Μια υψίφωνος στο ρόλο της Μαργαρίτας, στην όπερα «Φάουστ» του Γκουνώ, ξορκίζει το πάθος της ακόμα και με το θάνατο, σε μια ταύτιση ρόλου και ζωής, με την επιλογή της μοίρας να αιωρείται πάνω από αιώνια ερωτήματα.
Συναντηθήκαμε με τους δύο Μεσσήνιους δημιουργούς πριν από την πρεμιέρα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου και μας μίλησαν για τη συνεργασία τους.
- Κυρία Δριβάλα, μετά την επιτυχία σας στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, συνεχίζετε με τη «Φωνή της Πεταλούδας» στο θέατρο «Διέλευσις». Τι ευελπιστείτε πως θα κομίσετε στο κοινό με τον νέο σας ρόλο;
«Σκηνοθέτησα και έπαιξα στον "Βυσσινόκηπο" και σ' αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι είναι το πιο αγαπημένο μου έργο, και ο Τσέχωφ ο πιο αγαπημένος μου συγγραφέας. Σε ό,τι αφορά τη νέα μου δουλειά, «Η φωνή της πεταλούδας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, είναι μια πρόκληση γιατί εισέρχεται σε δύσκολες ατραπούς όπου το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου διευθύνεται από ένα πάθος, με τη διελκυστίνδα αυτή να θέτει σε προβληματισμό τον θεατή. Υποδύομαι μια υψίφωνο που, με αφορμή την επικείμενη εμφάνισή της στον ρόλο της "Μαργαρίτας" στην όπερα "Φάουστ" του Γκουνώ, υποβάλλει τα δικά της ερωτήματα, με οδηγό μια συμβολική αινιγματική φιγούρα. Επί παραδείγματι: Η επιλογή της μοίρας μας είναι στα χέρια μας; Γίνεται άραγε να αλλάξει μέσα από μια συμφωνία με... ποιον; Τον εαυτό μας;».
- Κύριε Χαλιακόπουλε, γράφετε ένα έργο με την ηρωίδα σας να είναι σοπράνο, όπως και η πρωταγωνίστρια στην πραγματική της ζωή. Πόσο σας επηρέασε αυτή η οπτική;
«Η συγγραφή του έργου άρχισε και τελείωσε πάνω στο θεατρικό περίγραμμα της Τζένης. Οταν συμφωνήσαμε να γράψω ένα θεατρικό έργο, κατέστη αυτονόητο απ' την πρώτη στιγμή, πως το πρώτο που ήθελα να "εκμεταλλευτώ" ήταν η φωνή της, που την έχει καταξιώσει διεθνώς. Συνεπώς, είναι αδύνατον την ηρωίδα αυτή να την παίξει κάποια άλλη καλλιτέχνις, αν δεν είναι ηθοποιός του μελοδράματος. Δεν είναι μόνο η κίνηση ή η εκφορά του λόγου. Βασικότατο στοιχείο είναι και η φωνητική δεινότητα που απαιτεί ο ρόλος. Και όλα αυτά ως γνωστόν τα διαθέτει με το παραπάνω η καταξιωμένη διεθνώς Τζένη Δριβάλα».
- Κυρία Δριβάλα, η όπερα είναι δύσκολη ή ακριβή υπόθεση για τον θεατή; Το είδος αυτό πόσο εντάσσεται στις επιλογές του ελληνικού θεατρικού κοινού;
«H όπερα ήταν εξαιρετικά λαϊκό είδος μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, και εξακολούθησε να είναι πολύ δημοφιλής και στις δεκαετίες '60, '70, '80. Ακόμη και στη δεκαετία '90 είχε ένα αρκετά διευρυμένο κοινό, έστω και αν η συρρίκνωση ήταν ήδη σημαντική. Αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, η οποία σε ποσοστό κοινού είναι πολύ χαμηλότερα από άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, αλλά και την παγκόσμια αγορά. Ισως η ύπαρξη άφθονου χρήματος να έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ότι η όπερα έγινε ένα πολύ «ακριβό» σπορ. Χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, απλά γιατί... λεφτά υπήρχαν. Τώρα που δεν υπάρχουν, αγωνίζεται να βρει τις ισορροπίες της, πράγμα πολύ δύσκολο, αφού τα θέατρα όπερας είναι προγραμματισμένα για μεγάλες, πολυπρόσωπες, ακριβές παραγωγές και εγκλωβισμένα σε αυτήν την ταυτότητά τους».
