O Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης σε κάθε περίπτωση φροντίζει να προτείνει τρόπους πρόληψης και επίλυσης των προβλημάτων που εντοπίζει και καταγράφει. Συνοπτικά οι κατηγορίες αφορούν: 1) Αρνηση του ΔΕΔΔΗΕ να καταβάλει αποζημίωση για βλάβες που προκλήθηκαν σε συσκευές από την αυξομείωση της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. 2) Καταλογισμό σε τρίτους ποσών που αφορούν κατανάλωση ρεύματος που είχε γίνει από άλλο πρόσωπο ή αφορούσε άλλη παροχή. 3) Διόρθωση εσφαλμένων λογαριασμών και διακανονισμό οφειλών ή ικανοποίηση αιτημάτων ηλεκτροδότησης και διακοπής ρεύματος, μετατόπισης στύλων, αποξήλωσης καλωδίων και αποκατάστασης βλαβών, όπως και τη γενικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών, όπως έγκαιρη απάντηση σε αιτήματα, ενημέρωση των καταναλωτών, κτλ.
Από την αρχή της λειτουργίας του έχει δεχθεί αναφορές από δημότες οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την καταστροφή ηλεκτρικών τους συσκευών λόγω αυξομείωσης της τάσης του παρεχόμενου από τον ΔΕΔΔΗΕ ρεύματος και την άρνηση του να τους αποζημιώσει για τις ζημίες αυτές. Ο μεγαλύτερος αριθμός περιπτώσεων αυξομείωσης της τάσης του ρεύματος οφείλεται σε κακή συντήρηση του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ. Συνεπώς σε αμέλεια της ίδιας της εταιρείας, η οποία για το λόγο αυτό υποχρεούται να αποζημιώσει τους καταναλωτές για τις ζημιές που αυτοί υπέστησαν. Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, οι καταναλωτές μπορούν και πρέπει να εφοδιάζονται με ειδικές διατάξεις προστασίας ώστε να προστατεύουν τον εξοπλισμό τους από διαταραχές της τάσης. Ο ΔΕΔΔΗΕ οφείλει όπως ενημερώνει τους καταναλωτές (εντάσσοντας σε κάθε λογαριασμό ρεύματος σχετική επισήμανση) ότι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τυχόν ζημιές από βλάβη στην τροφοδοσία ρεύματος, εγκαθιστώντας κατάλληλες προστατευτικές διατάξεις στην εσωτερική τους ηλεκτρική εγκατάσταση (π.χ. σταθεροποιητές τάσεις), προκειμένου να προληφθεί η πρόκληση ζημιών ή η εμφάνιση ανωμαλιών στη λειτουργία των συσκευών τους. Επίσης πρότεινε την εκπόνηση μελετών προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι κατά την αποκατάσταση της διακοπής παροχής του ρεύματος η επανερχόμενη τάση θα είναι τέτοια ώστε να μην προκαλούνται βλάβες στις ηλεκτρικές συσκευές. Αυτό, δε, το μέτρο να καλύπτει κάθε περίπτωση διακοπής ρεύματος, ανεξάρτητα από το λόγο που την προκάλεσε (δηλαδή ακόμη και όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες ή λόγοι ανωτέρας βίας).
