Τρίτη, 12 Απριλίου 2016 20:34

Αντριου Βισνέβσκι: "Η Μεσσηνία μπορεί να γίνει διεθνής πολιτιστικός μαγνήτης" (φωτογραφίες)

Γράφτηκε από τον
Αντριου Βισνέβσκι: "Η Μεσσηνία μπορεί να γίνει διεθνής πολιτιστικός μαγνήτης" (φωτογραφίες)

Η Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου (Royal Academy of Dramatic Art/RADA), ίσως η πιο γνωστή θεατρική σχολή σε παγκόσμιο επίπεδο, συμμετέχει για μία ακόμα φορά στο Διεθνές Νεανικό Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος που ο Δήμος Μεσσήνης διοργανώνει -για 5η φορά φέτος- στην Αρχαία Μεσσήνη.

Το ενδιαφέρον της παγκόσμιας φήμης αυτής θεατρικής ακαδημίας να συμμετέχει, για 4 συνεχόμενα χρόνια, σε ένα ερασιτεχνικό θεατρικό φεστιβάλ που διοργανώνει στην Ελλάδα ένας μικρός περιφερειακός δήμος, κίνησε και το... δικό μου ενδιαφέρον, οδηγώντας με να κάνω μια μικρή έρευνα, η οποία κατέληξε σε συνέντευξη -για το eleftheriaonline.gr- με έναν υπέροχο άνθρωπο.

O σκηνοθέτης Αντριου Βισνέβσκι -επικεφαλής των μεταπτυχιακών μαθημάτων τέχνης στη RADA- μου αποκάλυψε, όταν τον γνώρισα, ότι εδώ και 6 χρόνια, η ζωή του μοιράζεται μεταξύ του Λονδίνου, όπου είναι η δουλειά του, και της Μεγάλης Μαντίνειας, όπου έχει φτιάξει το σπίτι του, στο οποίο βρίσκεται, σχεδόν ανελιπώς, κάθε μήνα.

Ωστόσο, η γνωριμία του με την Καλαμάτα και την περιοχή της Μάνης κρατά 30 χρόνια, καθώς πρόλαβε τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα πριν τους σεισμούς του 1986 και αναπολεί με νοσταλγία την εικόνα της εκείνη -όπως λέει, είδε τότε μια πόλη “με την ξεχωριστή γεύση ενός κόσμου από κάποια άλλη εποχή”.

Μιλώντας για τον τόπο μας, τη Μεσσηνία, την Καλαμάτα, τη Μάνη, ο Α. Βισνέφκσι εκτιμά ότι “αυτός εδώ ο τόπος έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας διεθνής πολιτιστικός μαγνήτης, αρκεί η φυσική και η παραδοσιακή ομορφιά της Καλαμάτας και της Μεσσηνίας να ενισχυθούν από τον απαιτητικό επισκέπτη, ο οποίος πρέπει να είναι πρόθυμος να συμβάλλει και να συνεργαστεί και να μην τις καταστρέψει με ένα λάθος είδος επένδυσης”.

Η επαγγελματική του ενασχόληση στην Ελλάδα μετρά 28 χρόνια, καθώς συνεργάστηκε το 1988 με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σκηνοθετώντας τον “Αμλετ” σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και 6 χρόνια αργότερα βρέθηκε στην Αθήνα σκηνοθετώντας τον “Μάκβεθ” στο θέατρο “Τζένη Καρέζη”, για να επιστρέψει ξανά το 1998 στο θέατρο “Πόρτα” με τον “Αμλετ” και πάλι. Συνεργάστηκε με μερικούς από τους κορυφαίους Ελληνες ηθοποιούς, αλλά και με τον Μίκη Θεοδωράκη, όπως και με τον Θάνο Μικρούτσικο, ενώ συνάντησε τον Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και τη Μελίνα Μερκούρη.

-Είστε ένας διάσημος θεατρικός σκηνοθέτης, αλλά και ο επικεφαλής των μεταπτυχιακών μαθημάτων τέχνης στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (Royal Academy of Dramatic Art/RADA) του Λονδίνου. Παραγωγές σας έχουν περιοδεύσει -και εσείς ο ίδιος έχετε σκηνοθετήσει- σε πολλές χώρες. Εχετε μια πολύ απαιτητική δουλειά στο Λονδίνο, και όμως αποφασίσατε να δημιουργήσετε το δεύτερο σπίτι σας στην Ελλάδα, στη Μεγάλη Μαντίνεια. Πότε συνέβη αυτό και τι σας οδήγησε σε αυτή την απόφαση; Γιατί εδώ και όχι σε μια πιο γνωστή περιοχή της Ελλάδας;

“Ο κόσμος έχει γίνει ένα πολύ μικρό μέρος. Τα νέα διαδίδονται σαν αστραπή και τα ταξίδια δεν είναι, ούτε δύσκολα, ούτε, αν είστε προσεκτικοί, πολύ ακριβά. Το να κάνει κάποιος διακοπές μακριά από τη χώρα του έχει πάψει, εδώ και αρκετό καιρό τώρα, να είναι προνόμιο μόνο για τους πλούσιους και τους '''έχοντες''. Και, σήμερα, ένα σπίτι μακριά από ό,τι θεωρεί κάποιος ως πατρίδα του, δεν είναι τόσο ασυνήθιστο επίσης.

