Αυτό επιτάσσει άλλωστε η προαιώνια παρακαταθήκη της ελληνικής παράδοσης και εθιμοτυπίας για σεβασμό στους νεκρούς, και ιδιαίτερα τις ώρες που η σορός τους είναι ακόμη άταφη. Οι έπαινοι, τα εγκώμια, οι φιλοφρονήσεις και οι μεγαλοστομίες ταίριαζαν περισσότερο στον ιδιώτη Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ιδιαίτερα σε αναφορές που γινόντουσαν στη μετα-πολιτική του ζωή, η οποία υπήρξε και μακροχρόνια. Σε ό,τι αφορά στην πολυκύμαντη πολιτική του τεθνεώτος η Ιστορία θα είναι ακριβοδίκαιη και θα τον κρίνει σύμφωνα με τα πεπραγμένα του. Σχεδόν σε όλες τις νεκρολογίες τονίστηκε ότι ο εκλιπών ήταν συναινετικός και επιδίωκε τους πολιτικούς συμβιβασμούς. Μερικοί, δήθεν αντικειμενικοί, μόνο άγιο δεν τον ανακήρυξαν. Τίποτα βέβαια δεν αποκλείεται, επειδή πολλοί ανακηρύχθηκαν άγιοι παρότι τα εγκλήματα που διέπραξαν στη ζωή τους ήταν πάμπολλα και αποτρόπαια (π.χ. Μέγας Κωνσταντίνος).
Ο Μητσοτάκης, το «μέγα τέκνον της Κρήτης», σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του ζωής υπήρξε άκρως συγκρουσιακός και κυνικός και μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα) προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. Για να τεκμηριώσω τον ανωτέρω ισχυρισμό μου θα αναφερθώ σε μερικά μόνο πολιτικά γεγονότα, στα οποία ο ίδιος ήταν πρωταγωνιστής, και αυτό για να τα θυμίσω στους αρκετά ηλικιωμένους συμπολίτες μας και να πληροφορηθούν γι΄ αυτά οι νεότεροι.
Ο Κων. Μητσοτάκης ως νέος πολιτικός εκλεγόταν βουλευτής στο Νομό Χανίων με το κόμμα των Φιλελευθέρων, του θείου του δηλαδή Σοφοκλή Βενιζέλου, χωρίς δάφνες που θα τον καθιστούσαν γνωστό στο πανελλήνιο. Αργότερα διαφάνηκαν οι φιλοδοξίες του να καταστεί πρωθυπουργός της χώρας με οποιοδήποτε τίμημα. Να μερικά μόνο παραδείγματα πολιτικού αμοραλισμού του Μητσοτάκη προκειμένου να πετύχει το στόχο του.
• Το 1961 μετά την ίδρυση του κόμματος της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό το «γέρο» Γεώργιο Παπανδρέου και «υπαρχηγό» το Σοφοκλή Βενιζέλο άρχισαν και οι πρώτες φιλοδοξίες του Μητσοτάκη για τη διεκδίκηση της αρχηγίας του κόμματος. Πρώτη πράξη για την επίτευξη του στόχου ήταν ο κυρίαρχος ρόλος του στη διαγραφή από το κόμμα και την πολιτική εξουδετέρωση του Σοφοκλή Βενιζέλου, του θείου του δηλαδή, το έτος 1963, προκειμένου να ανοίξει γι΄ αυτόν ο δρόμος της διαδοχής στην αρχηγία. Το έτος 1963 ήταν έτος εκλογών και ο Βενιζέλος επανεντάχτηκε στην Ενωση Κέντρου. Τις εκλογές του Οκτωβρίου 1963 τις κέρδισε η Ενωση Κέντρου, χωρίς αυτοδυναμία, σχημάτισε όμως κυβέρνηση με τη στήριξη του αριστερού κόμματος ΕΔΑ. Στην κυβέρνηση αυτή του Γ. Παπανδρέου ο Σ. Βενιζέλος υπήρξε αντιπρόεδρος και τα φτερά του Μητσοτάκη συμμαζεύτηκαν. Η κυβέρνηση αυτή ήταν βραχύβια και ο Γ. Παπανδρέου προκήρυξε εκλογές για τον Φεβρουάριο του 1964. Μια εβδομάδα πριν τη διενέργεια των εκλογών απεβίωσε εντελώς ξαφνικά ο Σ. Βενιζέλος και μάλιστα εν πλω επιστρέφοντας στον Πειραιά μετά από προεκλογική ομιλία του στα Χανιά. Ετσι, αναπτερώθηκαν και πάλι, αλλά προσωρινά, οι ελπίδες του Μητσοτάκη για τη διαδοχή στην ηγεσία του κόμματος.
