Στα δικά μας μέρη η λέξη που χρησιμοποιούμε είναι "γουρνοσφαξιές", που έρχεται πιο… βάρβαρο αλλά και ειλικρινές σε σχέση με αυτό που συμβαίνει.
Πρόκειται για μια αρχέγονη τελετουργία της οποίας τα ίχνη χάνονται στο χρόνο, καθώς το γουρούνι αποτελούσε βασικό στοιχείο της οικιακής οικονομίας. Τις παλαιότερες εποχές που το κρέας ήταν είδος πολυτελείας, η εκτροφή γουρουνιών με σκοπό την παραγωγή παστού κρέατος που μπορούσε να συντηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν συνυφασμένη με τη ζωή της οικογένειας.
Ανατρέχοντας στην ιστορία διαπιστώνουμε ότι «η μυθολογία, ιστορία, φυλογενετική εξέλιξη και χρησιμοποίηση του χοίρου στην Ελλάδα και παγκοσμίως, από τη Χαλκολιθική ως τη σύγχρονη εποχή, είναι θέματα που απασχολούν την επιστήμη. Τούτο γιατί το παμφάγο αυτό θηλαστικό είναι σύντροφός μας εδώ και 11.000 χρόνια περίπου. Με την εξαίρεση δύο θρησκειών (εβραϊκή και ισλάμ), το σύνολο της ανθρωπότητας χρησιμοποιεί χοίρειο κρέας προς παρασκευή πληθώρας φαγητών ή "σκευασμάτων" […] Υπάρχουν δύο είδη κοινωνιών στην ιστορία του πλανήτη, των "χοιρό-φιλων" και των "χοιρό-φοβων". Φυσικά η πρώτη με κυριότερους εκπροσώπους τον Κινέζικο και ελληνορωμαϊκό ή "Δυτικό" πολιτισμό, είναι απείρως πολυπληθέστερη από τη δεύτερη που περιορίστηκε στη Μέση Ανατολή και τμήμα της Βόρειας Αφρικής ύστερα από βιολογικώς "λαθεμένα", ή αν θέλετε θρησκευτικώς "ατυχή" διδάγματα της Παλαιάς Διαθήκης και του Κορανίου. Το φαινόμενο της επικράτησης του συμπαθούς παμφάγου θηλαστικού στη διατροφική αλυσσίδα του ανθρώπου, παρά τον ανηλεή πόλεμο που δέχτηκε από δύο θρησκείες, είναι όχι μόνο αξιοσημείωτο αλλά και ευεξήγητο. Ο χοίρος επικράτησε σα ζώο θυσίας, ζώο σφαγής, ζώο - ρακοσυλλέκτης, ακόμη και σα ζώο συντροφιάς για τον απλούστατο λόγο ότι συνέζησε με τον άνθρωπο για κάπου 11 χιλιετίες» (1).
Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά πράγματα για την παρουσία του γουρουνιού στη ζωή του ανθρώπου στη διαδρομή των χιλιετιών και ειδικότερα στην Ελλάδα, έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως η υπόθεση τα νεότερα χρόνια και μάλιστα στη δική μας περιοχή.
Οι απαγορεύσεις της μωαμεθανικής θρησκείας σε σχέση με την κατανάλωση κρέατος γουρουνιού έχουν τροφοδοτήσει κατά καιρούς διάφορους εύπεπτους μύθους. Στην τοπική ιστοριογραφία συναντάται η άποψη του Θόδωρου Τσερπέ σύμφωνα με την οποία «στο οδοιπορικό του ο καθηγητής Κορύλλος το 1890, αναφέρει τη Μεσσήνη σαν μια πλούσια πόλη, την ειρωνεύεται δε σκληρά, λέγοντας ότι εκεί είδε να τρέφονται πολλαπλάσια γουρούνια από τους ανθρώπους, τα οποία μάλιστα κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους. Αυτό είναι αληθινό, αλλά την εξήγηση του φαινομένου, δεν μπορούσε να τη δώση ο γιατρός, που δεν είχε επαρκείς ιστορικές γνώσεις. Η υπέρμετρη εκτροφή των χοίρων, των ακάθαρτων ζώων, των καταραμένων από το Μωάμεθ, ήταν η παράλληλη με την απλυσιά επίθεση των πονηρών Νησιωτών, για να διώξουν τους Τούρκους από την πόλη τους στα 300 χρόνια της Τρουκοκρατίας, και το κατάφεραν. Στη Μεσσήνη δεν έμεινε τούρκικος πληθυσμός, ο οποίος κατέκλυσε την Ανδρούσα» (2).
