- Μεσσήνια κι εσύ λοιπόν!
«Βέβαια, μισή Μεσσήνια για την ακρίβεια, γιατί η καταγωγή της μητέρας μου ήταν από εκεί. Καταγόταν από τη Φιγαλεία, Σακελλαριάδου το πατρικό της. Εχουμε σπίτι εκεί, η θεία μου μένει μόνιμα πια στην περιοχή. Εγώ μάλιστα τα παιδικά μου καλοκαίρια τα περνούσα στο χωριό. Μέχρι τα 15 μου περίπου, κάθε καλοκαίρι μπάνια έκανα στην Κυπαρισσία και στον Καϊάφα. Εκεί έκανα πάντα διακοπές οπότε έχω μεγάλη αγάπη για τη Μεσσηνία».
- Με το θέατρο πώς ασχολήθηκες;
«Από πολύ μικρή το ήθελα. Για έναν ανεξήγητο λόγο μου άρεσε πάντα να υποδύομαι ρόλους. Η μητέρα μου άλλωστε ήταν θεατρόφιλη, με πήγαινε πολύ συχνά στο θέατρο και μάλιστα όχι σε παιδικές παραστάσεις αλλά σε έργα για μεγάλους. Εχω δει δηλαδή πολύ σημαντικούς ηθοποιούς, όπως για παράδειγμα τον Χορν, όταν ακόμα ήμουν στο δημοτικό. Πέρα απ’ αυτή τη μαγεία που μου ασκούσε η θεατρική πράξη, από πολύ μικρή έκανα χορό και συνειδητοποίησα ότι με την κίνηση και τον λόγο μπορούσα να εκφράζομαι καλύτερα. Τότε έγραφα κιόλας δικά μου θεατρικά που τα παίζαμε με τους φίλους μου. Ηταν λοιπόν κάτι πηγαίο που δεν μπορούσε να καταπιεστεί».
- Είσαι περφόρμερ λοιπόν.
«Με την έννοια της ικανότητας να κάνω διάφορα πράγματα στο θέατρο σε συνδυασμό με χορό και τραγούδι, ναι. Αλλωστε μου αρέσει πολύ και έχω κάνει αρκετά μουσικό θέατρο. Το ηθοποιός έτσι κι αλλιώς είναι μια ευρύτερη έννοια, καθώς θα κληθεί να υποδυθεί κάτι μέσω όλων των εκφραστικών μέσων που διαθέτει. Ο ηθοποιός λοιπόν είναι η ομπρέλα που καλύπτει τα πάντα κι από κει και πέρα το ζητούμενο είναι να μπορεί να αντεπεξέλθει σε πολλά είδη θεάτρου».
- Μετράς ήδη δύο δεκαετίες στο χώρο. Η αποτίμηση μέχρι τώρα έχει θετικό πρόσημο;
«Το καλοκαίρι που μας πέρασε έκλεισα είκοσι χρόνια στο θέατρο. Εχει λοιπόν απόλυτα θετικό πρόσημο, με την έννοια ότι εγώ μέσα σ’ αυτή τη δουλειά αισθάνομαι ζωντανή. Η ζωή μου είναι εντελώς συνδεδεμένη με τη δουλειά μου. Αλλωστε δεν αισθάνομαι ότι κάνω μια οποιαδήποτε δουλειά που έχει ένα συγκεκριμένο ωράριο, αλλά απλά είναι ο τρόπος της ζωής μου. Δεν μπορώ να σου πω ότι σ’ αυτή την εικοσαετία ήταν όλα ρόδινα. Σαφώς υπήρξαν δυσκολίες, απογοητεύσεις, απορρίψεις, όμως όλα αυτά είναι στη ζωή όποιο επάγγελμα κι αν κάνεις, ή όποια σχέση κι αν έχεις στην πορεία σου. Ολα έχουν τα θετικά τους και τα αρνητικά τους. Αν πρέπει να βάλω λοιπόν πρόσημο, τότε ναι, θα ήταν απόλυτα θετικό γιατί αυτά που έχω κερδίσει είναι απείρως περισσότερα από αυτά που ενδεχομένως έχω χάσει ή ενδεχομένως έχω δώσει».
- Η γενικότερη επισφάλεια που ζούμε, πολλαπλασιάζεται στο χώρο της τέχνης;
«Κατά πολύ! Ούτως ή άλλως η τέχνη δεν ήταν ποτέ ένα ‘ασφαλές’ επάγγελμα. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο, οι καλλιτέχνες ήταν πάντα οι πιο αδικημένοι, οι πιο κακοπληρωμένοι, δεν έχαιραν γενικότερης εκτίμησης από το κοινωνικό περιβάλλον. Τώρα λοιπόν, μπορεί να μας αποδέχονται, αλλά ο χώρος εξακολουθεί να είναι πολύ ευάλωτος και να πλήττεται πολύ περισσότερο έναντι άλλων από την κρίση. Εχουν μειωθεί οι δουλειές από τη μια, και από την άλλη είναι τρομακτικά μεγάλη η προσφορά θέσεων εργασίας σε σχέση με τη ζήτηση. Ομως αυτός που έχει λαχτάρα να ασχοληθεί με την τέχνη, θα το κάνει. Κανείς δεν μπορεί να τον πείσει για το αντίθετο αν και ξέρει πολύ καλά τις δυσκολίες που θα συναντήσει».