• Αποδείχτηκε όμως ότι η τύχη δεν ήταν με το μέρος του, επειδή στις εκλογές του 1964 εκλέχθηκε στην Αχαΐα, και μάλιστα με πολύ ισχυρή εντολή, ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, του οποίου η απήχηση ήταν πανελλήνια και στη Βουλή τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου. Διαβλέποντας ο Μητσοτάκης ότι το όνειρό του για διαδοχή στην ηγεσία του κόμματος ήταν απατηλό, έθεσε σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιο της διάλυσης του κόμματος με αρχικό στόχο την εξουδετέρωση του Ανδρέα Παπανδρέου και σε δεύτερη ευκαιρία να αναδειχθεί αυτός πρωθυπουργός. Με αφορμή την κατασκευασμένη σκευωρία του «Ασπίδα», αυτός με τον παλατιανό εκδότη της εφημερίδας Αθηνών «Ελευθερία» Κόκκα, τη βασιλομήτορα Φρειδερίκη, τους παλατιανούς Χοϊδά, Αρναούτη κ.ά. έπεισαν τον τότε νεαρό και άπειρο Βασιλιά Κωνσταντίνο να έλθει σε ρήξη με τον τότε λαοπρόβλητο πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου (εκλέχθηκε με το 53% του εκλογικού σώματος), αρνούμενος το δικαίωμα στον πρωθυπουργό να κατέχει και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ο Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος από τους υπουργούς που αρνήθηκε στον πρωθυπουργό του το δικαίωμα αυτό και έτσι με άλλους ομόδοξους παλατιανούς βουλευτές αποστάτησε από το κόμμα και όλοι μαζί πρόδωσαν τη λαϊκή εντολή και σε σύμπραξη με την τότε ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες σαλαμοποίησης της Ενώσεως Κέντρου κατόρθωσαν να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη της Βουλής και να σχηματιστεί η κυβέρνηση του άβουλου και ανερμάτιστου Στέφανου Στεφανόπουλου, εκεί που πριν από αυτόν απέτυχαν τόσο ο Αθανασιάδης-Νόβας όσο και ο Ηλίας Τσιριμώκος. Η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και οι δημοκρατικοί πολίτες εκείνης της εποχής διαδήλωναν όλο το καλοκαίρι του 1965 στους δρόμους της Αθήνας για την προσβολή που δέχτηκαν από την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησής του. Γνώριζε ο λαός τότε όλους τους υπαίτιους της σκευωρίας, αλλά πρωτεργάτη της ανωμαλίας θεώρησε τον Μητσοτάκη, στον οποίο απέδωσε τον χαρακτηρισμό «κάθ...μα», τον οποίο ο Μητσοτάκης προσπάθησε σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του να αποδιώξει από πάνω του, όχι βεβαίως επιτυχώς. Αποτέλεσμα της αποστασίας και της έκρυθμης πολιτικής ζωής των ετών 1965-1966 ήταν το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 και η τοποθέτηση της χώρας στο γύψο.
• Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος επέστρεψε από τη Γαλλία εσπευσμένα στην Ελλάδα, σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, στην οποία δεν συμπεριέλαβε τον Κ. Μητσοτάκη, μολονότι και αυτός υπήρξε αντιστασιακός κατά της χούντας. Στις πρώτες μεταχουντικές βουλευτικές εκλογές του 1974 ο Μητσοτάκης κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής στο προπύργιό του, δηλαδή στο Νομό Χανίων, αλλά τελικά έμεινε εκτός Ελληνικού Κοινοβουλίου, πληρώνοντας για πρώτη φορά το τίμημα της αποστασίας του το 1965. Ο δημοκρατικός λαός των Χανίων δεν είχε ξεχάσει την προσβολή που δέχτηκε από εκείνον το 1965.
• Στις επόμενες βουλευτικές εκλογές του 1977, ο Μητσοτάκης ίδρυσε το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων και κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής αυτός και ένας ακόμα συνυποψήφιός του. Ηταν φανερό ότι οι Κρητικοί όχι μόνο τότε αλλά και πολύ αργότερα, όταν προσχώρησε στη ΝΔ, δεν του έδειξαν εμπιστοσύνη, αφού το κόμμα στο οποίο ηγείτο σπάνια προσπέρασε σε ποσοστό το 27%. Αργότερα, το 1978, προσχώρησε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ανταλλάσσοντας τις ψήφους του κόμματός του στο Κοινοβούλιο με την εκλογή στην Προεδρία της Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, έχοντας βεβαίως ως στόχο να αλώσει το κόμμα της ΝΔ και να αναδειχθεί στην αρχηγία του. Ανταμείφθηκε ταυτόχρονα και για τις «υπηρεσίες» που προσέφερε στην παράταξη της αποδεκατισμένης Δεξιάς την περίοδο της αποστασίας του 1965. Μολονότι η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί στη χώρα και οι περισσότεροι εν ζωή αποστάτες είχαν ενταχθεί στη ΝΔ, ουδείς εξ αυτών είχε να πει δημοσίως μια καλή κουβέντα για τον Μητσοτάκη. Ηταν αυτό τυχαίο;
• Το πολιτικό σκηνικό της χώρας άλλαξε εντελώς μετά την παντοδύναμη επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 υπό την καθοδήγηση του λαοπρόβλητου προέδρου του Ανδρέα Παπανδρέου. Η πλήρης κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής ουσιαστικά περιθωριοποίησε το ρόλο της ΝΔ, η οποία αναζητούσε μια πολιτική προσωπικότητα στην ηγεσία του κόμματος που θα μπορούσε να ανακόψει ή και να εξουδετερώσει την επιρροή του ΠΑΣΟΚ στην κοινωνία, αφού τόσο ο Ράλλης όσο και ο Αβέρωφ ηττήθηκαν κατά κράτος από το Ανδρέα Παπανδρέου. Ετσι η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ εξέλεξε το Σεπτέμβριο του 1984, ως Πρόεδρο του κόμματος, αντί του «γηγενούς» δεξιού Κωστή Στεφανόπουλου, τον «σώγαμπρο» Κων. Μητσοτάκη ως Αντι-Ανδρέα. Η εκλογή αυτή επανέφερε στη μνήμη των δημοκρατικών πολιτών τις αποφράδες ημέρες του 1965, επειδή γνώριζαν τη συγκρουσιακή ιδιοσυγκρασία, τον κυνισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό του Μητσοτάκη, τα οποία δεν μεταβλήθηκαν ουδόλως και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. Βέβαια ο Αντι-Ανδρέας Μητσοτάκης έχασε πανηγυρικά στις βουλευτικές εκλογές του 1985, απογοητεύοντας τους ψηφοφόρους της ΝΔ που πίστεψαν στο αφήγημα των στελεχών της ότι μόνο ο Μητσοτάκης μπορεί να κερδίσει τον Παπανδρέου.
