Η γνωστή σκηνοθέτρια Λουκία Ρικάκη θα βρεθεί αύριο στην Καλαμάτα για την προβολή του βραβευμένου ντοκιμαντέρ της "Ονειρα σε άλλη γλώσσα" - το οποίο παρουσιάζεται σήμερα στις 8 το βράδυ και αύριο στις 9 το πρωί στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας. Την προβολή της ταινίας στην Καλαμάτα διοργανώνουν τα Εκπαιδευτήρια Μπουγά.
Η Λουκία Ρικάκη μας μίλησε για τη δημιουργία της συγκεκριμένης ταινίας και τη μοναδική της εμπειρία με τα παιδιά του τόσο ιδιαίτερου Σχολείου Φανερωμένης στην Κύπρο, καθώς και για τη μακροχρόνια σχέση της με την Καλαμάτα.
- Τι παρουσιάζει το "Ονειρα σε άλλη γλώσσα";
«Είναι μια ταινία για το Σχολείο Φανερωμένης όπου φοιτούν 300 πρόσωπα που έχουν 300 όνειρα καθένα στη γλώσσα του.
Το σχολείο είναι η χώρα των παιδιών. Μια νέα πατρίδα όπου εκτός του ότι μιλούν διάφορες γλώσσες, μαθαίνουν να εκφράζονται, ακόμη και να ονειρεύονται, σε μια άλλη γλώσσα. Ειδικά η Φανερωμένη - που αποτελεί φιλόδοξο πρόγραμμα του υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, το οποίο κάνει ένα άνοιγμα στην κοινωνία. Καθημερινά τα παιδιά συμμετέχουν, ως αργά το απόγευμα, σε δημιουργικές δραστηριότητες μέσα και έξω από το σχολείο. Η καθημερινή άσκηση του μυαλού και της καρδιάς εδώ απαντά στα διλήμματα, και τη θέση τους παίρνει η δράση. Το εντυπωσιακό κτήριο στο κέντρο της παλιάς Λευκωσίας ήταν ένα παραδοσιακό παρθεναγωγείο από εκείνα που φοίτησαν πολλές γενιές κοπέλες. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Λίγα μέτρα από το σχολείο βρίσκεται η Πράσινη Γραμμή. Η νεκρή εκείνη ζώνη που χωρίζει την Λευκωσία στα δυο.
Δεν ξεχνώ, λένε ακόμη τα μαθητικά τετράδια - αλλά για τους σημερινούς μαθητές της Φανερωμένης αυτό σημαίνει και άλλα πράγματα. Αυτοί πασχίζουν τώρα να ζήσουν σε μια νέα χώρα, την Κύπρο, και πολλοί απ’ αυτούς δεν ξεχνούν τις δικές τους χώρες. Ποιος άνεμος τους έφερε εδώ; Τύχη καλή, την υποδοχή τους ανέλαβαν δάσκαλοι με καρδιά μικρού παιδιού.
Πολλοί μιλούν για γκέτο στην περιοχή, ένας όρος που παραπέμπει σε αρνητικές συμπεριφορές και καταστάσεις. Ναι, εγκαταστάθηκαν πολλοί ξένοι εκεί λόγω των χαμηλών ενοικίων, χωρίς όμως το γεγονός αυτό να νομιμοποιεί τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως γκέτο.
Πολλοί μιλούν για στέρηση της ελευθερίας αφού οι μαθητές παραμένουν στο χώρο του σχολείου πολλές, πάρα πολλές ώρες. Σίγουρα τα παιδιά της Φανερωμένης δεν έχουν καμιά καχυποψία και καμιά άρνηση στη "στέρηση ελευθερίας" όπως την εννοούμε εμείς, και αυτό το αποδεικνύουν καθημερινά μέχρι αργά το βράδυ που συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες του σχολείου.
Οι μαθητές σε αυτό το σχολείο δε διαφέρουν από τους μαθητές άλλων σχολείων. Κάνουν και αυτοί όνειρα για το μέλλον, έχουν φιλοδοξίες, τελειώνουν το λύκειο αλλά και το πανεπιστήμιο.
Στην ταινία την πραγματικότητα του σχολείου και της ζωής στην Κύπρο την περιγράφουν, με λόγια δικά τους, παιδιά μιας σπάνιας ωριμότητας. Συνεργάστηκα πολύ στενά με κάποιους δασκάλους που υπήρξαν οι βασικοί μου συνομιλητές για να αντιληφθώ την πραγματικότητα που εκείνοι ζουν κάθε μέρα και εγώ έζησα μόνο λίγους μήνες».