Μία άλλη σημαντική κατηγορία αναφορών κατά του ΔΕΔΔΗΕ που απασχολεί σταθερά το Γραφείο του ΣΔΕ σχετίζεται με τον καταλογισμό σε τρίτους ποσών που αφορούν κατανάλωση ρεύματος η οποία έχει γίνει από άλλα πρόσωπα ή αφορούν άλλη παροχή. Ο Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης πρότεινε στη Διεύθυνση Πωλήσεων να ενημερωθούν εκ νέου, προφορικά και εγγράφως, όλοι οι εμπλεκόμενοι υπάλληλοι, ώστε να εκλείψουν εντελώς παρόμοια περιστατικά. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αριθμός των αναφορών αυτής της κατηγορίας αφορά ιδιοκτήτες ακινήτων που καλούνται να καταβάλουν οφειλές προς τον ΔΕΔΔΗΕ οι οποίες προήλθαν από κατανάλωση ρεύματος που πραγματοποίησαν μισθωτές των ακινήτων. Οι περιπτώσεις αυτές ανακύπτουν όταν ο μισθωτής δεν έχει υπογράψει, λόγω αμέλειας ή άγνοιας του ιδίου ή και του ιδιοκτήτη του μισθίου, συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με τον ΔΕΔΔΗΕ στο όνομά του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται απέναντι στην επιχείρηση ως πελάτης ο ιδιοκτήτης, παρόλο που πραγματικός καταναλωτής είναι ο μισθωτής. Στις περιπτώσεις αυτές η πρόταση του ΣΔΕ συνοψίζεται στο εξής: Εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της μισθωτικής σχέσης (π.χ. μισθωτήριο θεωρημένο από την Εφορία, δηλώσεις του μισθώματος στην Εφορία από πλευράς ιδιοκτήτη, οποιαδήποτε «επαφή» και «σχέση» του μισθωτή με τη ΔΕΗ), ορθότερο θα ήταν -μετά από κατάθεση υπεύθυνης δήλωσης του ιδιοκτήτη- να προηγηθεί προσπάθεια αναζήτησης της οφειλής από τον πραγματικό χρήστη της υπηρεσίας, ήτοι το μισθωτή. Δεδομένου ότι ο ΔΕΔΔΗΕ διαθέτει πανελλαδικής έκτασης δίκτυο, εάν της γνωστοποιηθούν τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ) του καταναλωτή - μισθωτή, είναι ευχερές για εκείνη να εντοπίσει τη νέα του διεύθυνση και στη συνέχεια να μεταφέρει την οφειλή στον λογαριασμό της παροχής που ο οφειλέτης - μισθωτής έχει στο όνομά του. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη σύμβαση και για τα δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη (καταναλωτή και ΔΕΔΔΗΕ), ο ΣΔΕ πρότεινε να ικανοποιηθεί το αίτημα του ιδιοκτήτη να χρεωθεί τις οφειλές που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την ημερομηνία της πρώτης διακοπής, ως χρονική περίοδο ευθύνης που του αναλογεί.
Ενας μεγάλος αριθμός αναφορών των πολιτών αφορά υπέρογκους λογαριασμούς κατανάλωσης ρεύματος. Η διευθέτηση αυτής της κατηγορίας προβλημάτων με τον ΔΕΔΔΗΕ είναι συχνά σχετικά ευχερής και από τους ίδιους τους δημότες, δεδομένου ότι οι μετρητές κατανάλωσης φυλάσσονται σε χώρο προσιτό στους καταναλωτές και μπορούν ευκολότερα να ελέγχονται από αυτούς. Συχνά, οι δημότες ζητούν αλλαγή του μετρητή με καινούργιο, ώστε να αποδειχθεί ότι η υπερβολική χρέωση οφείλεται σε βλάβη του παλαιού (και αντικατασταθέντος) μετρητή. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ΣΔΕ συμβουλεύει τους καταναλωτές να καταθέτουν αίτηση προς τον ΔΕΔΔΗΕ περί αμφισβήτησης της επίμαχης χρέωσης, αναμένει την απάντηση του ΔΕΔΔΗΕ, και εφόσον διαπιστωθεί εσφαλμένη καταμέτρηση ζητάει την επιστροφή των οφειλομένων προς τον δημότη (π.χ. μέσω του συμψηφισμού με χρεώσεις επόμενων λογαριασμών). Πρέπει να παρατηρηθεί ότι συχνά η εσφαλμένη καταμέτρηση οφείλεται σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τον ΔΕΔΔΗΕ δηλαδή είτε σε βλάβη του μετρητή κατανάλωσης ή του δέκτη σήματος αλλαγής τιμολογίου, είτε σε πλημμελή έλεγχο ή παράλειψη καταμέτρησης της κατανάλωσης, λόγω ανεπάρκειας προσωπικού της Επιχείρησης ή /και των αναγκαίων τεχνικών μέσων.