Οι διακοπές μας στην Ελλάδα, μετά το ανέβασμα του ''Αμλετ'' στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλιο του 1988, έφεραν τον σύντροφό μου κι εμένα σε αυτή την περιοχή. Είχα την χαρά να δω την παλιά Καλαμάτα, την άνοιξη του 1986, πριν το σεισμό, με τα παλιά ουζερί στην παραλία και τα φρεσκοψαρεμένα ψάρια να ψήνονται πάνω στις βάρκες που ήταν αγκυροβολημένες στο λιμάνι. Είδα την παλιά πόλη με τις κλασικές βίλες της και με την ξεχωριστή γεύση ενός κόσμου από κάποια άλλη εποχή. Αλίμονο, τον Απρίλιο του 1988 όλα αυτά είχαν χαθεί και η Καλαμάτα ήταν μια πόλη σε πένθος. Αλλά αποφασίσαμε να συνεχίσουμε νότια, μέχρι το Ταίναρο, για να δούμε τους μανιάτικους πύργους της Βάθειας και να κολυμπήσουμε στον Γερολιμένα (μια άδεια και ερημική παραλία τότε) και στο Πόρτο Κάγιο. Το τοπίο, ο χώρος, καθώς και η ιστορία αυτής της περιοχής, μας γοήτευσε, και ξέραμε πια ότι μια μέρα θα επιστρέψουμε. Εκείνη την εποχή, δεν είχαμε καν διανοηθεί τη δέσμευση που θα είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε, πολλά χρόνια αργότερα.

Και τώρα, μετά από σχεδόν 30 χρόνια, έχουμε δημιουργήσει το δεύτερο σπίτι μας, στις πλαγιές των λιόφυτων λόφων της Εξω Μάνης, με τον εντυπωσιακό Μεσσηνιακό Κόλπο πάντα μπροστά μας και τις προστατευτικές, οδοντωτές κορυφές του Ταϋγέτου πίσω μας. Πολλοί φίλοι μάς έχουν ρωτήσει, ''γιατί στην ευχή'' επιλέξαμε να έρθουμε στην ''φτωχότερη'', ''την πιο άγρια'' και ''πιο απομακρυσμένη" περιοχή της Ελλάδας. Ισως αυτό συμβαίνει γιατί εδώ δεν χρειάζεται να είμαστε κοσμοπολίτες· εδώ είμαστε ο εαυτός μας, προσπαθώντας να μιλάμε, να διαβάζουμε και να γράφουμε Ελληνικά -μια γλώσσα με την οποία είμαστε ερωτευμένοι-, για να πλησιάσουμε τους Ελληνες γείτονές μας και να απολαύσουμε τη ζεστή φιλία πολλών Ελλήνων φίλων μας. Εχει πολύ να κάνει με τη φιλία. Αρνηθήκαμε να ενδώσουμε στον τρόπο ζωής αυτών που έχουν επιλέξει να βρίσκονται μακριά από την πατρίδα τους. Φυσικά, έχουμε αγαπημένους Βρετανούς φίλους, αλλά, σε γενικές γραμμές, εμείς αγαπάμε τις ώρες που περνάμε με τους Ελληνες φίλους μας, μερικούς από τους οποίους θεωρούμε ως οικογένεια, και οι οποίοι έχουν ανοίξει τα μάτια μας σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, έναν διαφορετικό ρυθμό ζωής. Κάθε μέρα απολαμβάνουμε την ομορφιά και τη γαλήνη αυτού του τόπου, η οποία είναι ο λόγος που ''βαφτίσαμε'' το σπίτι μας ''το σπίτι της Εδέμ''. Αυτό είναι ο επίγειος παράδεισός μας, η Εδέμ μας, φτιαγμένο με πολύ εργασία και πόνο, με την αποφασιστικότητα να αφήσουμε στην άκρη την ελεεινή κλοπή και την κατάχρηση από κάποιους, συγκεκριμένους, εργάτες, οι οποίοι σχεδόν μας έκαναν να εγκαταλείψουμε το όνειρό μας. Ισως, όπως και σε κάθε τι που είναι αρμονικό, χρειαζόταν ένα κακοτράχαλο μονοπάτι για να μας οδηγήσει εδώ πού βρισκόμαστε τώρα.

Η πληρότητα που απολαμβάνω όταν αφήνω στις νεαρές ψυχές και τα μυαλά των μαθητών μου στη RADA, τον σπόρο για ένα θέατρο που αγαπώ και πιστεύω και το θεωρώ ζωτικής σημασίας, είναι ίδια με την πληρότητα που νιώθω όταν καλλιεργώ το χώμα, όταν φυτεύω οπωροφόρα δέντρα, όταν βλέπω έναν σπόρο να γίνεται φοίνικας, όταν μαζεύω ελιές κάθε χρόνο. Είναι νομίζετε τόσο διαφορετικά αυτά τα δύο;”.