- Πώς ξεκινήσατε να κάνετε το συγκεκριμένο θέμα; Πώς πληροφορηθήκατε γι' αυτό, ήταν εύκολη η διαδικασία προσέγγισης;
«Βρέθηκα στην Κύπρο σε μια προβολή της ταινίας μου "Ο Αλλος" που έγινε στο Υφαντουργείο ακριβώς απέναντι από το σχολείο και οργανώθηκε από δασκάλους και καθηγητές της Φανερωμένης. Κοιτάζοντας το εντυπωσιακό κτήριο αναρωτήθηκα τι είναι και μου απάντησαν υπερήφανα "αυτό είναι το σχολείο μας!". Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για το σχολείο. Απόλαυσα το πάθος και τον ενθουσιασμό των δασκάλων που ξεπερνούσε κατά πολύ μια επαγγελματική ενασχόληση και μεταφράζονταν σε πάθος για ζωή και προσφορά. Τις ίδιες μέρες συνάντησα και κάποιους μαθητές και άκουσα τις ιστορίες τους. Επίσης με μάγεψαν πολύ οι περίπατοι στην παλιά Λευκωσία. Υπήρχαν λοιπόν μια σειρά πολύ ισχυρά ερεθίσματα σχεδόν ενορχηστρωμένα για να με κάνουν να εμπιστευθώ το ένστικτό μου και να αποφασίσω να επιστρέψω το συντομότερο για να αρχίσω να καταστρώνω την καταγραφή της καθημερινής ζώνης στη Φανερωμένη. Εχοντας ήδη κάνει μια ταινία με θέμα εκπαιδευτικό, πίστευα ότι δεν θα επέστρεφα τόσο σύντομα σε αυτή τη θεματολογία. Ομως η δουλειά που γίνεται στη Φανερωμένη έχει πολλές ιδιαιτερότητες όπως εξ άλλου και το πρόγραμμα ΖΕΠ .Ταυτόχρονα η παλιά Λευκωσία προσφέρει ένα μοναδικό σκηνικό που βασίζεται σε ισχυρά υλικά νόστου, ιστορίας, παράδοσης και ανθρώπινης κλίμακας. Αυτά όλα με συγκλίνουν και επιδίωκα να αποτελούν συστατικά της δουλειάς και της ζωής μου. Στην παλιά Λευκωσία συνάντησα μια μοναδική φιλοξενία από ανθρώπους αλλά και από την ίδια την πόλη, η οποία σε υποδέχεται με μια κλίμακα τόσο φιλική και κοντά σε πρότυπα από τα οποία η σύγχρονη ζωή ολοένα μας απομακρύνει Ανοιγα κάθε μέρα το παράθυρο του ξενοδοχείου και έβλεπα μια πόλη που μπορούσα να αγγίξω, να περπατήσω. Περπατούσα ως ξένη σε μία άγνωστη πόλη που με έκανε αμέσως να τη νιώθω δική μου. Ολα αυτά συνηγορούσαν στο να μην έχω ποτέ δεύτερες σκέψεις σχετικά με την επιλογή μου να κάνω την ταινία. Μάλιστα όταν τελειώναμε σκεφτόμουν να βρω μια αφορμή για να συνεχίσω να πηγαίνω κάθε πρωί στη Φανερωμένη, να συναντώ τα γελαστά πρόσωπα των παιδιών, να ακούω τις φωνές τους, να συζητώ με τους δασκάλους διάφορες χρωματιστές σκέψεις για το μέλλον της εκπαίδευσης και της ύπαρξης... Γενικά δηλαδή, μια πολύ εύφορη κατάσταση δημιουργίας μου φανέρωσε με τον τρόπο της η Φανερωμένη».
