Παρόλο που ο τίτλος του βιβλίου είναι μελαγχολικός, το περιεχόμενό του κάθε άλλο παρά στερημένο είναι· αντιθέτως, ξεχειλίζει από ζωή και φιλοσοφικό στοχασμό, προσκαλώντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει την ομορφιά ακόμη και στις πιο απλές εκφάνσεις της καθημερινότητας.
«Τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει. Ολα είναι μια αέναη και αδιαλείπτως συνεχόμενη κίνηση. Και εμείς είμαστε παρόντες στο εδώ και στο τώρα» αναφέρεται σε κάποιο από τα διηγήματά του.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Flisvos Public" και πρόκειται να παρουσιαστεί στη Μεσσηνία το επόμενο διάστημα.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Στο έργο σας παρατηρούμε έντονη την επιρροή από την πατρική σας γη, το Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Πώς επηρεάζει η σχέση σας με αυτό τον τόπο τη γραφή σας; Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μνήμη ή εμπειρία που σας ενέπνευσε συγκεκριμένα;
Ο τόπος μου είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σκέψης και της γραφής μου. Γεννήθηκα δέκα χρόνια μετά το 1945, σε μια εποχή που τα απόνερα του εμφυλίου πολέμου χτυπούσαν αλύπητα. Η μυρωδιά του θανάτου ήταν έντονη. Εξήντα επτά νεκροί σε διακόσιες οικογένειες. Για να αντιληφθεί κανείς τη διαφορά των μεγεθών, η Καλαμάτα είχε περίπου τον ίδιο αριθμό νεκρών.
Οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν σκληρές, όπως και η ζωή τους. Πονεμένοι από τους θανάτους, βασανισμένοι, κουρασμένοι από τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Κι εγώ έπρεπε να επιβιώσω μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια, όπου η απουσία του σκοτωμένου θείου ήταν ορατή, παρούσα και θορυβώδης. Παππούς, γιαγιά, η χήρα του θείου και τα δύο της παιδιά, τα αδέλφια μου και οι γονείς μου. Ποιος να προσέξει ποιον; Και πώς να αφουγκραστείς τον άλλον;
Η σκληρότητα της μικρής κοινωνίας εναλλασσόταν με την ομορφιά του τόπου: ποτάμια, πηγές, περιβόλια, θάλασσα. Τα παιδιά όλο παιχνίδι και πολύ κολύμπι. Μικρές, φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, γίνονται μάρτυρες γεγονότων και συναισθημάτων. Μπαίνουν στο αίμα μου, γίνονται μέρος της ανάσας μου.
Τι σημαίνει για εσάς η διαδικασία της σύνθεσης κάθε διηγήματος; Πώς επιλέγετε τις ιστορίες και τα θέματα που θα συμπεριλάβετε στο έργο σας;
Η σύνθεση χαρακτήρων και πλοκής είναι μια συναρπαστική διαδικασία που με παρασύρει. Ένα βλέμμα, ένας μορφασμός, η σκιά της απογοήτευσης, η χαρά, το γέλιο, η λαχτάρα, ο αναστεναγμός, η λύπη, η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία, όλα ζωγραφίζονται στα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου. Μια λέξη, μια εικόνα που θα δω ή θα ακούσω, ανεξήγητα μπαίνουν μέσα μου και, όταν έρθει η ώρα, ανεξήγητα αναδύονται.
Η επιλογή θεμάτων, μέχρι στιγμής στη μικρή συγγραφική μου πορεία, βασίζεται στα βιώματά μου, τα οποία συνδέονται φυσικά με το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής.