 

 “ΕΜΑΘΑ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ”

-Στην Ελλάδα, έχετε σκηνοθετήσει έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο θεάτρο “Τζένη Καρέζη” και στο θέατρο “Πόρτα” στην Αθήνα και έχετε συνεργαστεί με  Ελληνες ηθοποιούς. Ποια είναι η αίσθησή σας απ’ όλ’ αυτά;

“Χωρίς κάποια συγκεκριμένη σειρά, θα ήθελα να αναφέρω μερικούς από τους Ελληνες ηθοποιούς με τους οποίους είχα τη μεγάλη χαρά να συνεργαστώ, σε τέσσερις ξεχωριστές παραγωγές. Εχω μάθει πολλά από τον καθένα τους, μεταξύ των οποίων, η Κατερίνα Χέλμη, η Λυδία Φωτοπούλου, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο Δημήτρης Βάγιας, ο Δημήτρης Καρέλλης, η Καριοφιλιά Καραμπέτη, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, η Εφη Μουρίκη και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης. Θα θυμάμαι πάντα όταν ο Τίτος Βανδής και η σύζυγός του Μπέτυ (Σ.Σ. Μπέτυ Βαλάση), με μύησαν στην απόλαυση ενός απογεύματος σε ένα ουζερί στη Θεσσαλονίκη, με μεζέ λακέρδα. Και, φυσικά, με τον Γιώργο Κιμούλη, η συνεργασία με τον οποίο -στον πρώτο του Αμλετ- αποτέλεσε το εισιτήριό μου στο ελληνικό θέατρο και τον κόσμο του και ο οποίος Κιμούλης, με εξαιρετική ικανότητα, έγινε ο παραγωγός στις επόμενες ''εξερευνήσεις'' που κάναμε μαζί.

Αρχικά, ήμουν πολύ ταραγμένος από την έλλειψη, είτε αυτοπειθαρχίας, είτε της αίσθησης της δομής, είτε της συστηματικής προετοιμασίας των Ελλήνων ηθοποιών, είτε της δυνατότητας να ''βρίσκουν'' τον χαρακτήρα μέσα στο κείμενο, να τα θεωρούν δηλαδή ως αυτονόητο μέρος της προετοιμασίας τους στο σπίτι. Και, μερικές φορές, από την αδυναμία τους να επικεντρωθούν σε μια συγκεκριμένη δουλειά. Αυτό το εύρισκα απογοητευτικό, καθώς ήμουν συνηθισμένος να δουλεύω με συγκεκριμένες προθεσμίες. Ημουν όμως, ταυτόχρονα, πολύ συγκινημένος και εντυπωσιασμένος από την ευελιξία των Ελλήνων ηθοποιών, οι οποίοι πολύ ευχαρίστως έκαναν ό,τι τους ζητούσε ο σκηνοθέτης, ενώ διέθεταν και ένα τεράστιο φωνητικό εύρος.

Και οι δύο αυτές πτυχές της εκπαίδευσης των Ελλήνων ηθοποιών είναι πολύ διαφορετικές από ό,τι αναμένεται να πράττουν οι Αγγλοι ηθοποιοί, όπου η προετοιμασία τους στο σπίτι είναι ένα ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας της πρόβας, καθώς συμβάλλει στην ανάπτυξη του χαρακτήρα που προκύπτει μέσα από το κείμενο και ο ηθοποιός αναμένεται να έρθει στην πρόβα έχοντας κάτι να προσφέρει, έτσι ώστε η δουλειά να είναι συλλογική, και όχι να εξαρτάται από την ιδεολογική αντίληψη του σκηνοθέτη (ή την έλλειψή της!) και την χορογραφία του. Από τη συνεργασία με τους Ελληνες ηθοποιούς έμαθα πολλά για τις δικές μου μεθόδους όπως, επίσης, έμαθα και τους περιορισμούς μου. Από τότε που εργάστηκα στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, συχνά ξανασκέφτομαι τι χρειάζεται να δώσω στους ηθοποιούς μου όταν τους σκηνοθετώ. Γνωρίζω πλέον ότι αυτές οι εμπειρίες έχουν εμπλουτίσει τις ικανότητές μου, τόσο στη διδασκαλία, όσο και στη σκηνοθεσία”.

 

ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

-Εχετε συναντηθεί επίσης με προσωπικότητες του ελληνικού πολιτισμού, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Θα μας πείτε τις εντυπώσεις σας;