Πρόκειται για έναν μύθο που παραπέμπει στο λογοτεχνικό έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη «Πως ερώμιεψε το χωριό». Ορισμένα αποσπάσματα είναι χαρακτηριστικά: «Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος […] Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο (γιος του) Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων».
ΕΚΤΡΟΦΗ ΓΟΥΡΟΥΝΙΩΝ
Ας δούμε τι ακριβώς έγραφαν οι Κορύλλος και Θεοχάρης το 1891: «Αι οικίαι, πλην ολίγων εξαιρέσεων, είναι χθαμαλαί και ακανονίστως ωκοδομημέναι, αι δε οδοί, στεναί τα πλείστα και σκιολιαί, πλήρεις παντοειδών ακαθαρσιών, ανασκαλευομένων αεννάως υπό των απειράριθμων χοίρων, ίσων ή πλειόνων τον αριθμόν προς τους κατοίκους της πόλεως. Εν Νησίω οι σύνοικοι των κατοίκων χοίροι, απολαύουσι απάντων των αστικών του πολίτου δικαιωμάτων, στερούνται δε μόνον των πολιτικών. Το φυτώριον των χοίρων κομίζεται, ως φαίνεται, εκ Μάνης. Διότι έξωθεν τοιυ δημοτικού μαγαζείου, ότε ημείς διετρίβομεν εκεί, πλείστα χοιρίδια επωλούντο υπό των Μανιατών, αγοραζόμενα αποκλειστικώς σχεδόν υπό Νησιωτών» (3).
Το πρόβλημα με τα γουρούνια που κυκλοφορούσαν σε σπίτια και δρόμους δεν υπήρχε μόνο στη Μεσσήνη έτσι ώστε να δικαιολογεί τους μύθους που εξηγούν την παρουσία τους. Ηταν προφανώς πολύ μεγαλύτερο στην Καλαμάτα, και μάλιστα μια δεκαετία ενωρίτερα, καθώς πληροφορούμαστε ότι είχε διοριστεί από τη δημοτική αρχή «χοιροφονεύς της πόλεως» (4).
Λίγο αργότερα ο Γυμνασιάρχης Καλαμάτας επέστρεψε απογοητευμένος από την περιοδεία του σε σχολεία των επαρχιών Πυλίας και Μεσσήνης, καθώς εκτός των άλλων «εν τω Αβραμίω της επαρχίας Μεσσήνης δημοτικώ σχολείω εύρε παίδας και χοίρους συναγελαζόμενους, ερώτησε δε τον περίφημον εκείνον διδάσκαλον αν οι χοίροι εισίν οι γονείς των χοίρων μαθητών του» (5).
Οι πληροφορίες και τα δημοσιεύματα αντανακλούν την κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη με την εκτροφή γουρουνιών και την ελεύθερη κυκλοφορία τους στους δρόμους, υπόθεση που συνεχιζόταν και δεκαετίες χρόνια αργότερα. Σε τοπική εφημερίδα της Καλαμάτας το 1906 διαβάζουμε:
«Οχι μόνον πολλοί συμπολίτες μας παραπονούνται ότι τρομακτικών όγκων χοίροι, προφανώς αδέσποτοι, περιτρέχουσι καθ’ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς της πόλεως, βόσκοντες μακαρίως και γρυλίζοντες εκκωφαντικώς, χωρίς να λαμβάνηται ουδένα μέτρον περισταλτικόν κατά της φοβεράς συγχρωτήσεως χοίρων και ατόμων, αλλά και ημείς πολλάκις καθ’ οδόν παρετηρήσαμεν ολόκληρα τάγματα χοίρων περιτρεχόντων εν πάση ελευθερία τας οδούς και δη τας κεντρικωτέρας!
Δήλα δη, ωρισμένως πλέον αι Καλάμαι, ο τόπος αυτός του εμπορίου τον οποίον συχνά επισκέπτονται τόσο ξένοι, έχει καταντήσει κυριολεκτικώς γουρουνότοπος» (6).
