Η ίδια έχει ασχοληθεί με διάφορα ήδη μουσικής, ελληνόφωνα αλλά και ξενόγλωσσα, και τα τελευταία χρόνια ασχολείται με παραδοσιακές μουσικές από διάφορα μέρη του κόσμου (σκωτσέζικα, ιρλανδικά, φλαμανδικά, ιταλικά) και βέβαια ελληνικά και σμυρναίικα παραδοσιακά τραγούδια.
- Από τη Φιλοσοφική στο τραγούδι λοιπόν. Πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή πορείας;
«Ουσιαστικά, το τραγούδι ήταν πάντα εκεί. Στα οικογενειακά γλέντια, στη χορωδία του σχολείου, σε όλη τη διάρκεια των σπουδών και, βέβαια, μετά. Φέτος κλείνω 20 χρόνια κανονικής εργασίας στο χώρο του τραγουδιού».
- Εχεις συνεργασίες με πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες και συμμετοχές σε δίσκους. Μίλησέ μας γι’ αυτήν την πορεία.
«Είναι μια πορεία που έχει βασιστεί, κατά κύριο λόγο, στην τύχη και στη συνεχή μου ενασχόληση με οτιδήποτε είχε να κάνει με το τραγούδι. Ειδικά τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε σχεδόν κανένα μουσικό ρεύμα που να με άφηνε αδιάφορη, καμία ευκαιρία για μουσική που να πήγαινε χαμένη. Είχα μια τρομερή όρεξη για δουλειά, με αποτέλεσμα να με βρίσκουν διάφοροι άνθρωποι στα πιο απίθανα μέρη και να μου προτείνουν συνεργασίες.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανίσεις και δισκογραφικές συμμετοχές δίπλα σε ανθρώπους όπως ο Ν. Αντύπας, η Λ. Νικολακοπούλου, ο Μ. Μητσιάς, ο Ν. Κυπουργός, ο Δ. Τσακνής, αλλά και με λιγότερο γνωστούς μουσικούς οι οποίοι γράφουν ιστορία λίγο πιο μακριά από τα φώτα, αλλά οι οποίοι υπήρξαν καθοριστικοί, όπως ο Μιχάλης Λαμπρίδης στη Σύρο, ο Κ. Μάντζιος, ο Μ. Πάππος, ο Ν. Τατασσόπουλος και άλλοι άνθρωποι που δε χωράνε, και πολύ λυπάμαι που δεν τους αναφέρω. Πολύ σημαντικοί για μένα είναι οι αδερφοί Γαλιάτσοι, οι οποίοι, μαζί με τον Κώστα Ξυδάκη, με μύησαν στον κόσμο της κέλτικης μουσικής, μέσα από το εξαιρετικό σχήμα τους, τους Ιέρνις και μου πρόσφεραν απλόχερα έναν τεράστιο μουσικό ορίζοντα!».
- Ετοιμάζεις μια καινούργια δισκογραφική δουλειά αυτόν τον καιρό. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
«Το πιο συγκινητικό χαρακτηριστικό της δουλειάς που ετοιμάζουμε με το Λάζαρο Σαμαρά, είναι το γεγονός ότι, ενώ τα τραγούδια προϋπήρχαν της γνωριμίας μας, εκείνος τα προσάρμοσε στον τρόπο που ερμηνεύω. Στην ψυχοσύνθεση και τη χροιά μου, στον τρόπο που τονίζω, στον τρόπο που αναπνέω. Το ύφος θα το ονομάσω “έντεχνο”, προκαλώντας την οργή και την ειρωνεία πολλών ανθρώπων που θεωρούν ότι το έντεχνο θεωρεί τα άλλα είδη άτεχνα. Για μένα έντεχνο είναι αυτό που δεν είναι ελαφρολαϊκό, δεν είναι βαρύ λαϊκό, δεν είναι αμιγώς παραδοσιακό και δεν είναι ροκ. Είναι τραγούδια, λιτά, με κατανοητό αλλά όχι απλοϊκό στίχο. Τραγούδια με ησυχία και τρυφερότητα».