“Η κατάρα μου ήταν, κάποτε, η συστολή μου. Ηξερα πολύ λίγα πράγματα για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, όταν βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη να σκηνοθετώ ''Αμλετ'' στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Αλλά και μια μικρή γνώση των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να μου φανεί χρήσιμη στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Στην πτήση από την Αθήνα, ήμουν μαζί με τον Διονύση Φωτόπουλο. Ηξερα ότι ήταν ένα εξαιρετικό ταλέντο στην σκηνογραφία. Το επόμενο πρωί, συναντηθήκαμε στο γραφείο του Μίνωα Βολανάκη, που ήταν γενικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ. Ο Φωτόπουλος παρουσίασε τις ιδέες του κι εγώ ανέπτυξα τη δική μου θεώρηση για την παράσταση, θεωρώντας ότι αυτό θα αποτελούσε την αρχή μιας συνεργασίας και ενός δημιουργικού διαλόγου. Ετσι, την επόμενη μέρα έμεινα, το λιγότερο, έκπληκτος όταν έμαθα ότι Φωτόπουλος είχε μαζέψει τα πράγματά του και είχε φύγει από τη Θεσσαλονίκη και την παραγωγή. Από τότε παρηγορώ τον εαυτό μου με την ιδέα ότι δεν τον προσέβαλα, αλλά ότι ο ίδιος ήθελε έναν τρόπο να αφήσει την παράσταση. Πραγματικά λυπάμαι που δεν συνεργάστηκα ποτέ μαζί του. Είναι ένας εμπνευσμένος καλλιτέχνης.

Ενώ εργαζόμουν για την παράσταση του ''Αμλετ'', η οποία ήταν η παγκόσμια πρεμιέρα της νέας μετάφρασης του μεγάλου Γιώργου Χειμωνά, έμαθα ότι ο Γιάννης Τσαρούχης, αυτός ο γίγαντας μεταξύ των Ελλήνων ζωγράφων, του οποίου το έργο εκείνη την εποχή πολύ λίγο γνώριζα -κυρίως τα σκηνικά του ( ιδίως στη Μήδεια με την Μαρία Κάλλας, το 1961, στην Επίδαυρο)-, ήταν επίσης πολύ γνωστός διανοούμενος και κριτικός, με τις απόψεις του να χαίρουν μεγάλης υπόληψης. Υπήρχαν τόσα πολλά ακόμα που είχα να μάθω γι’ αυτόν. Μόλις ξεκίνησαν οι παραστάσεις, ο Κόλιν και εγώ φιλοξενούμασταν από την Λιλή Κεντάκα -τη σκηνογράφο που πρόθυμα παρενέβη για να σώσει το σκηνογραφικό μέρος του ''Αμλετ''-, και τον σύζυγό της, παιδίατρο Παναγιώτη Λυκαβιέρη, που ευγενικά μας πρόσφερε το σπίτι της οικογένειάς της στην Κέρκυρα για μιας εβδομάδας ξεκούραση. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ενημερωθήκαμε ότι ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πάει στη Θεσσαλονίκη, είχε δει την παράσταση και θα ήθελε να τον επισκεφθούμε.

Η επίσκεψη στο σήμερα πασίγνωστο σπίτι του, στην Αθήνα, παραμένει μια ανάμνηση που μας στοιχειώνει: ο Γ. Τσαρούχης μας υποδέχθηκε στην κουζίνα του σπιτιού, έχοντας δίπλα του έναν βοηθό του. Ημουν βαθιά συγκλονισμένος βλέποντας πόσο πολύ εύθραυστος ήταν, δείχνοντας πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του. Το βρήκα δύσκολο να πιστέψω ότι είχε ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για να δει την παράσταση! Μας ήταν απολύτως συμπαθής και, όπως πολλοί καλλιτέχνες εκείνης της γενιάς, δεν μιλούσε αγγλικά, αλλά μόνο γαλλικά, τα οποία μιλώ επίσης. Δυστυχώς, η επικοινωνία μας ήταν δύσκολη, επειδή η ασθένεια είχε επηρεάσει, όχι μόνο την ικανότητά του να περπατά, αλλά και την ομιλία του. Η άρθρωσή του δεν ήταν καθαρή και η φωνή του ήταν πολύ αδύναμη. Αν προσθέσετε σε όλα αυτά και την χρόνια συστολή μου, μπορείτε να φανταστείτε ότι τίποτα καλλιτεχνικής σημασίας δεν ειπώθηκε στη συνομιλία μας.

Ωστόσο, το δώρο του για μας ήταν να κάνει μια εξαιρετική προσπάθεια όταν, με την υποστήριξη του Παναγιώτη, ο Γιάννης Τσαρούχης μας ξενάγησε προσωπικά σε ολόκληρο το σπίτι του, ανοίγοντας την πόρτα κάθε δωματίου, σε κάθε όροφο, με τα κλειδιά που είχε περασμένα σε έναν κρίκο. Αποκάλυψε σε εμάς αξέχαστους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που εξακολουθώ να βλέπω στα όνειρά μου -από μεγάλους καμβάδες μέχρι μικροσκοπικά σκίτσα, λιθογραφίες και ζωγραφική σε κεραμικά, σε διαφορετικά στιλ, που κυμαίνονταν από την ελληνική λαϊκή τέχνη μέσα από την πολύ ιδιαίτερη μυθολογία του, μέχρι τα πιο εκλεκτά έργα του σε ρεαλιστικό ύφος ενός ψευδο-19ου αιώνα. Και, μαγεμένοι, ακολουθώντας τον μεγάλο δάσκαλο, διατρέξαμε σιγά-σιγά όλη τη διαδρομή φτάνοντας στην ταράτσα του σπιτιού, κάτω από τον ουρανό. Ημουν πάρα πολύ ντροπαλός για να συζητήσω μαζί του για το έργο του -μια χαμένη ευκαιρία. Πώς μπορούσαμε να ξέρουμε ότι θα πεθάνει μέσα στους επόμενους 18 μήνες; Η όλη αργή ανοδική διαδρομή, απολαμβάνοντας την τέχνη του, ήταν το δώρο από τον Τσαρούχη που πάντα θα έχω μέσα στην καρδιά μου".

