Χρόνους πολλούς μετά την ταφή,/ την ανάσταση, την ανάληψη/ είπε μια Κυριακή να μαζευτούνε/σε μια γωνία αυτός κι οι μαθητές/ και να μιλήσουνε.
Καθένας ήλθε κουβαλώντας και το κόμμα του./σημαίες, σύμβολα, χαρτιά και μανιφέστα/ κι άγρια μισούμενοι «αδελφοί» οι οπαδοί.
Είχε καθένας και την εκκλησία του./Αγιους κανόνες, ευαγγέλια και πιστούς.
Βέβαια όλοι τους φορούσανε κονκάρδες,/με τ’ αρχικά του χαραγμένα σε χρυσό/κι ακολουθώντας,/οι οπαδοί, φωτογραφίες του ανέμιζαν./Και τ’ όνομα του τραγουδούσαν,/ απαράλλαχτα, όπως τότε.
Κι αυτός, όπως συνήθιζε, τους είπε -τι άλλο;- μια μικρή παραβολή.
«Ανθρωπος είχεν δούλους τέσσαρας, φοβηθείς δε τους δούλους,
προς ους βασάνους μεγάλους επέβαλε, ότι παρεσκευάζοντο αποκτείναι αυτόν και καταλύσαι τον οίκο αυτού ότι πολύ εν ομονοία και μυστικότητι είδε τους τέσσαρας – εταράσσετο.
Παρασκευάζετο ουν όπως νύκτωρ αναχωρήση προς σωτηρίαν αυτού και των τέκνων, ότε φωναί ηκούσθησαν μεγάλαι εξ ου οι δούλοι κατείχον κατάλυμα.
Είπε δε αύθις τοις υιοίς αυτού: "Μη ταράσσεσθε πλέον. Αφετε τας αποσκευάς σας και επανέλθητε εις τον ύπνον σας.
Εφ’ όσον ούτοι φιλονικούσιν, ουδείς διά τον οίκον Μου κίνδυνος"».
Και ξανάφυγε.
Γ.Π. Μασσαβέτας
giorgis@massavetas.gr