- Η διάρκεια των γυρισμάτων, η συνύπαρξη με αυτά τα παιδιά πώς ήταν;
«Από τη πρώτη στιγμή "δέσαμε". Αν δεν γινόταν αυτό δεν θα είχε ολοκληρωθεί η ταινία, αλλά ειλικρινά δεν περίμενα το δέσιμο να είναι τόσο ουσιαστικό - όχι μόνο συναισθηματικό, αλλά και πραγματικό. Κάθε πρωί ξυπνούσα στις 6 και δεν επέστρεφα πριν τα μεσάνυχτα. Εζησα όλο τον παλμό της δραστηριότητας του σχολείου και των παιδιών στο κέντρο της πόλης της Λευκωσίας. Εργαστήκαμε κυρίως με ένστικτο, πολλή αγάπη, άπειρες ώρες παρατήρησης και συνομιλίας με τα παιδιά κάθε ηλικίας και ανακάλυψης της πραγματικότητας του άλλου. Κουβέντες της ψυχής καθόλου "ρεπορταζιακές", από κείνες που ξεκινούν σαν ψίθυρος και σιγά σιγά βρίσκουν το ηχόχρωμά τους. Απόλυτη αλληλεπίδραση και επικοινωνία με ορισμένους μοναδική.
Ετσι βρήκαμε έναν τόπο με μια στενή σκάλα και εκεί βολέψαμε την κουβέντα μας με έναν από τους μαθητές από τη Γεωργία, τον David, ήταν εκεί και η Φρόσω. Και τι δεν είπαμε για τα όνειρα, για την τέχνη, και εκεί που μιλούσε για την αγάπη του για τη φύση, τον αέρα ανάμεσα στα δέντρα και το άνοιγμα του ορίζοντα... εκεί τον ρώτησα. Πότε φτερουγίζει η ψυχή μας; Η δική μου φτερούγισε... ναι, μια φορά, είπε - αλλά ήταν σαν να φτερούγισε και κάποιος να την πυροβόλησε... Τι αναπάντεχα όμορφος συνομιλητής ο David! Ο λόγος των παιδιών κυριολεκτεί όπως τίποτα άλλο, γι’ αυτό και επέμεινα να δώσω σε εκείνα κυρίως τον λόγο.
Τα λόγια του 13 χρονου Αντρέα από τη Ρωσία κατοικούν ακόμη μαζί μου: "Αν θέλουν να με αγαπάνε... να με αγαπάνε όπως είμαι, όχι όπως θα θέλανε να είμαι... κι εγώ δεν θα αλλάξω για κανέναν".
Το πώς ήταν η συνύπαρξη με τα παιδιά; Αυτό μάλλον πρέπει να το αξιολογήσουν τα ίδια. Είδα ότι σιγά σιγά όταν κέρδισα την εμπιστοσύνη τους, ανοίχτηκαν πιο πολύ. Νομίζω ότι το είδαν σαν παιχνίδι και σύντομα ξέχασαν την κάμερα. Αυτό το επεδίωξα. Με έμαθαν πράγματα, με συγκίνησαν πολύ, μου θύμιζαν κάθε μέρα τι σημαίνει τόλμη, περιπέτεια, αλληλεγγύη και μάτια ορθάνοιχτα στον κόσμο. Εγώ τους χρωστάω την εμπιστοσύνη και την καθαρότητα που μου έδειξαν. Αυτό ήταν το δικό μου μάθημα».
- Την Καλαμάτα τη γνωρίζετε από παλιά, καθώς ένα από τα πρώτα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ αναπτύχθηκε εδώ. Ποια είναι η άποψή σας για το θεσμό των φεστιβάλ; Είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται και με διαφορετικά θεματικά πεδία μάλιστα;
«Τα φεστιβάλ στην περιφέρεια είναι λειτουργικοί πνεύμονες και απαραίτητες εκδηλώσεις. Εξ άλλου στις μικρές πόλεις αναπτύσσονται πραγματικά ουσιαστικές σχέσεις με τους τόπους και υπάρχει έδαφος για ουσιώδη διάλογο - κάτι που χάνεται στον πληθωρισμό των μεγάλων πόλεων. Τεκμηριώνω αυτή την άποψη και μέσα από την εμπειρία μου ως διοργανώτρια δύο θεματικών φεστιβάλ στα νησιά της Ρόδου και της Κω, που σημειώνουν μεγάλη επιτυχία και έχουν δεθεί με τις τοπικές κοινωνίες εκεί.
Στο Φεστιβάλ Καλαμάτας ερχόμουν κάθε χρόνο και το είχα αγαπήσει όπως αγάπησα και την πόλη. Κάπου στο 2002 νομίζω, είχα βραβευτεί στο φεστιβάλ με το βραβείο Καλύτερου Ελληνικού Ντοκιμαντέρ για την ταινία μου "Λόγια της Σιωπής". Χαίρομαι που τώρα θα βρεθώ πάλι στην πόλη με μια νέα ταινία, που συμπτωματικά φέτος έχει πάλι τιμηθεί με το βραβείο Καλύτερου Ελληνικού Ντοκιμαντέρ - αυτή τη φορά στη Χαλκίδα όπου πραγματοποιείται το Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ εδώ και 3 χρόνια».
