Ανάμεσά τους, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει και 3 έργα ειδικά φτιαγμένα για την επέτειο των 200 χρόνων, τα οποία το κοινό μπορεί να δει για πρώτη φορά. Δίνοντας πνοή με τη ζωγραφική του σε παλιά ξύλα ή υφάσματα ο Χρήστος Μποκόρος, μοναδικός στο είδος του καλλιτέχνης, καταπιάνεται με το 1821 παρουσιάζοντας έως τις 31 Οκτωβρίου σημαντικά έργα, με το καθένα περνάει το δικό του μήνυμα.
Ο ίδιος μίλησε μεταξύ άλλων στην «Ε» για τα πρώτα του βήματα στη ζωγραφική, για τον τρόπο που γιορτάζονται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και για την αποκρυπτογράφηση των μηνυμάτων στα έργα του.
- Από τα «μονοπάτια» της Νομικής σε αυτά της ζωγραφικής. Hταν όνειρο ζωής να ασχοληθείτε ενεργά με την τέχνη αυτή ή προέκυψε;
Μάλλον προέκυψε. Η ζωή μας ό,τι θέλει αποφασίζει κι ας νομίζουμε ότι την ελέγχουμε εμείς. Είχα το χάρισμα αλλά δεν το εκτιμούσα ιδιαίτερα. Ήθελα να μάθω πώς οργανώνεται μια κοινωνία, πώς νομοθετείται, πώς προσανατολίζεται, τι αξία διεκδικεί ο νόμος, τι είναι δίκαιο και πώς μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη. Έφηβος στις αρχές της μεταπολίτευσης, ο ενθουσιασμός, η αφέλεια και η άγνοια των κινδύνων της δημοκρατίας δεν μου επέτρεπαν τότε να δω ότι δεν είναι ο νόμος που παιδαγωγεί εντέλει αλλά το παράδειγμα. Έμαθα πολλά στη Νομική, της οφείλω θεμελιώδεις γνώσεις και απομαγεύσεις, κυρίως ότι οι καιροί και οι νόμοι αλλάζουν ενώ η δικαιοσύνη είναι πάντα υψηλό ζητούμενο που μας υπερβαίνει, ανθρώπους και νόμους. Αποστασιοποιήθηκα από την αλαζονική επιθυμία να βελτιώσω τον κόσμο και περιορίστηκα στην αυτογνωσία. Αναγνώρισα το χάρισμα κι ήρθα αντιμέτωπος με τις ευκολίες και τις δυσκολίες των δικών μου δεδομένων. Όλο και πιο πολύ βεβαιώνομαι ότι ο μόνος τρόπος να βελτιώσουμε τον κόσμο είναι να του προσφέρουμε τον καλύτερό μας εαυτό.
- Είχατε από μικρή ηλικία κάποια πρότυπα ή μέντορες που σας «έσπρωξαν» στη ζωγραφική και σας ενέπνευσαν;
Ζωγράφιζα από μικρός, πριν πάω στο σχολείο. Ο αδερφός του πατέρα μου, δάσκαλος, μου έδειχνε τα πρώτα βήματα στην αναπαράσταση. Η γυναίκα του, δασκάλα κι εκείνη, με ανέλαβε μετά και με ανάγκασε σε αυστηρότερες πειθαρχίες και απαιτητική ακρίβεια. Έχανα πολλά διαλείμματα παιγνιδιού για να ζωγραφίζω στον πίνακα της τάξης ό,τι χρειαζόταν το επόμενο μάθημα. Χάρτες για τη γεωγραφία, ζώα, ψάρια, πουλιά, ανθρώπους σε στολές εργασίας, ήρωες και μνημεία της ιστορίας, πειράματα της Φυσικής κι ό,τι άλλο ζητούσε η δασκάλα. Εφήμερα με κιμωλίες τα πιο πολλά, κάποια με μολύβια ή κάρβουνα σε χαρτιά και χαρτόνια για να μείνουν κρεμασμένα στους τοίχους του σχολείου. Ένιωθα την τιμή και το χάρισμα αλλά τα θεωρούσα αυτονόητα, δεδομένα, ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω ζωγράφος.