 

ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

"Ο Μίκης ήταν επίσης πολύ ευγενικός μαζί μου. Είχε αποδεχθεί την πρόταση του Γιώργου Κιμούλη να γράψει τη μουσική για την παγκόσμια πρεμιέρα της παράστασης του ''Μάκβεθ'', σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, που επρόκειτο να σκηνοθετήσω. Τον Ιούλιο του 1994, ο Κιμούλης κι εγώ ταξιδέψαμε με τη BMW μοτοσικλέτα του, από την Αθήνα, τα Μελίσσια, στο Βραχάτι. Εγώ, συνεπιβάτης, κρατούσα ένα κουτί με παγωτό για να το προσφέρουμε ως επισκέπτες, ώστε να χαιρετήσουμε τον Μίκη και τη σύζυγό του όπως πρέπει (να προσθέσω, στο σημείο αυτό, ότι μας συνέλαβαν για υπερβολική ταχύτητα!).

Αρχίσαμε με απογευματινό ποτό και χταπόδι ψητό που είχε ετοιμάσει η σύζυγος του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη, απολαμβάνοντας από τη βεράντα τη θέα του Κορινθιακού Κόλπου. Στη συνέχεια, ένας φίλος του συνθέτη μας προσκάλεσε όλους μας σε δείπνο στην αμμουδιά, με ψητό ψάρι. Ναι, ένα ρομαντικό σκηνικό για να επισφραγιστεί η συμφωνία της συνεργασίας με έναν μύθο. Προσπαθούσα να δείχνω χαλαρός, αλλά δεν θυμάμαι να είπα πολλά πράγματα.

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα στην ιστορία: Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, ο Κιμούλης κι εγώ επιστρέψαμε στο Βραχάτι. Στο καλωσόρισμα, ο Μίκης Θεοδωράκης έπαιξε στο πιάνο και τραγούδησε ένα νέο τραγούδι που είχε γράψει και, στη συνέχεια, μας κάλεσε να καθίσουμε στο μικρό μπαλκόνι, για έναν καφέ, βάζοντας διακριτικά μπροστά μου ένα αντίτυπο του ''Μάκβεθ'' από τις εκδόσεις Arden. Αργότερα, ο Γιώργος είπε, ''αυτό ήταν πολύ καλό, ήθελε να δεις ότι έχει ξεκινήσει". Νομίζω ότι εμφανίστηκα χαλαρός και υπεύθυνος και σε αυτή τη συνάντηση, αλλά δεν μπορούσα να ξεφύγω από την επίμονη αίσθηση ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια εξαιρετική προσωπικότητα και τον δημιουργό τραγουδιών και μουσικής για ταινίες, γνωστών και αγαπημένων από εκατομμύρια ανθρώπους, για να μην αναφέρω τα κλασικά έργα του.

Ισως για να μου υπενθυμίσει ότι ήταν αυτός που θα βοηθούσε να υλοποιηθεί το όραμά μου και όχι το αντίθετο, μου είπε ξαφνικά: ''Θα είμαι ο Προκόφιεφ στον δικό σας Αϊζενστάιν. Πείτε μου ακριβώς πού θέλετε τη μουσική και πόση διάρκεια θέλετε να έχει". Από τότε τα πάντα έγιναν εύκολα. Μόλις ήρθε ο χειμώνας και ήμασταν σε πρόβες στο, πρόσφατα τότε, μετονομασμένο σε ''Τζένη Καρέζη'' θέατρο, ο Μίκης πάντα επέμενε ότι θα έπρεπε να είμαι παρών κατά τις ηχογραφήσεις, ζητούσε τη γνώμη μου για ό,τι δημιουργούσε και ηχογραφούσε, ήταν δε τόση η εμπιστοσύνη του απέναντί μου που έφθασε να μου επιτρέψει να κινηματογραφήσω αυτές τις ηχογραφήσεις. Με μεγάλη χαρά τον ξαναφέρνω στη μνήμη μου να διευθύνει την ορχήστρα δωματίου, με το πούρο στο στόμα φυσικά. Μόλις η δουλειά μας ολοκληρώθηκε και η θαυμάσια μετάφραση παρουσιάστηκε στη σκηνή, με τις εικόνες να έχουν ενισχυθεί από τη μουσική, ο Μίκης μου έδωσε τις παρτιτούρες, με μια αφιέρωση για μένα. Αλλά, όπως είπα και νωρίτερα, η συστολή μου ήταν πάντα εχθρός μου και καθώς δεν πήρα καμία απάντηση στις διακριτικές μου προσπάθειες να μείνουμε σε επαφή, ενώ ήμουν πια στο Λονδίνο, σταμάτησα να γράφω στον Μίκη.