Υπάρχουν ειδικά στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας που προσπαθείτε να αναδείξετε μέσα από τα διηγήματά σας;
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης κυριαρχεί μια ομοιόμορφη κουλτούρα για όλους, με πολλές αρνητικές επιπτώσεις σε πολλές πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Γι' αυτό στα διηγήματά μου προσπαθώ να αναδείξω στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας που έχουν υποχωρήσει ή χαθεί. Αυτά περιλαμβάνουν την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη φιλοξενία, το φιλότιμο, την καλλιέργεια ουσιαστικών σχέσεων, τον σεβασμό και την έγνοια μας για την προστασία του φυσικού πλούτου.
Στο δεύτερο διήγημα ’’Βαγγέλης’’ εξετάζετε τον κοινωνικό αντίκτυπο της απώλειας ενός μέλους της τοπικής κοινωνίας. Υπάρχει κάποιο πραγματικό γεγονός που σας ενέπνευσε γι’ αυτή την ιστορία;
Ηταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα με λαμπερό ήλιο, όταν συνέβη ο ξαφνικός θάνατος του μπάρμπα Βαγγέλη. Ο δυναμίτης εξερράγη στα χέρια του. Ο θάνατός του συγκλόνισε όλο το χωριό και καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη του. Για μένα, ήταν το πρώτο βίαιο θανατηφόρο συμβάν που χαράχτηκε στην παιδική μου μνήμη. Ημουν μόλις έντεκα ετών.
Στο «Στύφακας», η ιστορία εστιάζει σε μια πλούσια αγροτική οικογένεια. Πώς προσεγγίζετε τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τις προσωπικές συγκρούσεις των μελών της οικογένειας; Υπάρχουν προσωπικές ή κοινωνικές παρατηρήσεις που σας ενέπνευσαν;
Η εξέλιξη της υπόθεσης εκτυλίσσεται στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της περιόδου 1950-2020. Κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες, η αστυφιλία κορυφώνεται. Πλούσιοι κτηματίες ξεπουλούν την περιουσία τους, μετακομίζουν στην Αθήνα και σταδιακά φτωχαίνουν.
Ο,τι δεν μπορεί να μεταβληθεί ή να προσαρμοστεί στο νέο, στο καινούργιο, παρακμάζει και η παρακμή φέρνει φτώχεια και η φτώχεια τη γκρίνια, οπότε οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Η καταστροφή οδηγεί στο θάνατο και ο θάνατος στην κάθαρση, στη λύτρωση, στην απελευθέρωση νέων δυνάμεων, στη γέννηση καινούργιων δεδομένων.
Οι προσωπικές συγκρούσεις των μελών της οικογένειας αφορούν την οριστική ρήξη της κόρης με τον πατέρα της, τον ισχυρό γαιοκτήμονα, τον χωρισμό της ίδιας με τον άντρα της, την αμετάκλητη απόρριψη του πατέρα από την μεγαλύτερη κόρη της και ακολούθως τη σύγκρουση μεταξύ και των τεσσάρων αδελφών.
Στο «Ανυδρη βάτος», επικεντρώνεστε στην καθημερινότητα μιας γυναικείας ηρωίδας. Πώς καταφέρνετε να συνδυάσετε την προσωπική της δύναμη με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μέσα στο βουκολικό περιβάλλον της ιστορίας;
Η ηρωίδα δεν διαφέρει από τις άλλες γυναίκες της εποχής. Ηταν όμως πιο ζωντανή, χαρούμενη και γελαστή, κυρίως πιο φασαριόζικη. Η αντιμετώπιση των δυσκολιών στην καθημερινή της ζωή ήταν θέμα επιβίωσης. Δεν υπήρχε περιθώριο να κάνει πίσω. Ζούσε σε έναν βουκολικό οικισμό, μακριά από το χωριό, στο ρέμα του Αη-Γιώργη στη Σέλιτσα, μια ημιορεινή περιοχή του Ακρωτηρίου Ακρίτας. Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 η ζωή των κατοίκων ήταν δύσκολη και κοπιαστική, αλλά εξοικειωμένοι με τις δυσκολίες, δεν γνώριζαν κάτι άλλο. Οι φωνές και τα γέλια της ηρωίδας έδεναν με τον τόπο και την απεραντοσύνη του πελάγους.