• Ο Μητσοτάκης, του οποίου το μυαλό γεννούσε «περίεργες» λύσεις, δεν παραιτήθηκε του στόχου να εξοντώσει τον Παπανδρέου και να γίνει εκείνος πρωθυπουργός. Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει και ο Μητσοτάκης την άρπαξε από τα μαλλιά. Το 1988 ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά, ένα υπαρκτό τραπεζικό σκάνδαλο, το οποίο συνέπεσε με τη βαριά ασθένεια του Α. Παπανδρέου, ο οποίος για να ξεπεράσει το πρόβλημα και να αποκαταστήσει την τρωθείσα υγεία του μετέβη στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε για αρκετούς μήνες. Ολο αυτό το διάστημα της απουσίας του, στην Ελλάδα ο Μητσοτάκης έθεσε σε ενέργεια όλο το μηχανισμό της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος σε αγαστή συνεργασία με παρακρατικούς (Μαυρίκης, Γρυλλάκης κ.ά.) και με άτομα του κοινωνικού περιθωρίου (Μαμανέας, Σηφάκης κ.ά., εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής) είχε ως πρώτιστο στόχο την εμπλοκή και του Πρωθυπουργό της χώρας Ανδρέα Παπανδρέου στην υπόθεση Κοσκωτά, με ψεύτικες μαρτυρίες ενώπιον Δικαστικών Αρχών, με αντάλλαγμα βεβαίως την αποφυλάκιση ή την παύση της δίωξης των ψευδομαρτύρων για τις παράνομες πράξεις τους. Το σφυροκόπημα του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου από τη ΝΔ και άλλες πολιτικές δυνάμεις συνεχίστηκε και την άνοιξη του 1989. Στο χορό της κατασκευασμένης και ατεκμηρίωτης κατηγορίας-σκευωρίας ενεπλάκησαν και οι μοιραίοι ηγέτες της τότε κομμουνιστικής Αριστεράς Φλωράκης και Κύρκος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα εξουδετερώσουν πολιτικά τόσο τον Α. Παπανδρέου όσο και το ΠΑΣΟΚ και θα γίνουν αυτοί ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων, αφού εντός του 1989 θα διενεργούνταν εκλογές. Πράγματι, στις εκλογές του Ιουνίου 1989 επρώτευσε η ΝΔ του Μητσοτάκη, με μικρή διαφορά από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως αισθητά εκλογικά κέρδη για την αριστερά (τότε ενιαίος Συνασπισμός της Αριστεράς). Ως συνέπεια των εκλογικών αποτελεσμάτων προέκυψε τότε η «παρά φύσιν» συγκυβέρνηση ΝΔ και Συνασπισμού της Αριστεράς με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, έναν άβουλο αχυράνθρωπο του Μητσοτάκη. Ολοι οι πολίτες που παρακολουθούσαμε τη συζήτηση στη Βουλή για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου ενθυμούμαστε την οξύτητα και τη βαρβαρότητα του λόγου του Μητσοτάκη και του Νίκου Κωνσταντόπουλου εναντίον του πρώην πρωθυπουργού, γεγονός που ανάγκασε τον κατά γενική ομολογία ήρεμο, ευγενικό και συγκαταβατικό Γιάννη Ζίγδη, τότε αρχηγό της ΕΔΗΚ, να αποκαλέσει εντός του Κοινοβουλίου τον Μητσοτάκη «αρχάγγελο του αμοραλισμού» και να τον αφήσει ενεό. Σε αντίθεση με τον πολωτικό και διχαστικό λόγο των κατηγόρων, πόσο ήρεμος ήταν ο τρόπος που τους αντιμετώπισε ο Παπανδρέου, λέγοντας μόνο ότι η κατηγορία είναι απλώς μια πολιτική σκευωρία. Το υπόλοιπο της ομιλίας του αναφέρονταν στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής κατάστασης, η οποία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης προμήνυε συγκλονιστικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις οι οποίες θα επηρέαζαν κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο και τη χώρα μας, αλλά η «παρά-φύσιν» αριστεροδεξιά ελληνική κυβέρνηση αντί να λαμβάνει εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των εθνικών μας συμφερόντων ασχολείτο με το στήσιμο της σκευωρίας σε βάρος του πολιτικού τους αντιπάλου.