Ο ΔΕΔΔΗΕ κάνει χρήση του δικαιώματος του άρθρου 250 ΑΚ, για να αναζητεί τις οφειλές από την πραγματοποιηθείσα κατανάλωση του ρεύματος κατά την παρελθούσα πενταετία. Στις περιπτώσεις αυτές ο ΣΔΕ προτείνει τη ρύθμιση των σχετικών οφειλών με άτοκο διακανονισμό.
Ο ΣΔΕ επισημαίνει ότι οι καταναλωτές στο πλαίσιο της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της μακροχρόνιας πλέον εφαρμογής της εναλλάξ έκδοσης από πλευράς ΔΕΔΔΗΕ θεωρούν δεδομένο ότι με τον εκκαθαριστικό λογαριασμό έχει γίνει η καταμέτρηση της παροχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο καταγράφεται η κατανάλωση και δεν υφίσταται θέμα αμφισβήτησης και ελέγχου των αναγραφόμενων ενδείξεων. Μόνο σε περίπτωση που για κάποιο λόγο δεν μπορεί να καταμετρηθεί μία παροχή, τότε εκδίδεται και πάλι έναντι λογαριασμός. Επιπλέον δε, με τον εκκαθαριστικό παρέχεται η βεβαιότητα ενός ελέγχου από εξειδικευμένο προσωπικό και μία ελάχιστη εξασφάλιση των υπηρεσιών του ΔΕΔΔΗΕ και του καταναλωτή, όσον αφορά την κατάσταση της μετρητικής διάταξης: λ.χ. στασιμότητα μετρητή, καταστροφή καλύμματος, ζητήματα ασφάλειας προσώπων και περιουσίας κ.α. Η απλή κατ΄ εκτίμηση έκδοση «εκκαθαριστικού» λογαριασμού θέτει συνεπώς σοβαρό θέμα αμφισβήτησης και αξιοπιστίας όσον αφορά το όλο σύστημα έκδοσης «έναντι» και «εκκαθαριστικών» λογαριασμών. Για την αποφυγή προβλημάτων τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε θέματα ευθύνης των εγκαταστάσεων, ο ΣΔΕ πρότεινε οι εκκαθαριστικοί λογαριασμοί να εκδίδονται μόνο εφ΄ όσον έχει πραγματοποιηθεί κανονικά η καταμέτρηση. Την αναγκαιότητα βελτίωσης του εντύπου «εντολή διόρθωσης λογαριασμού ρεύματος», ώστε να γίνει πιο κατανοητό στον καταναλωτή, καθώς και τη χορήγηση σε αυτόν αντιγράφου. Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί αποτελεσματικά η επιλογή της Δ/νσης Πωλήσεων να χρησιμοποιεί έναν ενημερωτικό/επεξηγηματικό πίνακα, ο οποίος χορηγείται στον καταναλωτή, και στον οποίο αναλύονται όλες οι παράμετροι των χρεώσεων (σύνολο ημερών, κατανάλωση, αντιστοίχηση τιμολογίων κ.α), με αποτέλεσμα να παρέχεται στον καταναλωτή η επιπλέον δυνατότητα να κατανοήσει και να ελέγξει, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη χρονική στιγμή επιθυμεί, την ορθότητα των χρεώσεων του ΔΕΔΔΗΕ και ενδεχομένως να τις αμφισβητήσει.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις πολύμηνης καθυστέρησης επέμβασης των υπηρεσιών του ΔΕΔΔΗΕ (τεχνικών και διοικητικών) για την αντιμετώπιση της αιτίας και τη διόρθωση του λογαριασμού, εκτός της αμφισβήτησης των υπολογισμών και της αντιστοίχησης ημερήσιας ή /και νυχτερινής κατανάλωσης, δημιουργούνται και επιπλέον πολύπλοκα προβλήματα σχετικά με το ποιος θα κληθεί να καταβάλει τις οφειλές, όταν λ.χ. έχει αποχωρήσει ο μισθωτής ή έχει αλλάξει η κυριότητα του ακινήτου.