Στο πρόβλημα αυτό αναφέρεται και ο Θοδ. Τσερπές που γράφει για τη Μεσσήνη «η χοιροτροφία διετηρήθη στη Μεσσήνη μέχρι τα 1920 και περιωρίσθη σημαντικά κατόπιν των αυστηρών μέτρων της Χωροφυλακής, να τρυπάνε με σπάθες κάθε γουρούνι που θα κυκλοφορεί στο δρόμο, θυμούμαστε δε όλοι οι παλαιότεροι τέτοιες κωμικοτραγικές στιγμές στους δρόμους της Μεσσήνης» (7).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το εβδομαδιαίο παζάρι στη Μεσσήνη ονομαζόταν «γουρνοπάζαρο», διεξαγόταν μπροστά από τα «δημοτικά μαγαζία» όπως αναφέρουν οι Κορύλλος - Θεοχάρης, δηλαδή εκεί που βρίσκονται η πλατεία και το πάρκο. Απομακρύνθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον τότε δήμαρχο Σταύρο Τσούση και μεταφέρθηκε στις παρυφές της πόλης τότε, στην οδό Δαγρέ.
Από τα όσα προναφέρθηκαν, προκύπτει ότι στο γουρνοπάζαρο πρωταγωνιστούσαν οι Μανιάτες. Οπως φαίνεται η εκτροφή γουρουνιών στη Μάνη ήταν βασική δραστηριότητα και από ορισμένους αποδίδεται στο γεγονός ότι υπήρχε άφθονη τροφή με χαρούπια (ξυλοκερατιές). Ετσι ικανοποιούσαν τις ανάγκες πολλών οικογενειών σε κρέας και παράγωγά τους, ταυτοχρόνως όμως αποτελούσαν και εμπορεύσιμο είδος.
Σχετικά με την κατανάλωση χοιρινού κρέατος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπάρχει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση σύμφωνα με την οποία:
«Οι διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των χριστιανών - μουσουλμάνων συνιστούσαν ένα μακροχρόνιο πεδίο διαφορετικότητας, αντιστάσεων αλλά και προσαρμογών στα πολιτισμικά πρότυπα που σταδιακά διαμορφώνονταν μεταξύ του επικυρίαρχου και του υπόδουλου.
Προς ενίσχυση της παραπάνω άποψης, παρατηρούμε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου ο αντρικός πληθυσμός που είχε εξισλαμιστεί, ενώ ο γυναικείος παρέμενε χριστιανικός, η οικογένεια όταν μεγείρευε το κρέας στο ίδιο ταψί, στη μια πλευρά τοποθετούσαν το χοιρινό κρέας για τις γυναίκες και στην άλλη το πρόβειο για τους άντρες, ενώ ένα κομμάτι ζυμάρι τοποθετούσαν στο κέντρο για να συγκρατήσει τα υγρά του ψησίματος (προφανώς για να μην μολυνθεί το πρόβειο κρέας από το ζωμό του ακάθαρτου, κατά τη θρησκευτική άποψη των Τούρκων, χοιρινού)». (8)
Η συνέχεια το επόμενο σαββατοκύριακο
(1) Θ. Τ. Αντίκα «Συς, χοίρος ή sus scrofa στην ιστορία της διατροφής του ανθρώπου»
(2) Θεόδωρου Μιχ. Τσερπέ «Ιστορία της πόλεως Μεσσήνης»
(3) Χ. Π. Κορύλλου και Στ. Θεοχάρη «Πεζοπορία από Πατρών εις Καλάμας»
(4) Εφημερίδα «Δήμος» 19/3/1880: «Λωποδύτης Κρητικός, διαμένων ενταύθα και διορισθείς εσχάτως παρά της ενταύθα δημοτικής αρχής χοιροφονεύς της πόλεως, είχεν ως κύριον έργον αυτού προ πολλού τας νυκτοκλοπάς».
(5) Εφημερίδα «Δήμος» 4/6/1880
(6) Εφημερίδα «Φως» 19/1/1906
(7) Θεόδωρου Μιχ. Τσερπέ ό.π.
(8) Αννας Ματθαίου «Η διατροφή κατά την τουρκοκρατία» - Περιοδικό "7 Ημέρες" (ένθετο "Καθημερινής")
Ηλίας Μπιτσάνης