- Εχεις ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική των ευρωπαϊκών χωρών. Υπάρχουν κοινά με την δική μας παραδοσιακή μουσική;
«Εχω ασχοληθεί με συγκεκριμένα είδη της ευρωπαϊκής μουσικής, με την κέλτικη μουσική (Ιρλανδία, Σκωτία, Φλαμανδία, Βρετάνη) περισσότερο και λιγότερο με την ιταλική και την πορτογαλική. Βρίσκω ότι έχουν ομοιότητα στη θεματολογία, κυρίως τα κέλτικα με τα ελληνικά κείμενα που μιλούν πολύ για ξενιτιά, για φτώχεια και διακρίσεις, για άτυχους έρωτες και για την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από τη μοίρα του. Υπάρχουν και μουσικές ομοιότητες, και με τους Ιέρνις (το κέλτικο σχήμα του οποίου είμαι μέλος) ψάχνουμε αυτές τις ομοιότητες και τις παρουσιάζουμε στις εμφανίσεις μας. Βγάλαμε, μάλιστα, ένα δίσκο που ονομάζεται “Beyond a Far- Off Shore” που πιθανότατα είναι ο πρώτος δίσκος κέλτικης μουσικής, διασκευασμένης και εκτελεσμένης από Ελληνες, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Ο επόμενος δίσκος μας θα είναι προσανατολισμένος ακριβώς στο να τονίσει τις ομοιότητες μεταξύ των δύο μουσικών πολιτισμών».
- Είσαι μέλος της «Ορχήστρας των Κυκλάδων» υπό τη διεύθυνση του Νίκου Κυπουργού. Είσαι επηρεασμένη από τα κυκλαδίτικα ακούσματα;
«Η ορχήστρα των Κυκλάδων δεν έχει σχέση με τα κυκλαδίτικα ακούσματα, με την έννοια των παραδοσιακών σκοπών, ονομάζεται έτσι επειδή απαρτίζεται από Κυκλαδίτες. Γενικά, δε μπορώ να πω ότι είμαι ιδιαίτερα επηρεασμένη από την κυκλαδίτικη μουσική, γιατί, λόγω της μουσικής ιδιομορφίας του νησιού (έχω μεγαλώσει στη Σύρο), έχω ακούσει περισσότερα ρεμπέτικα και σμυρναίικα, παρά νησιώτικα. Επίσης, έχω από το σπίτι μου ακούσματα ξένης ροκ και αμερικάνικης folk μουσικής, οπότε τα νησιώτικα ήρθαν πολύ αργότερα και δεν έχουν πιάσει πολύ χώρο μέσα μου. Κατά τ' άλλα, αγαπώ πολύ να τα χορεύω, αλλά αυτό μάλλον δεν απαντά στο ερώτημα σας!».
- Θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου παραδοσιακή ή λαϊκή ερμηνεύτρια;
«Ερμηνεύω και παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια, αλλά δε με θεωρώ αμιγώς παραδοσιακή, ούτε αμιγώς λαϊκή τραγουδίστρια. Είμαι ένα κράμα. Εχω στοιχεία παραδοσιακά στον τρόπο μου και η χροιά μου παραπέμπει εκεί τους ανθρώπους, αλλά υπάρχουν τραγουδιστές που είναι πλασμένοι για τα παραδοσιακά. Το ίδιο πιστεύω και για το λαϊκό τραγούδι. Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Νομίζω ότι το ενδιαφέρον στην περίπτωσή μου είναι το ότι αυτοί που με ακούνε με αναγνωρίζουν λόγω χροιάς ή λόγω ερμηνείας. Δεν ενδιαφέρονται να με κατατάξουν κάπου, ο κόσμος, ευτυχώς, δεν ενδιαφέρεται να σε κατατάξει αν του αρέσει αυτό που ακούει».
- Εκτός από την προετοιμασία του δίσκου, τι άλλο έχει το πρόγραμμα την χειμερινή σεζόν;
«Φέτος θα έχω τη χαρά να εργάζομαι στα Γιάννενα, στο “Υπερωκεάνιο”, έναν ιστορικό χώρο κοντά στη λίμνη, με εξαιρετικούς Ηπειρώτες μουσικούς. Σκοπεύω, όμως, παράλληλα, να κάνω ένα σχήμα (ονειρεύομαι να αποτελείται από γυναίκες, σε πείσμα της νοοτροπίας που μας θεωρεί ανίκανες να συνεργαστούμε μεταξύ μας!) με το οποίο θα παρουσιάζουμε το δίσκο, παλαιότερες συμμετοχές μου και παραδοσιακά ή άλλα τραγούδια της επιλογής μας. Επίσης, θα έχω κάποιες εμφανίσεις στο εξωτερικό, αρχής γενομένης από τη Φιλανδία στα τέλη του Οκτώβρη και την Αυστραλία μέσα στο Πάσχα».