Οι γυναικείες ιστορίες ξεδιπλώνονταν πάντοτε χαμηλόφωνα. Σχεδόν συνωμοτικά. Πνιγμένες ενίοτε από κάποιο λυγμό. Κι ας μιλούσαν για τις πιο κορυφαίες στιγμές της ανθρώπινης ζωής. Για το πώς έχασε το παιδί της η Ερασμία, τότε που μεθυσμένος την κλωτσούσε στην κοιλιά ο Ιορδάνης. Για το πώς έπιασε η Δήμητρα τον δικό της να ασελγεί πάνω στη Στέλλα την ανιψιά τους, αλλά «πώς να τον χωρίσω με τέσσερα κουτσούβελα. Και πού να στηριχτώ, όταν η ίδια μου η μάνα μου απάντησε πως δεν έφταιγε το σερνικό, αλλά αυτή η πουτανίτσα που σίγουρα του κουνήθηκε». Είχανε μάλιστα, ετούτοι οι σιγανοί μονόλογοι, την αποδοχή που βρίσκει η σιγανή βροχή σαν πέφτει σε απότιστο χωράφι. Γιατί είχε ανάγκη η κάθε μία από αυτές να αισθάνεται πως δεν είναι η μόνη κακότυχη, πως περνάει τα όσα περνάει όχι γιατί κάτι στραβό έχει κάνει η ίδια, αλλά διότι «έτσι είναι η ζωή» ή -όπερ και πλέον ανακουφιστικό για όλες- διότι «έτσι είναι το θέλημα του Θεού».
Γι’ αυτό λοιπόν στις ιστορίες που ακολουθούν, πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες. Πάσα αναφορά σε αρσενικούς «δευτεραγωνιστές» κρίθηκε ως αναπόφευκτη, αφού με τη σειρά τους σημάδεψαν τη ζωή όλων αυτών των γυναικών. Πολύ συχνά, τα σημάδια αυτά ήταν πυρακτωμένα. Αλλοτε επειδή το έφεραν οι καταστάσεις και όχι από σαδιστική επιλογή. Αλλοτε επειδή ήταν απλώς μια σφραγίδα που πιστοποιούσε την κυριαρχία του σερνικού πάνω στη δίποδη ιδιοκτησία του.
Ισως και να ήταν το τίμημα που πλήρωναν αυτές οι γυναίκες, καθώς λειτουργούσαν πρωτίστως οι ίδιες ως μήτρα αναπαραγωγής της φαλλοκρατίας. Συνήθως πρώτες καταπιέζανε τις ίδιες τις κόρες τους, γεμίζοντάς τους τη ζωή απαγορεύσεις και εκπαιδεύοντάς τες πώς να υποτάσσονται στη μοίρα τους, πώς να φοβούνται και να υπηρετούν τον προσωπικό αφέντη τους. Οι ίδιες οι γυναίκες δίδασκαν τα θηλυκά παιδιά τους να ντρέπονται για τα ερωτικά τους σκιρτήματα, αν αυτά δεν ήταν υπό τον πλήρη έλεγχό τους και κυρίως αν δεν οδηγούσαν στο «στεφάνι», ενώ παρότρυναν τα σερνικά τους να ορμήξουν, όπου βρουν, διότι «στον άντρα σκουριά δεν μένει».
Γ. Π. Μασσαβέτας