- Πότε και πώς σας γεννήθηκε η ιδέα να ξεκινήσετε να δημιουργείτε για την Ελληνική Επανάσταση;
Αρχές του 2017 άρχισα να εργάζομαι για τη «γιορτή» του 1821. Πολύ καιρό όμως πριν, πολλά χρόνια, είχα ζωγραφίσει έργα που άγγιζαν αυτό το θέμα ή μάλλον αυτό το νήμα που μας συνέχει στην ιστορία του τόπου. Με ενδιέφερε το Κοινό και το Κύριο. Αναζητούσα τρόπους να το αποδώσω έστω και ως υπόμνηση. Ποιο είναι το νόημα της πατρίδας και της μητρίδας; Σε τι ομονοούμε ως κοινότητα; Τι είναι το εμείς που μας διαφοροποιεί από άλλους και τι μας ενώνει; Από τέτοια ερωτήματα προήλθαν όλα τούτα τα έργα.
- Ορισμένα από τα έργα σας αφορούν το ηρωικό Μεσολόγγι. Πώς αισθανθήκατε δημιουργώντας γι’ αυτόν τον τόπο; Σας επηρέασε η καταγωγή σας από το γειτονικό Αγρίνιο;
Αναμφίβολα! Η καταγωγή είναι η πηγή μας. Πάντα απ’ τ’ Αγρίνιο θα ‘ρχομαι. Απ’ τα δεκαεννιά πρώτα χρόνια μου που έζησα εκεί. Το Μεσολόγγι εκεί δίπλα ήταν η ιερή μας πόλη. Ένας κόμπος αξεδιάλυτος στον λαιμό και τον νου μας κι ένας βαθύς σεβασμός απαράμιλλος για τη θυσία των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Τα άχραντα μυστήρια του αγώνα, η βαθιά ψυχή της ελευθερίας. Ο θάνατος πατημένος απ’ το Υψηλό και το Κύριο της ζωής. Τα μάτια μου δεν αναγνώριζαν τόπον ενδοξότερον από κείνο τ’ αλωνάκι όπως έγραφε κι ο Σολωμός, κι ας γνώριζα τι φαρμάκι φρικτό ήταν το τίμημα τούτης της δόξας, τι πικρή ήταν τούτη η αθανασία.
- Πρόσφατα κάνατε λόγο για τον τρόπο που γιορτάζονται τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είστε ικανοποιημένος με τις δράσεις που έχουν «τρέξει» μέχρι στιγμής στη χώρα ή θα θέλατε να δείτε μια αλλαγή πλεύσης στον εορτασμό;
Μόνη μου αντίσταση στη λήθη της εποχής, να θυμάμαι. Δεν κρύβεται με πανηγύρια το αίμα. Μνημόσυνο είναι η επέτειος και τιμή. Δεν είναι γιορτή και χαρούλες και μέλλον. Το κατόρθωμα των προγόνων μάς υπερβαίνει. Δεν είναι μόνο το ότι μας άφησαν πατρίδα ελεύθερη (έστω κι εν μέρει), μας άφησαν επίσης το λαμπρό τους παράδειγμα, γενναίο κι υπερήφανο. Νιώθω ότι τους κρύβουμε τώρα στα αζήτητα μη φανούμε αμόρφωτοι, επαρχιώτες, ξεροκέφαλοι, σκοτισμένοι. Τους έχουμε αποκαθηλώσει από τα σχολεία μας. Τι βάζουμε όμως στη θέση τους; Τι τιμούμε στις μέρες μας; Τι μέλλον ονειρευόμαστε;
- Εν έτει 2021 ο κόσμος έχει τη σωστή εικόνα για την Ελληνική Επανάσταση ή αυτή έχει αλλοιωθεί με το πέρας του χρόνου; Είναι ικανή από μόνη της η τέχνη της ζωγραφικής να «ζωντανέψει» τις μνήμες, θυμίζοντας πόσο σημαντική είναι η επέτειος αυτή;
Οι ιστορικοί και οι νεωτεριστές ακόμα ψάχνουν να βρούνε καινούρια στοιχεία και νέες ερμηνείες, αλλά η παραμυθία που συνέχει έναν λαό δεν τρομάζει. Το νήμα που μας συνδέει με το παρελθόν και αυτή η ανάγκη που μας ονομάζει Έλληνες μένει αναλλοίωτα χαραγμένη συνειδητά κι ασυνείδητα κάθε φορά που βρισκόμαστε στριμωγμένοι στα δύσκολα. Κοινότητα δίχως μνήμη και όραμα κοινό δεν μακροημερεύει κι ούτε μπορεί να τη σώσει η τέχνη. Αν αφεθούμε στις ανέσεις μόνο και την απόλαυση, στην κατανάλωση, την καλλωπισμένη ζωή, την αποφυγή του κόπου, του πόνου, της θυσίας, του χρέους, χάνουμε και συνείδηση και πατρίδα και μνήμη και τέχνη. Ίσως βέβαια το μέλλον που ετοιμάζουμε να μην τα έχει πια ανάγκη όλα αυτά.
