ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Πέμπτη, 04 Δεκεμβρίου 2014 20:23

Το χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα όλων των εποχών (φωτογραφίες, βίντεο)

Το χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα όλων των εποχών (φωτογραφίες, βίντεο)

H τραγωδία με τους 25.000 νεκρούς στην πόλη Μποπάλ 

 Στις 3 Δεκεμβρίου του 1984 πάνω από 40 τόνοι ισοκυανικού μεθυλίου, ενός χημικού εκατοντάδες φορές τοξικότερου από το υδροκυάνιο, διέρρευσαν από ένα εργοστάσιο φυτοφαρμάκων στο Μποπάλ της Ινδίας, σκοτώνοντας άμεσα τουλάχιστον 3.800 ανθρώπους και προκαλώντας σημαντικές βλάβες και πρόωρη θνησιμότητα σε ακόμη περισσότερους. 

Τη δεκαετία του 1970, η κυβέρνηση της Ινδίας άρχισε μια πολιτική ενθάρρυνσης επενδύσεων από ξένες εταιρείες στην τοπική βιομηχανία. Η Union Carbide Corporation (UCC) με έδρα το Τέξας, ήταν μία από αυτές. Η εταιρεία κλήθηκε να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο για την δημιουργία του Sevin, ενός φυτοφαρμάκου που χρησιμοποιoύνταν σχεδόν σε όλη την Ασία. Ως μέρος της συμφωνίας, η κυβέρνηση της Ινδίας θα είχε ποσοστό 22% στη θυγατρική της εταιρείας, Union Carbide India Limited. 

Η εταιρεία αποφάσισε να κατασκευάσει το εργοστάσιο στο Μποπάλ, λόγω της κεντρικής θέσης της πόλης καθώς και της υποδομής των μεταφορών. Η συγκεκριμένη τοποθεσία μέσα στην πόλη είχε χωριστεί σε ζώνες για ελαφρά βιομηχανική και εμπορική χρήση, αλλά σε καμία περίπτωση για βαριά και επικίνδυνη βιομηχανία. Αρχικά η εταιρεία πήρε έγκριση για τη δημιουργία του φυτοφαρμάκου από συστατικά που θα εισάγονταν από την μητρική εταιρεία, σε σχετικά μικρές ποσότητες. Ωστόσο, η πίεση από τον ανταγωνισμό στη χημική βιομηχανία οδήγησε τη UCIL να ξεκινήσει η ίδια την  κατασκευή των πρώτων υλών αλλά και των ενδιάμεσων προϊόντων. Αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, η πιο επικίνδυνη διαδικασία. 

Το 1984, το εργοστάσιο κατασκευής του Sevin έριξε στο ένα τέταρτο την παραγωγική του διαδικασία, λόγω της μειωμένης ζήτησης των φυτοφαρμάκων. Η δεκαετία του 1980 ήταν ιδιαίτερα κακή για τους αγρότες οι οποίοι δυσκολεύονταν να επενδύσουν σε φυτοφάρμακα. Τον Ιούλιο του 1984 λόγω της μειωμένης κερδοφορίας, αποφασίστηκε να πωληθεί το εργοστάσιο και η εταιρεία να μεταφέρει τον εξοπλισμό και την παραγωγή σε άλλη, αναπτυσσόμενη χώρα. Ωστόσο μέχρι να βρεθεί αγοραστής, η εγκατάσταση συνέχιζε να λειτουργεί με μεγάλα όμως σημάδια εγκατάλειψης. Η ανάγκη για εργασία και τα υψηλά επίπεδα φτώχειας στην περιοχή έκλειναν τα μάτια στα τεράστια προβλήματα ασφαλείας. Η κυβέρνηση που γνώριζε τα προβλήματα, φοβόταν τις οικονομικές επιπτώσεις από την απώλεια ενός τόσο μεγάλου εργοδότη. 