- Κύριε Χαλιακόπουλε, αυτό είναι το 6ο θεατρικό σας έργο που ανεβαίνει. Ποια η διαφορά σε σχέση με τα άλλα;
«Ο Γκαίτε είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και ο "Φάουστ" υπήρξε λυτρωτικός για τη νιότη μου. Η δε φράση του "στο τέλος είσαι ό,τι είσαι" αποτελεί για μένα κοινωνική, πολιτική και φιλοσοφική ρήση. Ομως λάτρευα τη Μαργαρίτα, γιατί πάνω της ο Γκαίτε απέδειξε ότι έρωτας που δεν γεννά πόνο, θάνατο και συμφορά είναι κωμωδία. Κυρίως όμως τη λάτρεψα για το ερώτημα που έμεινε στην ιστορία, ως η ερώτηση της Μαργαρίτας. Τρεις λέξεις όλες κι όλες: «Πιστεύεις στο Θεό;». Και η απάντηση του Φάουστ καταξιώνει την ερώτηση: «Ποιος τολμάει να πει πιστεύω στο Θεό; Ποιος τολμάει να πει δεν πιστεύω στο Θεό;». Μέσα από την Τζένη, θα ξαναζήσω την Μαργαρίτα! Γι' αυτό την ευχαριστώ ιδιαίτερα και είναι τιμή μου η συνεργασία μαζί της».
- Κυρία Δριβάλα, εκτός από την υποκριτική διαθέτετε και τη λυρικότητα. Να υποθέσουμε πως στο έργο «Η φωνή της πεταλούδας» θα μας φέρετε σε επαφή και με οπερετική μουσική;
«Καθώς ο μύθος του Φάουστ έχει εμπνεύσει πολλούς μεγάλους συνθέτες, μας δίνεται η ευκαιρία μέσω της εμμονής της υψιφώνου με τον χαρακτήρα της Μαργαρίτας, να οδηγηθούμε και σε μια γνωριμία με τα σημαντικότερα από αυτά τα έργα. Κομμάτια από τον "Φάουστ" του Γκουνώ θα έχει την ευκαιρία να ακούσει το κοινό σε live εκτέλεση, με τη συνοδεία του Δημήτρη Καραμανώλη στο πιάνο».
- Είστε Μεσσήνια κ. Δριβάλα. Ποιες ήταν οι πρώτες σας καλλιτεχνικές επιρροές;
«Γεννήθηκα στην Καλαμάτα και με τους γονείς μου ήρθαμε στην Αθήνα όταν ήμουν 3 χρονών. Οι αναμνήσεις μου από αυτήν είναι οι σεισμοί, η θάλασσα και οι... αντιδραστικές μου δράσεις σε νηπιακή ηλικία, τις οποίες θυμάμαι ξεκάθαρα. Οπως το ότι ξερίζωνα τα λουλούδια και τα ξαναφύτευα με τη ρίζα προς τα... πάνω και το άνθος μέσα τη γη, ή το ότι ένα πρωί αποφάσισα, ενώ δεν με επέβλεπε η μητέρα μου, να βγω στο δρόμο με δύο... διαφορετικά παπούτσια. Ενα άσπρο - ένα μαύρο. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να είναι ίδια! Πρόδρομος των «Κάμπερ»... Βέβαια τώρα, αν με ρωτάτε αν φοράω «Κάμπερ», ναι, αλλά μόνο με πολύ μικρές, διακριτικές ή συμμετρικές διαφορές μεταξύ τους. Οσο για τις πρώτες μου καλλιτεχνικές επιρροές, από την προσχολική μου ηλικία στην Αθήνα, καθώς και τα πρώτα σχολικά χρόνια, οι πιο έντονες αναμνήσεις μου έχουν να κάνουν με θεατρικές παραστάσεις, κυρίως αρχαίας τραγωδίας. Μέχρι να γίνω 10 χρόνων είχα παρακολουθήσει τις περισσότερες αρχαίες τραγωδίες. Ακόμη και τις σπάνιες: "Ρήσος", "Ιωνας" και άλλες».
- Κύριε Χαλιακόπουλε, είσαστε επίσης Μεσσήνιος, γεννημένος στα Φιλιατρά. Οι δικές σας συγγραφικές επιρροές;
«Το πρώτο δυνατό άγγιγμα ήταν από τους "Αθλίους" του Βίκτωρος Ουγκώ. Ακολούθησαν τα έργα του Ντοστογιέφσκι που με χάραξαν και η "Απολογία του Σωκράτη" στις μικρές ηλικίες της εφηβείας μου. Οσον αφορά το θέατρο, η πρώτη δυνατή "ανατριχίλα" επήλθε, με "Το μεγάλο μας τσίρκο". Με είχε πάει τότε ένας συγγενής μου στην Αθήνα, όταν είχα ανεβεί ως μαθητής γυμνασίου για να νοσηλευθώ από μια περιπέτεια υγείας. Κοιτούσα με δέος την Καρέζη, τον Παπαγιανόπουλο, τον Ξυλούρη. Τι παράσταση!».
«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ»
Συντελεστές: Συγγραφέας Γρηγόρης Χαλιακόπουλος. Σκηνοθεσία Χρυσάνθη Κορνηλίου. Πιάνο Δημήτρης Καραμανώλης. Σκηνικό και κουστούμια Dennis Krief. Παίζουν οι Τζένη Δριβάλα, Ανδρέας Παπαγιαννάκης.
Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά. Πολυχώρος Πολιτισμού «Διέλευσις», Λέσβου 15 και Πόρου, Κυψέλη, Αθήνα. Τηλ.: 2108613739.