- Τρία έργα σας, ειδικά φτιαγμένα για την επέτειο των 200 χρόνων, το κοινό τα θαυμάζει για πρώτη φορά στην Καλαμάτα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που τα κάνουν να ξεχωρίζουν;
Τρία έργα στο ίδιο θέμα. Κυπαρίσσι δέντρο μνήμης, ο τίτλος. Μια σχισμή σκοτεινή που υψώνεται στο κέντρο του πίνακα πάνω από μια φλόγα κεριού. Το κεράκι λεπτό, χαμηλά, με άσβεστο φως μη χαθούμε μονάχοι στο τίποτε, κι η σκιά της μνήμης που ανεβαίνει τον ανήφορο που τέλος δεν έχει. Το πρώτο ζωγραφισμένο πάνω σε ξύλα από πάτωμα κυπαρισσένιο να ευωδιάζει, το δεύτερο σε ένα πανί λερωμένο απ’ τον καιρό και το τρίτο σαν κάπνα που χάραξε τοίχο ασβεστωμένο. Πιο λιτά αυτά. Με το ελάχιστο θέλησα να αποδώσουν τη μνήμη που καίει άκαυτη φως και σκοτάδι.
- «Μνήμον φως». Πώς συνδέεται ο τίτλος της έκθεσης με τα έργα σας; Ποια είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν οι θεατές ώστε να τα κατανοήσουν βαθύτατα;
Τον τίτλο «Μνήμον φως» τον έδωσε ο επιμελητής της έκθεσης Κωνσταντίνος Παπαχρίστου και αποδίδει καίρια το νόημα των έργων αυτής της έκθεσης αλλά και μια θεμελιώδη πρόθεση που διατρέχει τα περισσότερα έργα μου. Να παρασταθεί υπόμνηση φωτός. Να αναγνωρίσουμε το πρόσωπό μας στο Κοινό που μας συνέχει. Αυτό προσπαθώ να συγκρατήσω φωτισμένο στα έργα μου. Δεν είναι όμως η κατανόηση το ζητούμενο, αλλά μάλλον η συγκίνηση και η μέθεξη. Αυτά λειτουργούν αυτόματα, αυθόρμητα και άμεσα, δίχως λόγια. Δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη γνώση, αλλά η στοιχειώδης οπτική αντίληψη και η συναισθηματική διαθεσιμότητα του θεατή ώστε να μετέχει στην παρουσία του έργου. Δεν είναι το έργο, αλλά εμείς που επιζητούμε μια σχέση μαζί του. Εμείς εκτιθέμεθα ενώπιον των έργων για να αποδώσουμε νόημα στη σχέση μας μαζί τους. Να αναρωτηθούμε: Τι θέλω τώρα εγώ εδώ; Τι προσδοκώ από τούτο εδώ το έργο; Γιατί το κοιτώ; Διαπραγματευόμενοι, καθένας με τις δυνατότητές του, τέτοια σκοτεινά ερωτήματα, διαυγάζει φως το έργο και νόημα η παρουσία μας ενώπιόν του.
- Περνούν κάποια μηνύματα τα έργα αυτά; Προσπαθούν να απαντήσουν σε κάποιο βασικό ερώτημα;
Για να αποκρυπτογραφήσεις μηνύματα πρέπει να κοινωνείς τον κώδικα. Δεν είναι όμως ούτε απαραίτητη, ούτε αυτονόητη, ούτε δεδομένη η δυνατότητα να κοινωνήσουμε και να σχετιστούμε όλοι με τα έργα και τα μηνύματά τους. Άλλοι άνθρωποι αλλού αναζητούν νόημα, άλλα ερωτήματα τους βασανίζουν ή τους ευχαριστούν. Αν όμως κάποιο έργο σε τραβήξει κοντά του, αν νιώσεις το νεύμα που απευθύνει, τότε αποκτάει νόημα και το έργο και η σχέση σου μαζί του, αλλά και η τέχνη ως δραστηριότητα του ανθρώπου αποκτά έτσι λειτουργική χρησιμότητα. Για να διακρίνεις ουρανό, θα πρέπει να έχεις ουρανό μέσα σου.
