Δευτέρα, 10 Οκτωβρίου 2016 13:50

Ο Σουρούνης στα "στέκια" Ιωάννου και Μπουκόφσκι Ι Γιώργος Αρκουλής

Γράφτηκε από τον

 

Ναυτικός, τραπεζικός υπάλληλος, παιδί για θελήματα σε ξενοδοχεία, αλλά και επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας υπήρξε ο Αντώνης Σουρούνης, πριν από το 1987, όταν πλέον κάτοικος Αθηνών (μετά από περιπέτειες σε Γερμανία και Αυστρία), κατάφερε να βιοπορίζεται ως συγγραφέας. Οσοι γοητεύθηκαν από τα βιβλία  του, έχουν επισημάνει, ίσως, ότι αυτός ο Θεσσαλονικιός μάγκας της γραφής ήταν γεννημένος συγγραφέας, χωρίς φτιασίδια και ψευτοκουλτούρα, χωρίς να υπερηφανεύεται για το έργο του ή να ψάχνει ευκαιρίες προβολής.

Ο γράφων αγάπησε την "Ελευθεροτυπία" (αν και στέλεχος της εφημερίδας "Τα Νέα" για 3,5 δεκαετίες) χάρη στα μικρά πεζά διαμάντια που δημοσίευε μια φορά την εβδομάδα ο Σουρούνης. Ηταν οι εποχές που μαζί με την Ολγα Μπακομάρου, τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Γιάννη Ξανθούλη, αποτελούσαν άλλωστε το συναρπαστικό καστ του φύλλου, την γραφή του οποίου σήμερα δεν βρίσκεις σε καμία αθηναϊκή εφημερίδα (πέραν των άρθρων πάνω σε πολιτικές, οικονομικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις…), που συχνά λένε πάρα πολλά όταν δεν έχουν να πουν τίποτα…

Ο Σουρούνης, τον οποίο αποχαιρέτησαν την περασμένη Πέμπτη οι φίλοι του  στο ταπεινό κοιμητήριο της Θεσσαλονίκης, μπορεί να θεωρηθεί από μία άποψη ως η "συνέχεια" του έργου του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) μια και στους δύο διακρίνει κανείς πλήθος από συγγενή στοιχεία. Και οι δύο γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, και οι δύο πήραν το κρατικό βραβείο. Και οι δύο γοήτευσαν ως μάστορες της μικρής φόρμας, ήξεραν να συναρπάζουν το αναγνωστικοί κοινό. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο που ο Ιωάννου εμφανίστηκε στα γράμματα με τόμο 22 μικρών κειμένων υπό τον γενικό τίτλο "Για ένα φιλότιμο", ενώ και ο Σουρούνης με το "Υπ’ όψιν Λίτσας" βάδισε σχεδόν πάνω στα ίχνη της γεμάτης ζωντάνιας γραφής, μέσα σε μικρά σφιχτά κείμενα.

Ο Σουρούνης -τον οποίο ανακάλυψαν και πίστεψαν πρώτοι η Ελένη Βλάχου με τον Λούνδρα, ανοίγοντας την πόρτα των καταπληκτικών (στην εποχή τους) εκδόσεων "Γαλαξίας"- ασχολήθηκε στο ξεκίνημα της πεζογραφικής του περιπέτειας με άτομα λαϊκά, με τη νύχτα και γενικά το περιθώριο, στοιχεία που μάλλον βίωσε για μπόλικα χρόνια και ο ίδιος, ειδικά ως τζογαδόρος που τα μεσάνυχτα άφηνε το καζίνο του Μπάντεν Μπάντεν έχοντας τις τσέπες  γεμάτες μάρκα (και κερδισμένες μάρκες ρουλέτας) και το επόμενο μεσημέρι έψαχνε κάποιον φίλο να του πληρώσει ένα πρόχειρο γεύμα, θυμίζοντας την σύγχρονη εικόνα ενός Ντοστογιέφσκι! Από μια άποψη, ο Σουρούνης θυμίζει αρκετά και τον διάσημο ποιητή (προτιμούσε το ποιητής από το "συγγραφέας") Τσαρλς Μπουκόφσκι, αν και ο Αμερικανός γούσταρε να τρέχει στην Μπασαντένα για το πάθος του με τις ιπποδρομίες, κρατώντας στο ένα χέρι μπουκάλι κρασί και στο άλλο το πλούσιο στήθος μιας "ξέμπαρκης" γκόμενας. 

Κατά την άποψή μου, ο Σουρούνης έφυγε -στα 74 χρόνια του- την Τετάρτη, αλλά το έργο του τώρα θα γράψει τα εύσημα που του οφείλει η ελληνική πεζογραφία. Κάτι ακόμη: θεωρώ ότι η γραφή του Σουρούνη αποτελεί πυξίδα για τους νεότερούς του (και σίγουρα επιτυχημένους) Βορειοελλαδίτες Σκαμπαρδώνη, Κοροβίνη, αλλά και για τον Πειραιώτη "αλητάμπουρα της γραφής" Διονύση Χαριτόπουλο.