Επίσης, κρατώ υπέροχες αναμνήσεις από τη μεγάλη Μελίνα Μερκούρη, την οποία είχα την ευχαρίστηση να συναντήσω, αν και ήμουν πολύ ντροπαλός για να την καλέσω για φαγητό. Χάρηκα πάρα πολύ τη συνεργασία μου με τον ταλαντούχο και γοητευτικό Γιάννη Μετσικώφ στο ''Αγριο Μέλι'' που ανέβηκε το 1992 στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας της Τζένης Καρέζη (το οποίο αργότερα πήρε το όνομά της). Λυπάμαι που δεν έχω αναμνήσεις από τον ταλαντούχο Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος συνέθεσε τη μουσική για το ''Αγριο Μέλι'', γιατί ποτέ δεν μας σύστησαν, εμένα σε αυτόν ή αυτόν σε μένα... Μια αγαπημένη σχέση μας επίσης, με ένα θρύλο του ελληνικού πολιτισμού είναι η διαρκής μας φιλία με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά”.

 

“ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΖΩΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ”

-Φέτος, η RADA (Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης) συμμετέχει για τέταρτη συνεχόμενη φορά, στο Διεθνές Νεανικό Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, το οποίο πραγματοποιείται στην Αρχαία Μεσσήνη από το 2012. Τι είναι η RADA και τι νομίζετε ότι βρίσκει ενδιαφέρον σε αυτό το Φεστιβάλ ώστε να συμμετέχει σε αυτό;

“Η σχέση μου με τη RADA, αρχικά ως εξωτερικός διευθυντής για τις δημόσιες παραγωγές και τώρα ως ανώτερος καθηγητής και επικεφαλής της σειράς των μεταπτυχιακών μαθημάτων τέχνης, πηγαίνει πίσω σχεδόν 30 χρόνια.

Η Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης (RADA) του Λονδίνου, επειδή θεωρείται ως μία από τις καλύτερες στον κόσμο και η πλέον διάσημη σχολή κατάρτισης για ηθοποιούς, διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να την αντιμετωπίσει κάποιος ως συντηρητική ή ελιτίστικη. Πριν από σαράντα χρόνια ίσως και να ήταν. Τώρα δεν είναι, ούτε συντηρητική, ούτε ελιτίστικη. Οι φοιτητές της προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, εθνοτικών και πολιτιστικών υπόβαθρων και αυτή η ποικιλία εμπλουτίζει την εμπειρία εκμάθησής τους. Οι καθηγητές της Ακαδημίας είναι, σε πολλές περιπτώσεις, σύγχρονοι επαγγελματίες, σε εγρήγορση για όλες τις μεταβολές και τις εξελίξεις στην κατάρτιση ενός ηθοποιού. Η σειρά των μεταπτυχιακών μαθημάτων στο Θεατρικό Εργαστήριο, που έχω δημιουργήσει και διευθύνω, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιθυμίας που έχουμε για να ενδυναμώσουμε την κατάρτιση των ηθοποιών, αγκαλιάζοντας όλους τους τομείς του σύγχρονου θεάτρου, ξεπερνώντας τους πολιτισμικούς και γλωσσικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, ένας από τους τελευταίους αποφοίτους μας -τον είδαμε ως Διόνυσο στη Μεσσήνη πριν από τρία χρόνια- είναι τώρα συνεργαζόμενος καλλιτέχνης στο πολύ γνωστό πολωνικό θεατρικό σχήμα ''Ωδή του Τράγου'' (Song of the Goat), περιοδεύει μαζί τους σε όλο τον κόσμο και αναμένεται να παίξει ''Αμλετ'' γι’ αυτούς τον επόμενο χρόνο. Ταυτόχρονα, μαζί με έναν άλλο απόφοιτο του ίδιου έτους, διευθύνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ένα σχήμα σωματικού θεάτρου (physical theatre).

Ηταν η συμμετοχή τους στην παράσταση της RADA, στο Εκκλησιαστήριο στην Αρχαία Μεσσήνη, που έκανε αυτούς τους νέους ανθρώπους να εστιάσουν στο δημιουργικό και πνευματικό μονοπάτι που έχουν πάρει. Το ίδιο συμβαίνει κάθε χρόνο που έχουμε την ευχαρίστηση να φέρνουμε τους φοιτητές μας στο Φεστιβάλ: όλοι επιστρέφουν στο Λονδίνο βαθιά αλλαγμένοι από την εμπειρία τους να παίξουν σε αυτόν τον αρχαίο χώρο, η Ελλάδα τους κάνει να σκέφτονται διαφορετικά για το θέατρο, για τον εαυτό τους μέσα στην παράδοση του θεάτρου και της πολιτιστικής ανταλλαγής στην οποία συμμετείχαν. Αυτό είναι ό,τι η Ελλάδα έχει να προσφέρει μέσα από τις χιλιετίες της ιστορίας της, που οι φοιτητές μπορούν να το νιώσουν, μαζί με την έκσταση να μοιράζονται λόγια σοφίας που ειπώθηκαν πολύ καιρό πριν. Είναι σημαντικό, ότι παρουσιάζουν μια δική τους παραγωγή ενός ελληνικού κλασικού έργου, που το προετοιμάζουν μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια καθηγητή ή επαγγελματία σκηνοθέτη: είναι το δικό τους καλλιτεχνικό δώρο σε αυτό το Φεστιβάλ, το οποίο τους προσφέρει τόσα πολλά σε αντάλλαγμα”.