• Τελικώς, τα δύο αυτά κόμματα, συμπράττοντας στην σκευωρία, παρέπεμψαν χωρίς αποδεικτικά στοιχεία τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Ηταν μια καθαρά πολιτική δίωξη της έμπνευσης Μητσοτάκη που ο δημοκρατικός λαός ενστικτωδώς ονόμασε «βρόμικο '89» και ο όρος αυτός παρέμεινε στην ιστορική μνήμη. Το ότι η κατηγορία ήταν κατασκευασμένη, ανυπόστατη και προϊόν της συνωμοσίας φάνηκε ήδη από τις πρώτες συνεδριάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου και τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η απόφασή του ήταν αθωωτική για τον Α. Παπανδρέου για όλα τα αδικήματα της κατηγορίας. Ετσι αποφεύχθηκε μια πολιτική σύγκρουση η οποία κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει για το πού θα οδηγούνταν τα πολιτικά πράγματα της χώρας.
• Στις εκλογές που έγιναν το 1990, κατά τις οποίες ο Α. Παπανδρέου ήταν υπόδικο ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, η ΝΔ κέρδισε την πρωτιά και εξέλεξε 150 βουλευτές, δηλαδή οριακή πλειοψηφία σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς αυτοδυναμία. Ομως ο Μητσοτάκης, ως έμπειρος μάστορας σε παιχνίδια αποστασίας, απέσπασε τον Κατσίκη (μήπως προσχώρησε ο ίδιος με κάποιο αντάλλαγμα;), τον μοναδικό βουλευτή του κόμματος ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου (του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας), που το κόμμα αυτό εξέλεξε στο Υπόλοιπο Αττικής. Η μετακίνηση αυτή του Κατσίκη έγινε χωρίς την προηγούμενη συνεννόηση με τον ηγέτη του κόμματος αυτού Στεφανόπουλο, προκαλώντας την αγανάκτηση και την οργή του. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση Μητσοτάκη έθεσε σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο, όπως έλεγε, σχέδιο των μεταρρυθμίσεων, το οποίο οι Ελληνες πολίτες ποτέ δεν κατάλαβαν. Το ίδιο συνέβη και με πρωτοκλασάτους υπουργούς του (Κανελλόπουλος, Έβερτ, Σαμαράς κ.ά.) οι οποίοι και εκείνοι δεν τις αντιλήφθηκαν και δεν ήταν πρόθυμοι να τις εφαρμόσουν. Τη μόνη μεταρρύθμιση που ο ίδιος ο Μητσοτάκης θεωρούσε μέγιστη, και στην οποία αναφερόταν επανειλημμένως στο υπόλοιπο του βίου του, ήταν το ξεπούλημα των αστικών συγκοινωνιών του λεκανοπεδίου Αθηνών σε ιδιωτικά συμφέροντα, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που αυτά του προσέφεραν κατά τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα. Ηταν μια καταστροφική πολιτική την οποία αντιπάλεψαν τόσο οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες όσο και το επιβατικό κοινό του λεκανοπεδίου, ανεξαρτήτως κόμματος, επειδή η ποιότητα των υπηρεσιών που προσέφεραν τα ιδιωτικά πλέον ΚΤΕΛ ήταν χείριστες και το κόστος των κομίστρων προκειμένου να πάνε στις δουλειές τους μεγάλο. Αλλά και η τήρηση των δρομολογίων σπανίως εφαρμοζόταν, αφού για να ξεκινήσει κάποιο λεωφορείο από την αφετηρία έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει έναν ελάχιστο αριθμό επιβατών. Μια άλλη μεταρρύθμιση που προώθησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η παραχώρηση του δικαιώματος της κινητής τηλεφωνίας σε ιδιωτικό μονοπώλιο αποκλείοντας από αυτή την καινοτομία τον τότε Δημόσιο ΟΤΕ, μια πολιτική η οποία δυσαρέστησε μεγάλο μέρος της τότε ΝΔ. Ηταν επόμενο ότι μια τέτοια κυβέρνηση χωρίς εσωτερική συνοχή δεν θα εξαντλούσε τη θητεία της. Το 1993 αριθμός βουλευτών με επικεφαλής τον Αντώνη Σαμαρά απέσυρε την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και η χώρα οδηγήθηκε σε βουλευτικές εκλογές. Αλλη μεγάλη μεταρρύθμιση που πρόλαβε να κάνει προεκλογικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν ο ρουσφετολογικός διορισμός 15.000 υπαλλήλων στο Δημόσιο. Ηταν και αυτό έργο του θιασώτη της δημοσιονομικής πειθαρχίας και αντικρατιστή Μητσοτάκη.
• Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν ότι τις εκλογές του 1993 τις κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία το ΠΑΣΟΚ με ηγέτη τον ασθενή Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ελληνικός λαός στις εκλογές αυτές καταδίκασε όλους τους πρωταίτιους και σκευωρούς του «βρόμικού "89» και έθεσε οριστικό τέρμα στην πολιτική σταδιοδρομία του Κων. Μητσοτάκη, του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου, οι οποίοι έκτοτε ιδιώτευσαν. Η χώρα, με την πολιτική που χάραξε αρχικά ο Ανδρέας Παπανδρέου και στη συνέχεια ο οραματιστής, πραγματιστής και ακάματος εργάτης Κώστας Σημίτης, εισήλθε έκτοτε στον αστερισμό της ΟΝΕ και της Ευρωζώνης.
• Ο Μητσοτάκης τα πρώτα χρόνια του πολιτικού του περιθωρίου δεν έπαψε να μέμφεται και να κατακεραυνώνει τον Αντώνη Σαμαρά, ως διαπλεκόμενο με οικονομικά συμφέροντα, για την απόφασή του να ρίξει την Κυβέρνηση του το 1993, λες και ο ίδιος ο Μητσοτάκης δεν υπήρξε ποτέ διαπλεκόμενος. Ποτέ του όμως δεν παραδέχτηκε δημοσίως ότι η αποτυχία του στις εκλογές εκείνης της χρονιάς ήταν αποτέλεσμα κυρίως της δικής του κακής και ανερμάτιστης πολιτικής. Υπήρξε ο μόνος πρωθυπουργός της μετα-χουντικής περιόδου που σε ομαλές συνθήκες δεν επανεκλέχθηκε, αλλά και δεν έκανε και την αυτοκριτική του. Οι πολίτες βγάλανε βεβαίως τα συμπεράσματά τους και τον αντάμειψαν αναλόγως, εκείνος όμως όχι και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με τον μύθο που ό ίδιος έπλασε και πάλεψε να περάσει και στους άλλους.
• Ερχόμαστε τώρα στην μετα-πολιτική ιδιωτική ζωή του Μητσοτάκη της περιόδου 2004-2017, τότε που ο ίδιος δεν μπορούσε πλέον να επηρεάσει ούτε κατ' ελάχιστον τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Σε καμιά περίπτωση δεν έπαψε να είναι κυνικός, εγωκεντρικός, εγωπαθής (κάθε φράση που εκφωνούσε άρχιζε με τη λέξη εγώ), μυθοπλάστης αλλά και με σαρδόνιο χαμόγελο. Ομως συστηματικά και μεθοδικά προσπάθησε να κτίσει την υστεροφημία του. Ο επίτιμος έκανε τα αδύνατα δυνατά να δείξει ότι τώρα ήταν πέραν και πάνω από τις πολιτικές που καλλιεργούν τη μισαλλοδοξία, το διχασμό και τις σκληρές και ανόητες αντιπαραθέσεις τόσο εντός του Κοινοβουλίου όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Ηταν μια αξιέπαινη προσπάθεια την οποία καλλιέργησε συστηματικά και μεθοδικά, ως Νέστορας της πολιτικής. Η εμπειρία και η σοφία την οποία απέκτησε μετά από την πολύχρονη θητεία του σε πλήθος υπουργείων αλλά και από την τριετή πρωθυπουργία ήταν τα εχέγγυα για να κερδίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και μάλιστα εκείνων των πολιτών που δεν έζησαν ούτε τα γεγονότα της αποστασίας του 1965 ούτε τα γεγονότα του «βρόμικου '89» ούτε της ανέντιμης μεθόδου προσεταιρισμού του Κατσίκη μετά τις εκλογές του 