαν τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Επιβλήθηκαν πρόστιμα και φόροι στους Βοιωτούς, τους Χαλκιδαίους αλλά και στους Αχαιούς που έπρεπε να αποζημιώσουν τη Σπάρτη με διακόσια τάλαντα. Τυπικά η Συμπολιτεία εξακολουθούσε να υπάρχει ως αυτόνομη περιοχή υπό τη Ρωμαϊκή επικυριαρχία. Αργότερα μετατράπηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας (Provincial Achaea).
Η Μεσσήνη χαρακτηρίστηκε σύμμαχος των Ρωμαίων και διατήρησε τις οχυρώσεις της. Οι μεσσηνιακές πόλεις που είχαν προσαρτηθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, δηλαδή η Ασίνη, η Πύλος, η Κορώνη, η Κυπαρισσία και η Ανδανία επέστρεψαν στη δικαιοδοσία των Μεσσηνίων. Το ίδιο έγινε και με τη φιλικά προσκείμενη στους Ρωμαίους, Σπάρτη που υποχρεώθηκε όμως να επιστρέψει τη Δενθελιάτιδα στους Μεσσήνιους. Βέβαια οι Σπαρτιάτες ήταν δυσαρεστημένοι, αλλά τελικά η Μεσσηνία έγινε ενιαία. Όχι όμως για πολύ. Και πάλι μετά από πέντε χρόνια η Σπάρτη κατέλαβε τη Δενθελιάτιδα. Οι διαμαρτυρίες των Μεσσηνίων στους Ρωμαίους έφεραν στη διαμάχη τη διαιτησία των Μιλησίων, που ορίστηκε από τη ρωμαϊκή διοίκηση.
Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό υπέρ της Μεσσηνίας. Από τους εξακόσιους συνέδρους, μετά τις εισηγήσεις των είκοσι Μιλησίων μετρητών, οι πεντακόσιοι ογδόντα τέσσερις ψήφισαν υπέρ των Μεσσηνίων, ενώ μόλις δεκαέξι υπέρ της Σπάρτης. Η Δενθελιάτιδα πέρασε πια οριστικά στη Μεσσηνία με το ρωμαϊκό δίκαιο. Οι Μεσσήνιοι, το 136 π.Χ., κατάφεραν να χαραχτεί η απόφαση, στο βάθρο της «Νίκης» του Παιωνίου στην Άλτι της Ολυμπίας. Το αναθηματικό μνημείο είχε στηθεί εκεί από τους Μεσσήνιους και τους Nαυπάκτιους, πιθανότατα μετά από την επικράτησή τους σε μάχη απέναντι στους Σπαρτιάτες κατά το δέκατο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 421 π.X. Η διαιτητική απόφαση σχετικά με τη Δενθελιάτιδα χαράχτηκε στους δύο κατώτερους λίθους του μνημείου, σε εξήντα οκτώ στίχους. Το κείμενο της επιγραφής σώζεται:
κρίσις περὶ χώρας
Μεσσανίοις καὶ Λακεδαιμονίο[ις].
I.col. I. 3 πρεσβευτᾶν παραγενομένων παρὰ τᾶς πόλιος
τῶμ Μεσσανίων Μηνοδώρου τοῦ Διονυσίου,
5 Ἀπολλωνίδα τοῦ Νικάνδρου, Χαρητίδα τοῦ Δορ-
κωνίδα, καὶ τὰ γράμματα ἀποδόντων, ἐν οἷς διεσα-
φεῖτο ἀνανεωσαμένους τὰν ὑπάρχουσαν συγγένει-
α̣ν̣ κ̣α[ὶ] φιλίαν ταῖς πόλεσι ποθ’ αὑτὰς διαλέγεσθαι ὅ-
πως ἐπιχωρήσει ἁ πόλις ἀναγραφῆμεν εἰς Ὀλυμπίαν
10 τὰγ̣ κρ[ί]σιν τὰγ γενομέναν τᾶι πόλει αὐτῶν ποτὶ τὰμ
πόλι̣ν̣ τῶν Λακεδαιμονίων περὶ χώρας, ἀποδόντων
δὲ τῶμ πρεσβευτᾶν καὶ ἐπιστολὰμ παρὰ Μιλησίων
ἐσφραγισμέναν, περιέχουσαν τάν τε γεγε[ν]ημ[ένα]ν κρί-
σιν, διαλεγέντων δὲ καὶ [τῶ]μ πρεσβευτᾶν ἀκολ[ού]-
15 θως τοῖς γεγραμμένοις· ἔδοξε τοῖς συνέδροις, ἀπόκρι-
σιν δόμεν, διότι τάν τε συγγένειαν καὶ φιλίαν τὰν ὑπάρ-
χουσαν ποτὶ τὰμ πόλιν τῶμ Μεσσανίων ἀνανεοῦν-
ταί τε καὶ ἐπὶ πλεῖομ προάξοντι, περί τε τοῦ ἐπιχω-
ρῆσαι ἀναγραφῆμεν εἰς Ὀλυμπίαν τὰγ κρίσιν τὰγ γεγενη-
20 μέναν τᾶι πόλει αὐτῶν ποτὶ τὰμ πόλιν τῶν Λακεδαι-
μονίων περὶ τᾶς χώρας ἐπὶ τοῦ δάμου τοῦ Μιλησίων
διότι ἐπιχωροῦντι καθὼς ἁ πόλις τῶμ Μεσσανίων
ἐγεγράφει καὶ οἱ πρεσβευταὶ παρεκάλεον· ἐπαινέσαι
δὲ καὶ τοὺς πρεσβευτὰς ἐπί τε τᾶι ἐνδαμίαι καὶ ἀνα-
25 στροφᾶι ἇι πεποίηνται, δόμεν δὲ αὐτοῖς καὶ Φιλόνι-
κον τὸν ταμίαν ξένια τὰ μέγιστα ἐκ τῶν νόμων,
καλέσαι δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντας ἐπὶ τὰγ κοινὰν
ἑστίαν.
