Αλλά και να γράψει οποιοσδήποτε δημοσιογράφος μια στραβή κουβέντα, δεν πρόκειται να γίνει ανατολικό ζήτημα. Οταν όμως ένας πολιτικός ηγείται μιας χώρας, και δη μιας χώρας που έχει απόλυτη ανάγκη την κατανόηση και την συμπαράσταση των εταίρων μας, έτσι όπως δυστυχώς την κατάντησαν οι ηγέτες μας, τότε πρέπει να προσέχει τα λόγια του. Και να μην γελοιοποιείται ρίχνοντας μια «μπηχτή» και σπεύδοντας ύστερα να ανακοινώνει, με την μέθοδο των διαρροών του περιβάλλοντός του, ότι «δεν εννοούσα αυτόν».
Είναι γελοία τακτική που μου θυμίζει τα χρόνια στην φυλακή, όταν για μια περίοδο συνυπήρχαμε οι πολιτικοί κρατούμενοι με τους ποινικούς. Οπου μπορούσες να παρατηρήσεις την συμπεριφορά κάποιου που τολμούσε να πει μια «βαριά κουβέντα» για κάποιον άλλον, αλλά όταν ο άλλος, που συνέβαινε να είναι πιο δυνατός, τα «έπαιρνε στο κρανίο», και εγειρόταν με άγριες διαθέσεις, ο λογάς έσπευδε να «ξηγηθεί» ότι επρόκειτο περί «παρεξήγησης», διότι σε καμία περίπτωση «δεν εννοούσε εκείνον».
Τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι για υπεύθυνους ηγέτες. Αν έχεις να πεις κάτι για την πολιτική του Σόιμπλε, το λες στα ίσα και με επιχειρήματα. Δεν πας μέσω… ψυχικών προβλημάτων, που προφανώς εννοείς ότι προέρχονται από την αναπηρία του, αναπαράγοντας έτσι τα λόγια του Λάκη Λαζόπουλου για το ίδιο πρόσωπο.
Με συμπαθάτε για την έκφραση, αλλά θα έπρεπε να βάλετε τον κώλο σας κάτω, να επεξεργαστείτε στοιχεία, ώστε να δώσετε μια υπεύθυνη απάντηση στους ισχυρισμούς του Σόιμπλε ότι πληρώνουν, για τις συντάξεις των Ελλήνων, λαοί που λαμβάνουν πολύ μικρότερες συντάξεις. Διότι η σύγκριση σε απόλυτους αριθμούς, τόσα ευρώ εγώ, τόσα εσύ, είναι μια τυπική περίπτωση απατηλής χρήσης στατιστικών στοιχείων από πολιτικούς. Η σύγκριση μπορεί να γίνει μόνο στη βάση τού τι αντιπροσωπεύει σε κόστος ζωής, καταναλωτική αξία, αυτό που παίρνει ο ένας και ο άλλος.
Γ.Π. Μασσαβέτας