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1984, ώρα 11 το βράδυ και ενώ οι περισσότεροι από το ένα εκατομμύριο κατοίκων του Μποπάλ κοιμούνταν, μπήκε νερό μέσα στη δεξαμενή 610 όπου ήταν αποθηκευμένο το ισοκυανικό μεθύλιο. Λόγω της έντονης αντίδρασης που ακολούθησε, η πίεση μέσα στην δεξαμενή αυξήθηκε γρήγορα και τελικά έγινε τόσο μεγάλη ώστε η βαλβίδα ασφαλείας (που κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν ελαττωματική) να ανοίξει και το αέριο να διοχετευθεί στο πύργο καθαρισμού, ο οποίος ήταν κλειστός λόγω συντήρησης. Η εταιρεία Union Carbide ισχυρίζεται ότι ένας σαμποτέρ έριξε νερό μέσα στη δεξαμενή, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ. Θεωρείται επίσης πιθανό ότι μόλις η δεξαμενή άρχισε να υπερθερμαίνεται, οι εργαζόμενοι έριξαν μέσα νερό, χωρίς να γνωρίζουν ότι έτσι γιγάντωναν το πρόβλημα. 

Γύρω στη 1, ξημερώματα της 3ης Δεκεμβρίου, το χημικό άρχισε να εμφανίζεται απειλητικά στην ατμόσφαιρα πάνω από την πόλη. Μέσα σε λίγες ώρες, οι δρόμοι του Μποπάλ γέμισαν με πτώματα ανθρώπων, βουβαλιών σκύλων και πουλιών. Υπολογίζεται ότι περίπου 3.800 άνθρωποι πέθαναν αμέσως, κυρίως στις φτωχές παραγκουπόλεις δίπλα στο εργοστάσιο. Τα νοσοκομεία γέμισαν με ετοιμοθάνατους, ανθρώπους που δε μπορούσαν να αναπνεύσουν και άλλους με σοβαρά προβλήματα στα μάτια. Η τραγωδία είχε ήδη ξεκινήσει. Οι γιατροί είχαν παντελή άγνοια για το αέριο και το τι μπορούσε να προκαλέσει στον οργανισμό, έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια για θεραπεία έπεφτε στο κενό. Το όνομα του Μποπάλ έγινε συνώνυμο με τη βιομηχανική καταστροφή. 

Οι άνθρωποι που βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τις πρώτες ημέρες ανέρχονται σε 8.000 με 10.000. Ωστόσο τις επόμενες δεκαετίες θα πεθάνουν πολλοί ακόμη (ο αριθμός θα ανέβει στις 15.000 με 20.000), αφού το χημικό που ανέπνευσαν θα τους δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Η ινδική κυβέρνηση ανέφερε ότι περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι εκτέθηκαν στο αέριο. Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες που διεξήχθησαν μετά το δυστύχημα έδειξαν αυξημένη θνησιμότητα στον εκτεθειμένο πληθυσμό. Τα στοιχεία όμως δε μπορούν να είναι απόλυτα σαφή, αφού πολλοί ασθενείς δεν επέστρεψαν ποτέ στα νοσοκομεία και κανείς δεν κατάφερε να μάθει τι απέγιναν. 

Η εταιρεία κατέληξε σε διακανονισμό με την ινδική κυβέρνηση, με τη διαμεσολάβηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάνοντας αποδεκτή την ηθική ευθύνη. Η κυβέρνηση είχε αξιώσει αρχικά άπό την εταιρεία αποζημιώσεις ύψους 3.3 δισ. δολαρίων, ωστόσο η Union Carbide πλήρωσε μόλις 470 εκατομμύρια δολάρια, ένα σχετικά μικρό ποσό βάσει των μακροπρόθεσμων συνεπειών για την υγεία από την έκθεση και τον αριθμό των ατόμων που είχαν πάθει βλάβη. 

Μετά την καταστροφή, η Ινδία βίωσε ταχεία εκβιομηχάνιση. Και ενώ έγιναν ορισμένες θετικές αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική όσον αφορά την ασφάλεια ορισμένων μεγάλων βιομηχανιών, οι μεγάλες απειλές για το περιβάλλον από την ταχεία και κακώς οργανωμένη βιομηχανική ανάπτυξη παραμένουν. 

Σήμερα τουλάχιστον 120 χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν από τις επιπτώσεις του τοξικού αερίου. Πολλοί από αυτούς είναι μικρά παιδιά που γεννήθηκαν με παραμορφώσεις και σπάνιες ασθένειες, αποτέλεσμα του αερίου που εισέπνευσαν οι γυναίκες το 1984. Οι ίδιες αντιμετωπίζουν μεγάλα γυναικολογικά προβλήματα, ενώ ο καρκίνος είναι ο πρώτος λόγος θνησιμότητας για τους υπόλοιπους. 

Ανδρονίκη Κολοβού

Πηγή: lifo.gr