Μου θύμισε το υπέροχο διήγημα του Τσέχοφ, με τον αμαξά μέσα στις λάσπες της χειμωνιάτικης Μόσχας του 19ου αιώνα, να αραδιάζει τον πόνο του στους πελάτες που δεν θέλουν να τον ακούσουν, και στο τέλος της βάρδιας, μόνο η γερασμένη του φοράδα μέσα στο στάβλο τον ακούει αμίλητη, κοιτάζοντάς τον στα μάτια…
Πριν συνεχίσω, είναι απαραίτητο να κάνω μια μικρή αναδρομή, από την τελευταία μας επαφή με τον φιλαράκο, τον καιρό που φουλάριζε η κομπίνα με τις μετοχές και την Σοφοκλέους, όταν δηλαδή διάφορες συμμορίες (συμπεριλαμβανομένων και δημοσιογράφων του λεγόμενου οικονομικού φόρουμ) διαφήμιζαν τα σχέδια των εταιρειών για το λαμπρό τους μέλλον και η εκλεκτή πελατεία έσπευδε να ακουμπήσει την περιουσία της.
Ο φίλος μου, τότε, από το πάθος του να πλουτίσει, είχε πουλήσει -ο άθλιος- νεοκλασικό σπίτι σε νησί του ανατολικού Αιγαίου, κληρονομιά από τη γιαγιά του, προκειμένου να αγοράσει μετοχές των εταιριών του Κόκαλη και του ΔΟΛ. Το κόλπο ήταν στημένο εξαιρετικά, οι παγίδες ούτε που φαίνονταν, αφού το ΠΑΣΟΚ έσπρωχνε για τα καλά τις εταιρείες. Ο Σόκρατες έπαιρνε σχεδόν όλες τις κρατικές δουλειές, ενώ ο Λαμπράκης διενεργούσε γενική συνέλευση σε πολυτελές ξενοδοχείο (με την καλύτερη μπλακ φόρεστ πάστα της Αθήνας…), έχοντας πλάι του τον Ψυχάρη και το ομορφόπαιδο τον αρχιλογιστή του και πίσω από το πάνελ μια τεράστια αφίσα που έγραφε «ΔΟΛ: Πάνω από εμάς μόνο ο ουρανός»!
Το φινάλε είναι γνωστό. Οι μετοχές φούσκες κατέρρευσαν (γλίτωσαν μόνο εκείνες των ειλικρινών εταιρειών, πετρέλαια, τσιμέντα, κόκα-κόλα, Καρέλιας και μερικές ακόμη) και οι επενδυτές από μικρομεσαίοι έγιναν κακομοίρηδες…
Επιστροφή στο παρόν: Σχεδόν μεσάνυχτα, ο χαμένος εδώ και δεκαπέντε χρόνια φιλαράκος, ήταν σύντομος αλλά συγκλονιστικός:
«Αδελφέ, οικονομικά βρίσκομαι κοντά στην εξαθλίωση. Το απόγευμα είχα στην τσέπη μου ένα δεκάρικο και προτίμησα να το παίξω στο ποδοσφαιρικό στοίχημα αντί να πάρω ένα πρόχειρο γεύμα και τώρα ψάχνομαι. Μελετώντας το κουπόνι, βρήκα τρία παιγνίδια που οι φυλλάδες θεωρούσαν "σίγουρα", με μικρές αποδόσεις, αλλά εμένα το δεκάρικο θα μου το αυγάτιζαν στο τριπλό. Και το ακούμπησα σίγουρος ότι το επόμενο γεύμα μου θα ήταν της προκοπής. Εχασα!».
Ενδιαφέρθηκα να μάθω τις προτιμήσεις του. Κι όταν ο φουκαράς μού τις αράδιασε, θα ήταν άδικο να τον χαρακτηρίσω μ@λ@κ@, γιατί -είπαμε- μου θύμιζε τον απελπισμένο αμαξά του Τσέχοφ. Είχε βάλει τις τελευταίες οικονομίες του στις νίκες της Μπιλμπάο, της Εβερτον και της ΑΕΚ, μιλάμε για ψίχουλα. Και έπεσε στις παγίδες της βραδιάς. Πριν κλείσει το τηλέφωνο, έπεσε στην αντίληψη του αυτιού μου κάτι σαν κλάμα, πριν από την καληνύχτα του.
Συμπέρασμα; Πριν μερικές εβδομάδες η στήλη φιλοξένησε άρθρο κάτω από τον τίτλο «Δεν θα γλιτώσει κανείς».
Αντέχει!