- Ήδη από το κοινό της Καλαμάτας γίνεται μνεία για τη δεξιότητα της ζωγραφικής σας. «Ανάβοντας» φλόγες πάνω στα ξύλα θεωρείτε πως ο θεατής μπορεί να μπει νοητά στο «χρονοντούλαπο» της Ιστορίας;
Η δεξιότητα από μόνη της μπορεί να είναι εντυπωσιακή αλλά δεν αρκεί για να πας παραπέρα. Τα υλικά που χρησιμοποιώ κρατούν ίχνη του χρόνου και της ιστορίας πάνω τους, τα θέματα που επιλέγω επίσης υπαινίσσονται μνήμη κοινότητας, αλλά ούτε αυτά είναι αρκετά αν δεν αναζητήσει κι ο θεατής νόημα στη σχέση του μαζί τους. Όλα στη ζωή και στην τέχνη είναι σχέσεις, τίποτε μόνο του δεν παράγει έργο.
- Σε δύσκολες περιόδους όπως αυτή της πανδημίας επαναπροσδιορίσατε κάποια πράγματα για την τέχνη και ευρύτερα για τη ζωή;
Η πανδημία, και μόνο σαν λέξη, μας προκαλεί να αντιμετωπίσουμε το Κοινό και το Κύριο. Την κοινότητα και την κοινή μας μοίρα. Αφορά όλους μας. Ο άνθρωπος, η ζωή του, οι τέχνες του, στο κοινό αξιώνονται. Στο κοινό αποκτούν σημασία και νόημα. Κανείς δεν σώζεται μόνος. Είναι ευκαιρία λοιπόν να το ξανασκεφτούμε.
- Στις αρχές του ‘90 οι δρόμοι σας συνδέθηκαν με την Καλαμάτα. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από τότε; Εχει αλλάξει πολύ η πόλη σε σχέση με σήμερα;
Αλλάζουν ραγδαία και οι πόλεις και οι άνθρωποι. Θυμάμαι ακόμη τον τρυφερό καιρό των μαθημάτων, τα παιδιά και την αγωνία τους να μάθουν, το κτήριο της οδού Φαρών. Πέρασα απ’ έξω, το είδα εγκαταλελειμμένο, κλειστό. Τα μαθήματα γίνονται τώρα σε ένα άλλο μεγαλύτερο κτήριο, εκσυγχρονισμένο, προνομιούχο μπροστά στη θάλασσα. Μεγαλώνει η πόλη, εξελίσσεται. Όμορφη πάντα. Αυτό όμως που με γοήτευε στην Καλαμάτα και που μένει απαράλλαχτο είναι η άπλα της πόλης και η προνομιακή της θέση. Κοιτάζεις τη θάλασσα κι έχεις πλάι σου το βουνό, κατεβαίνει στα πόδια σου ωραίος ο Ταΰγετος, ένα βήμα η Μάνη, πίσω ο εύφορος κάμπος, όλα δίπλα σου.
- Κατά τη γνώμη σας η μνήμη στη ζωγραφική γεννά μια μορφή αντίστασης;
Η μνήμη αντιστέκεται στη λήθη κι η ζωγραφική έχει τη δυνατότητα να σώζει απ’ τη λήθη μια μορφή εφήμερη και να την εγκαθιστά στην αλήθεια και την αιωνιότητα. Ακυρώνει έτσι τον πανδαμάτορα χρόνο που μας δαπανά αδαπάνητους και διεκδικεί, κατά κάποιον τρόπο, αθανασία. Αναστρέφει το μνήμα και το κάνει μνημείο. Επ’ αγαθώ ή όχι, είναι δική μας ευθύνη κι επιλογή. Τα έργα μας πάντως είναι εκείνα που μένουν αμερόληπτοι μάρτυρες και κριτές μας στο παρόν και στο μέλλον.