1990, προκειμένου να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός. Αλλωστε οι πολίτες αυτοί, ηλικίας κάτω των 55 ή των 65 ετών, συνιστούν σήμερα την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και εύκολα πείθονται από τις αφηγήσεις του επίτιμου. Ο ίδιος ήταν σίγουρος ότι με την πάροδο τόσων ετών που μεσολάβησαν από τα γεγονότα που τον στιγμάτισαν μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του η συλλογική μνήμη θα ξέφτιζε και ο ίδιος θα αναβαπτίζονταν στην κολυμβήθρα της άγνοιας που ούτως ή άλλως υπάρχει στις νεότερες γενεές πολιτών. Και δεν είναι μόνο αυτοί, είναι και οι δημοσιογραφούντες και ιστοριογραφούντες των νεότερων γενεών που θεωρούν απόλυτες αλήθειες όλα όσα ο Μητσοτάκης τους αφηγήθηκε κατά καιρούς. Διότι ο επίτιμος εφάρμοζε με συνέπεια την εντελώς συμπτωματική τακτική να αναφέρεται σε γεγονότα, που τον αφορούσαν και ήταν αυτός πρωταγωνιστής, μόνο όταν έφευγε από τη ζωή και ο τελευταίος συμπρωταγωνιστής, ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να τον διαψεύσει.
• Τα παραπάνω αναφερόμενα είναι μια συνοπτική ματιά στα πεπραγμένα του πολιτικού Μητσοτάκη και δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την ιδιωτική του ζωή. Λέγεται κατά κόρον ότι ο αείμνηστος ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη, στοργικού προγεννήτορα που αγαπούσε πολύ τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τους λοιπούς συγγενείς του, φρόντιζε για το καλό των συνεργατών του και συμπαραστάθηκε με κάθε τρόπο σε όλους. Αν δε σε αυτούς τους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος προσθέσουμε και τις χιλιάδες κουμπαριές που έκανε, λόγω της βαθιάς του χριστιανικής πίστης και της θεόπεμπτης υποχρέωσής του και όχι για πελατειακούς λόγους, τότε έχουμε ένα μεγάλο πληθυσμό ανθρώπων που μπορούν να επιβεβαιώσουν τον ανωτέρω ισχυρισμό. Εμείς άλλωστε δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την αλήθεια των λεγομένων τους ή να αμφιβάλουμε για τον καλοκάγαθο χαρακτήρα του ιδιώτη Μητσοτάκη. Αυτό όμως αφορά τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και όχι τους πολίτες μιας χώρας. Εμείς όμως εκτιμώντας και τα θετικά στοιχεία της βιογραφίας του ευχόμαστε να είναι ελαφρύ το χώμα της πατρώας γης των Χανίων που σκεπάζει τον αποδημήσαντα και ο θεός να συγχωρήσει τα ανθρώπινα κρίματά του. Η Ιστορία βεβαίως έχει το ιδίωμα της καταγραφής όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών πεπραγμένων του Μητσοτάκη (θετικών και αρνητικών), χωρίς να δίδει συγχώρεση για κανένα από αυτά.
Καταλήγοντας θέλουμε να εκφράσουμε στους οικείους του τα ειλικρινά μας συλλυπητήρια και να τους ευχηθούμε καλό κουράγιο στο μεγάλο τους πένθος.
Ανδρέας Γ. Κανάκης
Ομότιμος καθηγητής και
πρώην πρύτανης του ΤΕΙ Πελοποννήσου