Η Μαλού (η Μαρία Κυριακοπούλου, όπως την ξέρουν οι περισσότεροι στη γενέτειρά της) είναι ένα όμορφο και χαρούμενο νέο πλάσμα, που γεννήθηκε στην Καλαμάτα αλλά πολύ νωρίς τη γνώρισε όλη η Ελλάδα - μέσα από την εκπομπή ταλέντων “Greek Idol 2”... αλλά και από την καριέρα που άρχισε να χτίζει αμέσως στο τραγούδι.
Φέτος το καλοκαίρι η Μαλού όργωσε ξανά τη χώρα με το Γιώργο Μαζωνάκη - στο πλευρό του οποίου εμφανίζεται άλλωστε 3 χρόνια, πέρα από τα δικά της live. Και τώρα έπεται συνέχεια, καθώς μεταξύ άλλων το σχήμα θα ταξιδέψει από Οκτώβρη στην Ευρώπη.
Αυτή η εποχή λοιπόν, μεταίχμιο αλλαγών, μας έδωσε ευκαιρία κι αφορμή να μιλήσουμε λιγάκι με τη Μαλού. Η ίδια... μου απαγόρεψε καταρχάς να της απευθυνθώ στον πληθυντικό - και υπ' αυτόν τον όρο συζητήσαμε για διάφορα: για τις επιλογές και τα τραγούδια της, για την πορεία της, τα ακούσματα και τα ινδάλματά της, για τα βιντεοκλίπ της που καταρρίπτουν ρεκόρ, για το Ιντερνετ, αλλά και για την επικοινωνία των Καλαματιανών μεταξύ τους, όπου κι αν βρεθούν!
Συνέντευξη στην Πέπη Αλευρά
- Εγινες γνωστή από ένα talent show, το “Greek Idol 2”, κι έχεις τονίσει ότι αυτό ήταν το ξεκίνημά σου, άρα το αγαπάς και το υπερασπίζεσαι. Αν είχες πάντως τη δύναμη, θα άλλαζες κάτι, οτιδήποτε, γενικά στα talent shows;
«Δεν νομίζω ότι μπορεί να αλλάξει κάτι σε ένα talent show... Ενα talent show είναι εκεί για να εξυπηρετήσει κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς. Το θέμα είναι πώς θα το χειριστείς εσύ και πώς θα εξυπηρετηθείς μέσα σ’ αυτό. Δε νομίζω λοιπόν ότι θα άλλαζα κάτι».
- Ποια ήταν τα πρώτα ακούσματα της ζωής σου; Οι πρώτες μουσικές που σε επηρέασαν ως παιδί;
«Γενικά μεγάλωσα σ' ένα σπίτι όπου ακούγαμε πολλή μουσική. Πρόλαβα τους δίσκους βινυλίου. Θυμάμαι που πήγαινα στο σαλόνι κι είχε ο μπαμπάς μου εκεί το πικάπ και βάζαμε τους δίσκους... Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν δίσκο της Αλεξίου που τον βάζαμε συνέχεια - οπότε αυτές οι μουσικές είναι πιο πολύ τα πρώτα μου ακούσματα».
- Μπαινοβγαίνεις με άνεση από τις μουσικές σκηνές στα μπουζούκια, απ’ τα μικρά καφέ στις μεγάλες πίστες, από κλειστούς χώρους σε ανοιχτούς, κι από το έντεχνο και το έθνικ στο ποπ και το λαϊκό. Ποια είναι η δική σου πυξίδα, για να μη χάνεις τον προορισμό σου;
«Θέλω να αποβάλω από μέσα μου -και βασικά έχω αποβάλει- το θέμα “ταμπού” στη μουσική. Η δική μου πυξίδα είναι το καλό τραγούδι. Το τραγούδι που μου φέρνει συναισθήματα, που μου φέρνει αναμνήσεις. Το τραγούδι που μπορώ να το υπερασπιστώ φωνητικά. Οπότε, εάν μου λέει κάτι, εάν κάτι ξυπνάει μέσα μου, δεν με ενδιαφέρει αν αυτό το τραγούδι θα είναι πιο έντεχνο ή όχι - αν και δεν συμφωνώ τόσο πολύ με αυτόν το χαρακτηρισμό: Καθετί σωστό, καθετί προσεγμένο και καλό μουσικά, είναι έντεχνο, είναι μες στην τέχνη. Οπότε το βάζω σε εισαγωγικά, απλά επειδή είναι η λέξη την οποία γνωρίζει περισσότερο ο κόσμος.