II.col. I. 29 Μιλησίων οἱ πρυτάνεις καὶ οἱ ἡιρημένοι ἐπὶ τῆι φυλακῆι
30 Ἠλείων τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς συνέδροις χαίρειν· παρα-
γενομένωμ πρὸς ἡμᾶς πρεσβευτῶν παρὰ Μεσσηνίων
Μηνοδώρου τοῦ Διονυσίου, Φιλοίτου τοῦ Κρατίου, καὶ
παρακαλούντων δοῦναι αὐτοῖς ἀντίγραφον πρὸς ὑ-
μᾶς τῆς γεγενημένης κρίσεως Μεσσηνίοις τε καὶ
35 Λακεδαιμονίοις κατὰ τὸ δόγμα τῆς συγκλήτου, καὶ τῆς τε
βουλῆς καὶ τοῦ δήμου συγχωρησάντων τὰ προδεδηλ<ω>μέ-
να καὶ ἐπιταξάντων ἡμῖν δοῦναι αὐτοῖς τὴγ κρίσιν, ὑπο-
[τ]άξαντες αὐτὴν τῆι ἐπιστολῆι ἐδώκαμεν τοῖς πρεσβευ-
[τ]αῖς, ὅπως διακομίσωσιν αὐτὴμ πρὸς ὑμᾶς ἐσφραγισμέ-
40 [νη]ν̣ τῆι [δημ]οσίαι σφραγῖδι.
III.col. II.41 ἐπὶ στεφανηφόρου Εἰρηνίου τοῦ Ἀσκληπιάδο[υ], μηνὸς
Καλαμαιῶνος δευτέραι, ὡς δὲ ὁ στρατηγὸς [ἔγρα]ψε Κόϊν-
τος Καλιπόρνιος Γαΐου υἱὸς μηνὸς τετάρ[του καὶ δεκά]-
του καὶ ἡμέραι ἑνδεκάτηι κατὰ σελήνην ἀφ’ ἧ[ς ἡμέρας τὸ]
45 δόγμα ἐγένετο, ἐκκλησία συνήχθη κυρία ἐν̣ [τῷ θεά]-
τρωι ἐν τῆι προειρημένηι ἡμέραι, καθότι Λακ̣[εδαιμόνι]-
οι καὶ Μεσσήνιοι συνωμολογήσαντο, καὶ ἀπ[ε]κληρώθη
κριτήριον ἐκ παντὸς τοῦ δήμου τὸ μέγιστ̣ον ἐκ τῶν
νόμων, κριταὶ ἑξακόσιοι, καὶ εἰσήχθη ἡ κρίσις κατά τε
50 τὴν ἐπιστολὴν τοῦ προειρημένο[υ] στρατηγοῦ καὶ
κατὰ τὸ δόγμα τῆς συ[γκ]λ̣ήτου Π̣[— —] ἐπ’ ἀμφιλλο[γ]-
[ία]ι̣ Ο̣[—]․[—]․ [Λ]ακ̣ε̣δαι[μον]ί[οι]ς τ̣ε κ̣[αὶ Μεσσηνίοις, ὁπό]-
τεροι ταύτην τὴν χώραν κατεῖχ[ον ὅτε Λεύκιος]
Μόμμιος ὕπατος ἢ ἀνθύπατος [ἐν ἐκείνῃ τῇ ἐπαρ]-
55 χείαι ἐγένετο, ὅπως οὗτοι οὕτ[ως κατέχωσιν — — — — —]
ηιρήθη αὐτοῖς τὸ ὕδωρ πρὸς τὴμ [— — — — —, ἐπὶ μὲν τοῦ]
πρώτου λόγου ἑκατέροις μετρη[ταὶ Μιλήσιοι δεκα]-
πέντε, ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου λόγου̣ [μετρηταὶ Μιλήσιοι]
πέντε, καθότι καὶ αὐτοὶ εὐδόκησαν· [καὶ λ]ε̣ξάντων
60 πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος παρὰ [μὲν Λ]ακεδαιμονί-
ων Εὐδαμίδα τοῦ Εὐθυκλέος, παρὰ δὲ Με̣[σ]σ̣ηνίων Νίκ<ων>-
ος τοῦ Νίκωνος, καὶ ῥηθέντων τῶν λόγων̣ [ὑ]φ’ ἑκατέ-
ρων, ἐκρίθη κατεισχῆσθαι ἡ χώρα ὑπὸ Μεσσ̣[η]νίων ὅτε
Λεύκιος Μόμμιος ὕπατος ἢ ἀνθύπατος [ἐ]ν ἐκεί-
65 νηι τῆι ἐπαρχείαι ἐγένετο, καὶ ὅπως οὕτ̣[οι] οὕτως
κατέχωσιν. τῶν ψήφων, αἷς ἔδοξεν κατεισ[χῆσθαι]
ἡ χώρα ὑπὸ Μεσσηνίων καὶ ὅπως οὕτοι οὕτω[ς κα]-
τέχωσιν, πεντακόσιαι ὀγδοήκοντα τέσσα-
ρες· αἷς κατεισχῆσθαι ὑπὸ Λακεδαιμονίω[ν],
70 δεκαέξ.
[Στη φωτογραφία: Η απόφαση της διαιτησίας των Μιλησίων, χαραγμένη στο βάθρο της «Νίκης» του Παιωνίου στην Άλτι της Ολυμπίας]
