Τριάντα χρόνια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1986, η αντισεισμική θωράκιση της πόλης είναι άραγε ικανή να αποτρέψει μία νέα καταστροφή; Τα τελευταία γεγονότα στη περιοχή μας αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη τη χώρα αναδεικνύουν πόσο ανοχύρωτοι είναι οι πολίτες απέναντι στα φυσικά φαινόμενα.
Ζώντας σε μία σεισμογενή περιοχή πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το σεισμό. Ωστόσο χρειάζεται να λαμβάνονται μέτρα, ικανά να ελαχιστοποιήσουν το σεισμικό κίνδυνο. Η βελτίωση της ανθεκτικότητας των κατασκευών αλλά και οργανωτικά μέτρα μειώνουν τις συνέπειες του σεισμού πριν, μετά και κατά τη διάρκειά του.
Στην επαφή μας με τον ΤΑΣ (Τομέας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων) διαπιστώσαμε την έλλειψη προσωπικού, αφού 14 άτομα, εκ των οποίων 7 μηχανικοί, καλύπτουν τις ανάγκες Μεσσηνίας, Λακωνίας, Αρκαδίας και κάποιες φορές και Κεφαλλονιάς.
Σε ό,τι αφορά στις σχολικές μονάδες γίνεται μόνο έλεγχος συντήρησης από την Τεχνική Υπηρεσία του δήμου, ενώ δεν γίνεται ούτε ο πρωτοβάθμιος ταχύς οπτικός προσεισμικός έλεγχος δομικής τρωτότητας. Ούτε συζήτηση βέβαια για δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο ενδελεχή έλεγχο.
Τι μέτρα λαμβάνει η Πολιτεία σε βάθος χρόνου για την προστασία των πολιτών;
Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) φυτοζωεί και δεν έχει δυνατότητα ανάπτυξης και διεύρυνσης του επιστημονικού του έργου. Η συντήρηση των σχολείων είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων κτηρίων καθώς και των κτηρίων κοινής ωφέλειας δεν έχουν περάσει στοιχειώδη προσεισμικό έλεγχο.
Η αντισεισμική θωράκιση της χώρας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, αφού δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης και συγκεκριμένους πόρους για την αντισεισμική θωράκιση με ευθύνη των έως σήμερα κυβερνήσεων και την ανοχή της τοπικής αυτοδιοίκησης.