Δεν έχω λοιπόν πρόβλημα να πω ούτε αυτό το έντεχνο, ούτε ένα πιο ροκ, ένα πιο λαϊκό, ένα πιο λάτιν... αρκεί εγώ να μπορώ να το υπερασπιστώ και να το μεταφέρω όπως πρέπει στον κόσμο. Οπότε η πυξίδα μου είναι το καλό τραγούδι».
- Εχεις συνεργαστεί ήδη με δυο μεγάλα αντρικά ονόματα του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού: τον Αντώνη Ρέμο και βέβαια το Γιώργο Μαζωνάκη. Ποια γυναίκα όμως, από το παρελθόν ή το παρόν, είναι το ίνδαλμά σου σ’ αυτόν το χώρο;
«Θα επανέλθω καταρχάς στην προηγούμενη ερώτηση και σε όσα είπα σχετικά με τα ταμπού στο τραγούδι: ότι δεν με ενδιαφέρει σε ποιο είδος ή χώρο ανήκει, αρκεί να είναι σωστό. Θα αναφερθώ λοιπόν στην περίπτωση της Αννας Βίσση, η οποία είναι μια γυναίκα που έχει τραγουδήσει πολλά είδη (και λαϊκό και ποπ και πιο ροκ...) και είναι σεβαστή απ’ όλους, γιατί είναι αξιοπρεπής, το κάνει σωστά και είναι αληθινή. Ετσι, στο πίσω μέρος του μυαλού μου έχω και την πορεία της Αννας Βίσση - που την εκτιμώ πολύ».
- Μουσικά πάντως δεν εμφανίζεσαι μόνο δίπλα σε σταρ, αλλά και μαζί με φίλους σου, με τη δική σου μπάντα... Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά για εσένα, στην κάθε περίπτωση;
«Στα μεγάλα μαγαζιά, όπου συμμετέχεις στο σχήμα με ένα μεγάλο όνομα, ο χρόνος που τραγουδάς σίγουρα δεν είναι όσος είναι στα δικά σου live. Οπότε αυτό θα το έβαζα σε εισαγωγικά ως ένα “μειονέκτημα”. Είναι δηλαδή μικρότερη η δική μου εμφάνιση εκεί, σε σύγκριση με το δικό μου live όπου θα τραγουδήσω 3 ώρες μόνη μου και θα μπορέσω να εντάξω στο πρόγραμμά μου τα τραγούδια που θέλω εγώ, κάθε πλευράς.
Στις δικές σου εμφανίσεις ο κόσμος ξέρεις ότι έχει έρθει αποκλειστικά γιατί είναι “Μαλού live” - οπότε η άνεσή σου, η διάθεσή σου και η επικοινωνία σου με τους ανθρώπους είναι λιγάκι διαφορετική. Γιατί ξέρεις τη θέση σου στο άλλο μαγαζί: Ναι μεν σε γνωρίζουν, καθώς είσαι στο σχήμα, αλλά ως επί το πλείστον έρχονται για το μεγαλύτερο όνομα. Ομως το πιο σημαντικό στα δικά μου live είναι ότι μπορώ να περάσω ένα μεγάλο φάσμα των τραγουδιών που με αντιπροσωπεύουν, μέσα σ' όλη αυτή την ώρα που τραγουδάω».
- Εχει και υπέρ, όμως, η εμφάνιση δίπλα στους σταρ στις μεγάλες πίστες;
«Σίγουρα έχει υπέρ! Γιατί καταρχάς σε βλέπει περισσότερος κόσμος - και πιθανόν κόσμος ο οποίος δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να έρθει να σε δει· οπότε ίσως κάτι ξυπνήσει σε κάποιον... για να σε ψάξει περισσότερο, να ακούσει τα τραγούδια σου.