- Η κρίση έχει πράγματι ως αντίδοτο την τέχνη ή μήπως φέρνει μαρασμό κι εκεί;
«Μόνο η επένδυση στην τέχνη μπορεί να αποφέρει υπέροχους καρπούς. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη εξαιρετικά σημαντικές πρωτοβουλίες και έργα σε όλο τον κόσμο που δίνουν μια εμπνευσμένη και πολύ πρακτική απάντηση σε όλους εκείνους που ανεύθυνα και ανιστόρητα υποστηρίζουν ότι σε καιρούς κρίσης η επένδυση στην τέχνη είναι ανώφελη.
H τέχνη δίνει υπέροχη πνοή ζωής, δίνει στις ψυχές φτερά και πετούν πέρα από τη ζοφερή τους πραγματικότητα. Αυτό προκαλεί η τέχνη, ανύψωση, αυτό που δεν κάνει ο υλικός πλούτος παγιδευμένος στην εφήμερη φύση του.
Η παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας το έχει επιβεβαιώσει και εξακολουθεί να το επιβεβαιώνει. Υπάρχει όμως και μια τεράστια ευθύνη της τέχνης να ξανασυστηθεί άμεσα και ουσιαστικά στην κοινωνία. Να αποποιηθεί τα φτιασίδια που παραμορφώνουν το περιεχόμενό της. Γιατί μας θέλουν να αλληθωρίζουμε προς τα ταμεία...
Το πραγματικό ταμείο της τέχνης όμως βρίσκεται στην ανάταση, και αυτό οφείλει να επιστρέφει στην κοινωνία - όχι να χαϊδεύει τα άρρωστα ένστικτά της. Μόνο έτσι η ανάσταση είναι πιθανή. Να κατακτήσουμε πάλι τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η αληθινή ζωή. Ολοι οι της τέχνης έχουμε τεράστια ευθύνη και υποχρέωση απέναντι σε αυτό. Αντιλαμβάνομαι τη δημιουργική λειτουργία του καλλιτέχνη ως απόλυτα συνυφασμένη με την κοινωνία.
Αρχικά ούτως ή άλλως από εκεί αντλείται η έμπνευση, αλλά ως εκ τούτου οφείλουμε διπλά να επιστρέφουμε εκεί, στην κοινωνία, το προϊόν της όποιας πνευματικής η άλλης δημιουργικής εργασίας. Οπως οφείλουμε επίσης σε κάθε επικοινωνία να προσπαθούμε να δούμε, να βρούμε και αν γίνεται να δείξουμε τα φωτεινά εκείνα μονοπάτια που απεμπλέκουν από τα αδιέξοδα.
Με απασχολεί όμως η κρίση περιεχομένου στην τέχνη, τη θεωρώ αντίστοιχη της ηθικής και οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη ζωή μας. Παράγεται ένα είδος τέχνης που έχει ελάχιστη σχέση με τα σημαντικά πράγματα της ζωής και τις αλήθειες της - ή σε άλλες περιπτώσεις, αρκετές στον αριθμό, στρεβλώνει τα πράγματα μέσα από ένα παραβατικό πρίσμα... το οποίο αίφνης γίνεται αυτό μέινστριμ και ό,τι δεν έχει παραβατικότητα θεωρείται ξεπερασμένο. Είναι και αυτό μια παγίδα.
Θεωρώ ότι έχουμε όλοι ανάγκη, και ως δημιουργοί και ως αποδέκτες, να ενισχύουμε την αισιόδοξη και τη δημιουργική πλευρά του καθένα, κάθε μέρα. Να μην παραδιδόμαστε στην απελπισία και, το σημαντικότερο, να μην πέφτουμε στις καλοστημένες παγίδες του εμπορίου της τέχνης του τύπου "ό,τι δεν έχει απήχηση εμπορική δεν είναι καλό, ό,τι έχει είναι", ώστε να μην ποζάρουμε στις επιταγές του ταμείου. Αλλά να σκύβουμε με σεβασμό και άοκνη προσπάθεια σε ό,τι συντελεί στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης».
Συνέντευξη στη
Μαρία Τομαρά