- Είναι το πάθος που τους οδηγεί δηλαδή;
«Μάλλον. Εγώ πάντως λέω σε νέα παιδιά που με ρωτούν, να το κάνετε και να το ακολουθήσετε αυτό το επάγγελμα, μόνο αν δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς αυτό. Γιατί απαιτεί πολλή δουλειά, που δεν φαίνεται. Θέλει μεγάλο κόπο για να στηθεί μια παράσταση, να δουλευτεί ένας ρόλος, δεν είναι αυτό που βλέπει έτοιμο ο θεατής. Οι πρόβες είναι επίπονες, θέλει πολύ διάβασμα, μελέτη για τον χαρακτήρα, τον συγγραφέα, την εποχή, θέλει καλή φυσική κατάσταση. Οταν ανέβει το έργο να είσαι εκεί σε κάθε παράσταση χωρίς να διεκπεραιώνεις το ρόλο σου αλλά να τον ζεις από την αρχή. Ε, λοιπόν ναι, θέλει πάθος όλο αυτό. Τώρα θα μου πεις όλοι οι ηθοποιοί έτσι το βιώνουν; Οχι όλοι. Απλά αν δεν το βιώνεις με πάθος δεν είσαι καλό, απλώς υπάρχεις στο χώρο. Τι νόημα έχει όμως αυτό;».
- Πολλοί θαμπώνονται όμως από τα φώτα. Η ζωή του ηθοποιού είναι στο σκοτάδι μόνο;
«Οχι, είναι σαφώς και στα φώτα, αλλά είναι και στο σκοτάδι. Είναι ακριβώς όπως η μισή σελήνη που βλέπουμε. Μισή στο φως, μισή στο σκοτάδι. Οι σκοτεινές στιγμές δεν είναι με την έννοια της κατάθλιψης, αλλά του κλείνομαι, συγκεντρώνομαι για να κάνω πολύ σωστά αυτό που πρέπει να κάνω. Αυτό βέβαια συμβαίνει με όλες τις μορφές τέχνης. Ο Νουρέγιεφ έλεγε: "Αν μια μέρα δεν κάνω μάθημα θα το ξέρω μόνο εγώ, αν δεν κάνω δύο μέρες θα το ξέρει και το κοινό"».
- Ως άνθρωπος είσαι γενικότερα πειθαρχημένη;
«Ναι είμαι. Εχει να κάνει πολύ με το ότι έχω σπουδάσει χορό κι ο χορός απαιτεί τεράστια πειθαρχία. Δεν σου κρύβω ότι κάποιες φορές περνώντας τα χρόνια παρεκκλίνω και θέλω να ξεκουράζομαι λίγο παραπάνω, αλλά το DNA δεν αλλάζει και με επαναφέρει στην πραγματικότητα».
- Είσαι στην παράσταση "Το ημερολόγιο της Αννα Φρανκ". Ενα πολυδιαβασμένο κείμενο και μια παράσταση απαιτήσεων. Πόσο αφορά στο σήμερα αυτό το έργο;
«Δυστυχώς πάρα πολύ, γιατί με ελάχιστες αλλαγές βιώνουμε και σήμερα τα ίδια πράγματα απλώς όχι σε συνθήκες πολέμου όπως του Β’ Παγκοσμίου. Το μήνυμα της παράστασης είναι ότι αφορά την εποχή μας, γιατί είναι σημαντικό να μην αποκλείουμε τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εμάς. Να μην υπάρχει δηλαδή ρατσισμός ούτε σε σχέση με το φύλο κάποιου, τη θρησκεία του, την εθνικότητά του. Ας πάψουμε να μαχόμαστε τη διαφορετικότητα».
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Βασισμένο στο πασίγνωστο ημερολόγιο της έφηβης Γερμανοεβραίας από τη Φρανκφούρτη, το έργο των Φράνσες Γκούντριχ και Αλμπερτ Χάκετ, παραμένει ένα έργο διαχρονικό, που συγκινεί το κοινό κάθε ηλικίας. Η πρώτη του έκδοση έγινε το 1947 στην Ολλανδία και το 1952 στην Αμερική. Από τότε μεταφράστηκε σε παραπάνω από 67 γλώσσες και έχει πουλήσει περισσότερα από 31 εκατομμύρια αντίτυπα.
Το θεατρικό έργο είναι ένα έργο - ντοκουμέντο, μια καταγραφή του απάνθρωπου φυλετικού κατατρεγμού. Ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1955 και αποτέλεσε κορυφαία στιγμή στην καριέρα των συγγραφέων του, που τιμήθηκαν με βραβεία Tony, Pulitzer και το βραβείο της Ενωσης Θεατρικών Κριτικών Νέας Υόρκης.
Το έργο είναι αδιαμφισβήτητα επίκαιρο και στις μέρες που βιώνει η κοινωνίας μας γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο δίνοντας μαθήματα ζωής.
Η παράσταση θα παίζεται στο θέατρο Χυτήριο μέχρι και τον Απρίλιο του 2015. (Πρωινά για σχολεία και βραδινές παραστάσεις κάθε Παρασκευή, Σαββατοκύριακο)
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά/ Κουστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Παίζουν: Γιάννης Νταλιάνης, Κερασία Σαμαρά, Μαρία Μοσχούρη, Μάρλεν Σαϊτη, Δημήτρης Μαχαίρας, Τζούλη Σούμα, Χάρης Σώζος, Σαράντος Γεωγλερής. Στο ρόλο της Αννα Φρανκ η Σταυρούλα Μάκρα.