 

“ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΜΑΓΝΗΤΗΣ”

-Πιστεύετε ότι ο πολιτισμός είναι για τη Μεσσηνία και την Καλαμάτα το μέσον για μια βιώσιμη ανάπτυξη;

“Οταν, παρά τις πολλές δυσκολίες, ο σύντροφός μου ο Κόλιν κι εγώ ολοκληρώσαμε το 2010, μέσα σε 2 χρόνια, την κατασκευή του σπιτιού μας, καλέσαμε τη μητέρα μου να έρθει και να περάσει λίγο χρόνο μαζί μας. Ηταν τότε 87 χρόνων. Είναι μια γυναίκα που επέζησε από τον τρόμο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Πολωνία, την πείνα, την εξέγερση της Βαρσοβίας του 1944 που κατέληξε στην πλήρη καταστροφή της πόλης, τα πολλά χρόνια του κομμουνισμού και, ως μεσήλικας, έζησε και μια ταπεινωτική μετανάστευση. Αλλά είχε επίσης ταξιδέψει πολύ και θυμήθηκε την παρθένα ομορφιά της Μεσογείου, σε μια εποχή που τώρα φαίνεται αδύνατο να επανέλθει. Ερωτεύθηκε το ''σπίτι της Εδέμ'', με την Καλαμάτα, τους Ελληνες φίλους μας και όλη την περιοχή. Ελεγε ότι της θύμιζε τη νότια Γαλλία και την ιταλική ακτή στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και πρόσθεσε, ''παιδιά μου, αυτή είναι η γη του μέλλοντος".

Είναι σαν να ήξερε ότι αυτός εδώ ο τόπος έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας διεθνής πολιτιστικός μαγνήτης, αρκεί η φυσική και η παραδοσιακή ομορφιά της Καλαμάτας και της Μεσσηνίας να ενισχυθούν από τον απαιτητικό επισκέπτη, ο οποίος πρέπει να είναι πρόθυμος να συμβάλλει και να συνεργαστεί και να μην τις καταστρέψει με ένα λάθος είδος επένδυσης. Αυτή η παραλία δεν προορίζεται για τη φρίκη των πολυώροφων ξενοδοχείων της Costa del Sol, αλλά για έναν φυσιολογικό τόπο συνάντησης ανθρώπων που αναζητούν την ομορφιά, τον ήλιο ίσως, την παράδοση (ούτε fusion, αλλά ούτε και τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της παγκοσμιοποίησης) στο φαγητό και τις αξίες, καθώς και μια διεθνή πολιτιστική ανταλλαγή. Αυτός ο τόπος πρέπει να είναι ένας τόπος μιας τέτοιας ανταλλαγής, μέσω επιμορφωτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, και αυτό είναι το είδος του τουρισμού και του τουρίστα ο οποίος αναζητεί όλα όσα η Μεσσηνία και η Μάνη έχουν ακόμα να προσφέρουν.

Δείτε, λόγου χάριν, τι εξαιρετική δουλειά γίνεται στην Αρχαία Μεσσήνη από τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη. Οταν για πρώτη φορά ήρθαμε σε αυτόν τον χώρο, υπήρχαν μόνο κάποιες μαρμάρινες κολώνες που ξεπρόβαλαν από το έδαφος. Στη διάρκεια των δεκαετιών που πέρασαν, όμως, παρακολουθήσαμε το ''παιδί του'' να μεγαλώνει, καθώς ο καθηγητής συνεχίζει να αποκαλύπτει σε όλον τον κόσμο το θαύμα της Αρχαίας Μεσσήνης. Σκεφτείτε τι μάθημα είναι αυτό, να μετατρέπεις το παρελθόν σε παρόν και να συνδέεις την ανθρώπινη εμπειρία των περασμένων αιώνων με την  σημερινή ζωή των ανθρώπων”.