Δεύτερον, μαθαίνεις πολλά από αυτούς τους μεγάλους καλλιτέχνες, από τα τόσα χρόνια εμπειρίας τους: το πώς στήνονται πάνω στη σκηνή, πώς επικοινωνούν με τον κόσμο, πώς χειρίζονται ορισμένες καταστάσεις...
Αρα είναι και τα δύο ισορροπημένα, δηλαδή παίρνω πράγματα από τα μεγάλα μαγαζιά, παίρνω πράγματα κι απ’ τα δικά μου live. Εχει το αρνητικό του, ας πούμε, αλλά έχει και το θετικό του το καθένα».
- Το καλοκαιρινό σου βιντεοκλίπ του τραγουδιού "Τους είπες πώς" έσπασε ρεκόρ, καθώς μέσα στον πρώτο μήνα το είδαν περισσότεροι από 1.000.000 θεατές. Πού το αποδίδεις αυτό;
«Κάνοντας σύγκριση με το προηγούμενο τραγούδι μου, εκείνο είχε αργήσει να πάρει μπροστά - δηλαδή το έβγαλα Απρίλιο και το 1.000.000 το έκανε Σεπτέμβρη, ενώ αυτό το έκανε μέσα στον πρώτο μήνα... Και τώρα είναι στα 4.000.000! Ηταν όμως πιο εύκολο πλέον να γνωρίσει ο κόσμος το τραγούδι, να το μάθει, διότι με έχει μάθει από το προηγούμενο. Ετσι, αυτό το άκουσε πιο πολύ και μέσα απ’ το ραδιόφωνο, το πέρασαν πιο εύκολα οι σταθμοί - οπότε ήταν λογικό να ανεβούν περισσότερο και τα views στο YouTube.
Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος. Πάντως, δεν μπορείς να ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει και για ποιο λόγο αγαπάει ένα τραγούδι ο ακροατής. Δεν το έχω καταλάβει ακόμα αυτό. Σίγουρα τον επηρεάζει η μελωδία, σίγουρα τον επηρεάζει ο στίχος, πιστεύω και πολύ στην ενέργεια... είναι όλα θέμα ενέργειας. Είναι το τι θα του κάνει ένα τραγούδι μόλις το ακούσει. Απ’ ό,τι φαίνεται το συγκεκριμένο τραγούδι τού έκανε κάτι θετικό, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό...».
- Το Ιντερνετ, λοιπόν, πόσο βοηθάει τους νέους καλλιτέχνες; Τι δυνατότητες ανοίγει για τη δουλειά σας;
«Βοηθάει αρκετά, πιστεύω. Μέσα από τα social media έρχεσαι πιο κοντά με τον κόσμο, γίνεσαι πιο οικείος γι’ αυτόν - οπότε μπορείς πιο εύκολα να περάσεις τη δουλειά σου, σε σχέση με το παρελθόν. Γιατί στο παρελθόν σκέψου ότι, ναι μεν δεν υπήρχαν τα social media, αλλά ήταν μικρότερος και ο αριθμός των καλλιτεχνών, οπότε πιο εύκολα άκουγες τη δουλειά τους. Τώρα υπάρχει μια πληθώρα καλώς ή κακώς στο χώρο μας, γενικά, και στους ηθοποιούς και στους τραγουδιστές. Κι έτσι τα social media είναι ένας τρόπος να διαλέξει ο καθένας αυτό που θέλει ν' ακούσει και αυτόν με τον οποίο θέλει να επικοινωνήσει. Οπότε θεωρώ ότι το Ιντερνετ είναι σημείο των καιρών μας και πρέπει να μάθουμε να το ακολουθούμε».
- Τα γυρίσματα του βιντεοκλίπ στις Σπέτσες ήταν δύσκολα; Ή το διασκέδασες και λίγο;
«Οχι, ήταν πολύ διασκεδαστικά - γιατί δεν ήταν στημένα! Είπαμε με το σκηνοθέτη να πάμε εκεί, και τον ρωτάω “έχεις βρει κόσμο, έχεις βρει τι θα κάνω, έχεις βρει τους ανθρώπους που θα είναι μέσα στο βιντεοκλίπ κ.λπ.;”. “Πάμε εκεί”, μου λέει, “να αναμιχθούμε με τους ντόπιους κι ό,τι γίνει. Σίγουρα θα βγει καλό αποτέλεσμα”.