Θα θέλατε να μας πείτε πώς έγινε η επιλογή του τίτλου «Ανυδρη βάτος»;
Εσφυζε από ζωή η περιοχή του Βασιλιτσίου μέχρι το ακρωτήριο Ακρίτας. Νερά έτρεχαν στ’ αυλάκια, περιβόλια και οπωροφόρα δέντρα. Μια ζωντανή κυψέλη - κόσμος πήγαινε και ερχόταν.
Με αυτές τις εικόνες στο νου μου, μετά από χρόνια βρέθηκα με το φίλο μου στου Αη-Γιώργη το ρέμα. Πού είναι η πηγή που έλεγες, νερό δεν φαίνεται, δεν υπάρχει η μυρτιά. Ξανακοιτάζω και βεβαιώνομαι ότι ναι, είμαι στο ίδιο σημείο και... τι να δω!
«Ανυδρη βάτος, άνυδρο του Αη-Γιώργη το ρέμα, άνυδρη και η ψυχή μου».
Τώρα κρανίου τόπος – όλα μια άνυδρη βάτος. Μονοπάτια, δρόμοι και περάσματα κλεισμένα, εκεί που κάποτε ήταν ένας επίγειος παράδεισος. Αδιάβατος είναι ο τόπος, οι παραλίες μόνες, ορφανές. Ποτάμι δεν εκβάλλει στη θάλασσα. Δεν σμίγουν τα νερά, δεν φιλιούνται το γλυκό νερό του ποταμιού με το αλμυρό της θάλασσας.
Οσοι πήραν το δρόμο της φυγής - και δεν ήταν λίγοι - η ζωή τους δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Διάβηκαν την ξεραΐλα της άνυδρης βάτου μέχρι να καταφέρουν να σηκώσουν το ανάστημά τους, να δείξουν το μπόι τους.
Η γλώσσα σας συχνά χαρακτηρίζεται από ποιητικότητα και λυρισμό. Πώς καταφέρνετε να ισορροπήσετε ανάμεσα στην ποιητική έκφραση και τη ρεαλιστική περιγραφή;
Οταν η πλοκή ενός διηγήματος φτάνει σε στιγμές κορύφωσης και τα συναισθήματα των ηρώων είναι έντονα, νιώθω την ανάγκη να τα αποδώσω με ποιητικό τρόπο. Δεν προσχεδιάζω τη μορφή του λόγου, πεζού ή ποιητικού. Αυτό προκύπτει αβίαστα κατά τη διάρκεια της συγγραφής κάθε διηγήματος.
Ποιο από τα διηγήματά σας θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Αγαπώ όλα τα διηγήματά μου, αλλά ξεχωρίζω την "Ανυδρη βάτο", γιατί είναι ένα καθαρά προσωπικό βίωμα, πολύ δυσάρεστο. Το συγκεκριμένο διήγημα αναδεικνύει την αξία της συμμετοχής της κοινότητας για τη διάσωση του φυσικού πλούτου και τον σεβασμό στην ιστορία του τόπου μας. Η προστασία του περιβάλλοντος, η διάσωσή του, ολόκληρο το οικοσύστημα επαφίενται στην ανιδιοτελή αγάπη των κατοίκων για τον τόπο τους.
Ο Βασίλης Μάραντος γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας το 1955. Είναι συνταξιούχος ιδιωτικός υπάλληλος και ζει στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Διήγημά του με τίτλο “Η πηγή στη Σέλιτσα” περιλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο του Δικτύου Αλληλεγγύης Καισαριανής “Μαζί είμαστε πιο πολλοί κι από εμάς τους ίδιους”. Το 2017 εκδόθηκε το μυθιστόρημα “Ζάγκα”, βιωματικό μυθιστόρημα με ιστορικό υπόβαρθρο.