 

-Νομίζετε ότι ο πολιτισμός στην Ελλάδα έχει ένα σκοπό να εκπληρώσει, ειδικά στους ταραχώδεις καιρούς που διανύει η χώρα μου;

“Εάν λέγοντας ''πολιτισμός'' εννοείτε ''εκπαίδευση'', τότε ναι, νομίζω πως έχει. Ολοι γνωρίζουμε ότι το επίπεδο της εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη έχει υποβαθμιστεί δραματικά τα τελευταία 25 χρόνια. Είμαστε στην εποχή της μηχανικής μάθησης, της μάθησης από συνήθεια, σαν παπαγάλοι. Λες και βρισκόμαστε στον Μεσαίωνα, αντιδρούμε στο άνοιγμα του νου μας, στο να σκεφτόμαστε εμείς για τον εαυτό μας, στο να επιχειρηματολογούμε, σε άλλους αλλά και στον εαυτό μας, στο να συζητούμε και να αναδημιουργούμε. Η νεότερη γενιά, στο σύνολό της, πραγματικά δεν γνωρίζει το σπίτι που ζει, με άλλα λόγια, δεν έχει καμία γνώση της παράδοσης, των σημείων αναφοράς ή για τα θεμέλια πάνω στα οποία έχουν αναπτυχθεί οι αξίες του πολιτισμού της και ποιο ήταν το κόστος αυτής της ανάπτυξης. Μόνο το παρόν είναι σημαντικό και όλα όσα είναι ''παλιά'' είναι καταγέλαστα και απορριπτέα. Η ανθρώπινη επαφή και η εμπιστοσύνη αντικαθίστανται από γραπτά ηλεκτρονικά μηνύματα και το μοίρασμα της επιπολαιότητας μέσα από το Facebook. Τι σημαίνει να έχεις 1.500 φίλους στο Facebook; Τι έχει συμβεί με τον ίδιο τον ορισμό της λέξης ''φίλος'';

Αλλά εγώ ελπίζω. Οι φοιτητές μου είναι αυτοί που τώρα εκφράζουν φόβο γι’ αυτές τις ''εικονικές'' σχέσεις και αναζητούν κάτι πιο βαθύ και πιο προσωπικό -πιο ανθρώπινο. Και πιστεύουν ότι το θέατρο, στο οποίο εκπαιδεύονται, μπορεί να επικοινωνήσει στον κόσμο τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε, όπως και την ανάγκη για αλλαγή. Επιδιώκουν, για άλλη μια φορά, να μετατρέψουν το θέατρο σε δημόσιο βήμα πάνω στο οποίο τα πάντα μπορούν να συζητηθούν για την κατάσταση που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος. Μόνο μια βαθιά ριζωμένη μισαλλοδοξία μπορεί να σταματήσει κάτι τέτοιο.

Και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι η πρωτοβουλία -που έλαβε αρχικά ο Στάθης Αναστασόπουλος και συνεχίζεται από το Γραφείο του σημερινού δημάρχου της Μεσσήνης Γιώργου Τσώνη-, να διεξάγεται ένα Διεθνές Νεανικό Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος είναι μια πολύτιμη απόπειρα που συμβάλλει στην αληθινή παιδεία. Καλεί τους νέους ανθρώπους να κοιτάξουν πολύ πίσω στο παρελθόν, όχι μόνο ιστορικά, αλλά και στον δικό τους ψυχικό κόσμο, για να ανακαλύψουν την κοινή ανθρώπινη εμπειρία, καθώς και τα λόγια μιας σοφίας που μπορεί να αντηχούν μέσα τους. Και το γεγονός ότι ο τόπος συνάντησης για όλες τις παραστάσεις συμβαίνει να είναι ο χώρος ενός αρχαίου πολιτισμού που τώρα πια δεν υπάρχει, καθιστά την όλη εμπειρία ακόμα πιο πολύτιμη και συναισθηματικά ισχυρή για αυτούς τους συμμετέχοντες νέους, που κάνουν την αναζήτησή τους.

Η εκπαιδευτική και καλλιτεχνική εκδρομή των φοιτητών της RADA φέτος, έχει αποκτήσει περισσότερο εύρος. Χάρη σε πρωτοβουλία του Συλλόγου Αποφοίτων Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας "Μαρία Κάλλας" και την καλή θέληση του δημάρχου Καλαμάτας Παναγιώτη Νίκα, μετά την παράστασή τους στην Αρχαία Μεσσήνη στις 13 Απριλίου, οι φοιτητές έχουν προσκληθεί να δώσουν μια πρωινή παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμάτας στις 15 Απριλίου και στη συνέχεια να απολαύσουν μια επίσκεψη στην πόλη.

Ναι, η Ελλάδα έχει τόσα πολλά να προσφέρει από την άποψη των αρχαιολογικών χώρων της Μυκηναϊκής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Βυζαντινής εποχής. Η ομορφιά του τοπίου, σε συνδυασμό με τις πλούσιες ανασκαφές και τη μυθολογία της γης αυτής, τόσο βασική για όλη την ευρωπαϊκή τέχνη και σκέψη, μπορεί να αλλάξει τη ζωή και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, όπως έκανε σε μένα. Ομως, όλη αυτή η κληρονομιά πρέπει να αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης -χωρίς άσκοπες συναισθηματικές συνδέσεις-, αλλά ως μάθηση για το καλό και το κακό των ανθρώπινων πράξεων καθ’ όλες τις χιλιετίες, και την παροδικότητα όλων. Θα πρέπει αυτή η κληρονομιά να κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται ποιες είναι οι αξίες που μετράνε και πρέπει να στηριχθούν και για τις οποίες οφείλουν να αγωνίζονται”.


NEWSLETTER