Ετσι πήγαμε... και όλοι αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους συναντούσαμε στο δρόμο, οι ψαράδες, τα παιδάκια, ήρθαν μέσα στο πλάνο πολύ φυσικά, πολύ αυθόρμητα. Εκείνη τη στιγμή που τους γνωρίσαμε, εκείνη τη στιγμή δέχτηκαν και να παίξουν».
- Πράγματι, βγήκε κάτι που θα το έλεγα και τρυφερό...
«Ναι, ήταν το αληθινό, δεν ήταν στημένο. Και από την πλευρά μου ήταν αληθινό, γιατί δεν βγαίνω κι εγώ σωστή όταν είμαι στα στημένα - οπότε βρήκα τον εαυτό μου!».
- Πώς αποτιμάς την καλοκαιρινή σεζόν που λήγει, και πού θα σε βρει ο χειμώνας που έρχεται;
«Ακόμα δεν έχει τελειώσει η σεζόν... Το δικό μας καλοκαίρι λήγει τώρα, στο τέλος Σεπτέμβρη. Αλλά κατευθείαν από Οκτώβρη ξεκινάνε πρόβες γι’ αυτό που θα κάνουμε το χειμώνα - και παράλληλα θα συνεχίσουμε με κάποιες συναυλίες. Θα κάνουμε ορισμένα live στη Γερμανία, στο Λονδίνο και στη Σουηδία με τον Γιώργο Μαζωνάκη, από τον άλλο μήνα.
Μέχρι τώρα, ήταν βέβαια κουραστικό -και συνεχίζει- γιατί υπήρχαν συχνά 3 συνεχόμενα live, και το ένα ήταν για παράδειγμα στην Κύπρο ενώ την άλλη μέρα πηγαίναμε κατευθείαν στην Κρήτη ή μετά Θεσσαλονίκη... Επειδή υπήρχαν λοιπόν όλες αυτές οι πτήσεις, στο ενδιάμεσο δεν είχες το χρόνο να κινηθείς ή να ξεκουραστείς. Κι όταν αρχίζει να κουράζεται το σώμα, αρχίζει να κουράζεται η φωνή, νιώθεις λίγο και μια ψυχολογική κούραση... Ομως, ξέρεις ότι είναι αυτό που αγαπάς και το κάνεις με μεράκι και με αγάπη - οπότε η κατάσταση τελικά ισορροπεί».
- Τώρα, Μαλού, αν μπορούσες να πάρεις μαζί σου στην Αθήνα ένα κομμάτι της Καλαμάτας, ποιο θα διάλεγες;
«Α, θα έπαιρνα πάρα πολλά πράγματα, δεν μπορώ να διαλέξω! Είναι αγαπημένη κάθε γωνιά... Κάτσε να σκεφτώ λίγο.
Λοιπόν, είναι κάτι πιο αφηρημένο αυτό που θα έπαιρνα: Θα έπαιρνα τον τρόπο επικοινωνίας που έχουμε εμείς οι Καλαματιανοί μεταξύ μας. Αυτή την αμεσότητα, αυτή την ειλικρίνεια, που μου λείπει σε κάποιες περιπτώσεις εδώ στην Αθήνα. Δηλαδή, όταν υπάρχει ένας Καλαματιανός στην παρέα, με το αστείο που θα πω κι έτσι όπως θα το δεχτεί, καταλαβαίνω αμέσως ότι είναι Καλαματιανός! Γιατί ξέρει, γιατί δεν θα με παρεξηγήσει, γιατί έχουμε κοινές αναφορές, κοινές λέξεις - δεν θα με κοροϊδέψει άμα πω "μάνα μου"! Να, όλα αυτά· οπότε ναι, θα έπαιρνα τον τρόπο επικοινωνίας μας...».